Τα εύσημα της Goldman Sachs παίρνει η ελληνική οικονομία, καθώς, όπως επισημαίνει, συνεχίζει να αναπτύσσεται με ισχυρούς ρυθμούς, με τους περισσότερους δείκτες να καταγράφουν σταθερή βελτίωση και την εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων να παραμένει υψηλή.
Από το 2019, η παραγωγικότητα ενισχύεται σταθερά, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ έχει σημειώσει τη μεγαλύτερη άνοδο στη Νότια Ευρώπη, ξεπερνώντας και τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Ο δείκτης Current Activity Indicator (CAI) της Goldman Sachs υποδεικνύει ότι η ελληνική οικονομία διατηρεί ανθεκτικότητα συμβατή με ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 2%, ενώ η επιχειρηματική εμπιστοσύνη παραμένει ισχυρή, ιδιαίτερα στον κλάδο των κατασκευών.
Η επενδυτική δαπάνη (εκτός οικιστικών ακινήτων) έχει επιστρέψει στα επίπεδα του 2009, με όλους τους επιμέρους τομείς των επενδύσεων παγίων να έχουν ενισχυθεί από το 2019.
Επενδύσεις σε intellectual property products και ICT equipment καταγράφουν ισχυρή άνοδο, συνδεόμενες με θετική επίδραση στην παραγωγικότητα.
Παρ’ όλα αυτά, το πραγματικό εισόδημα παραμένει περίπου 10% χαμηλότερο από τα επίπεδα της περιόδου 2007–08, αφήνοντας περιθώριο για περαιτέρω ανάκαμψη, εκτιμά η Goldman Sachs.

Δημοσιονομική σταθερότητα
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με την Goldman Sachs, η Ελλάδα ακολουθεί «εξαιρετικά συνετή» δημοσιονομική πολιτική. Το πρωτογενές πλεόνασμα βρίσκεται μεταξύ των υψηλότερων για μικρά κράτη-μέλη της ΕΕ, πολύ πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Η Goldman Sachs υπενθυμίζει, επίσης, ότι η Ελλάδα στοχεύει σε πρωτογενές πλεόνασμα 3% του ΑΕΠ το 2026, το υψηλότερο στην Ευρωζώνη. Περίπου 70% του ελληνικού χρέους βρίσκεται σε μακροπρόθεσμα προγράμματα ευρωπαϊκής στήριξης, με αποτέλεσμα ένα από τα χαμηλότερα αποτελεσματικά επιτόκια δανεισμού στην Ευρωζώνη.
Με βάση το δυναμικό μοντέλο της Goldman Sachs, ο λόγος χρέους/ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να μειώνεται με πολύ υψηλή πιθανότητα, ακόμη και σε σενάριο χαμηλότερης ανάπτυξης, και θα πέσει κάτω από της Ιταλίας έως το 2028.

Η πρόοδος στη φορολογική συμμόρφωση και η συνετή διαχείριση των δημόσιων οικονομικών έχουν ενισχύσει την προοπτική της χώρας, ακόμη και καθώς η ισχύς του Ταμείου Ανάκαμψης πλησιάζει στο τέλος της.
Τρεις βασικές προκλήσεις για τη διατήρηση της αναπτυξιακής ορμής
Παρά το θετικό μακροοικονομικό περιβάλλον, η Goldman Sachs αναγνωρίζει τρεις κρίσιμες προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν ώστε η Ελλάδα να διατηρήσει τη σημερινή δυναμική:
1. Αγορά ακινήτων – Ομαλή επιστροφή στην κανονικότητα χωρίς υπερθέρμανση
Η πολυετής καθίζηση στον κλάδο των κατασκευών φαίνεται να έχει παρέλθει, με ισχυρή ανάκαμψη στις τιμές κατοικιών και επαγγελματικών ακινήτων από το 2022. Ωστόσο, απαιτείται προσεκτική διαχείριση ώστε η ανάκαμψη να μην οδηγήσει σε υπερβολική άνοδο τιμών, όπως στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και να μεταφραστεί σε διατηρήσιμο επενδυτικό κύμα.

2. Αναντιστοιχία δεξιοτήτων – Υποαπασχόληση υψηλής ειδίκευσης
Παρά τα ιστορικά υψηλά επίπεδα απασχόλησης, πολλοί εξειδικευμένοι εργαζόμενοι παραμένουν υποαπασχολούμενοι. Η Goldman Sachs τονίζει ότι η Ελλάδα χρειάζεται στοχευμένα προγράμματα reskilling και upskilling ώστε να αξιοποιηθεί πλήρως το εργατικό δυναμικό και να στηριχθεί η μελλοντική παραγωγικότητα.

3. Αποδοτικότητα δικαστικού συστήματος – Εμπόδιο στις επενδύσεις
Το ελληνικό δικαστικό σύστημα εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από σημαντικές καθυστερήσεις, ειδικά στις εμπορικές υποθέσεις.
Ο δείκτης Disposition Time (DT) παραμένει από τους υψηλότερους στην Ευρωζώνη για αστικές και εμπορικές δίκες, αποθαρρύνοντας επενδύσεις και μειώνοντας την επιχειρηματική βεβαιότητα. Παρά ορισμένες βελτιώσεις σε διοικητικές υποθέσεις, οι καθυστερήσεις σε πολιτικές και εμπορικές υποθέσεις έχουν αυξηθεί από το 2018.






































