Η ελληνική αγορά εργασίας είναι αντιμέτωπη τις τελευταίες δεκαετίες με σημαντικές δομικές προκλήσεις: υψηλή ανεργία, χαμηλή συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό, υψηλό μη-μισθολογικό κόστος, χαμηλή απήχηση ευέλικτων μορφών απασχόλησης, υψηλό ποσοστό αυτοαπασχολούμενων και χαμηλή παραγωγικότητα.

Οι παρεμβάσεις στα εργασιακά που εφαρμόστηκαν κατά την περίοδο 2010-2018 ήταν ριζικές και είχαν σοβαρές κοινωνικές και πολιτικές επιδράσεις. Αν και συχνά βρέθηκαν στο κέντρο δημόσιων αντιπαραθέσεων, δεν έχει γίνει συστηματική αποτίμηση της επίδρασής τους. Πρόσφατη ανάλυσή μας, σε σχέση με τους οικονομικούς τους στόχους, δείχνει μια μεικτή εικόνα: οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας πέτυχαν σε σημαντικό βαθμό την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, μέσω της μείωσης του κόστους αλλά και της μεγαλύτερης ευελιξίας, χωρίς όμως να επιλύσουν ορισμένα βασικά δομικά προβλήματα και χρόνιες αδυναμίες.

Για πρώτη φορά, εκτιμήθηκαν εναλλακτικά σενάρια της πορείας που θα είχαν ακολουθήσει μακροοικονομικοί και κοινωνικοί δείκτες χωρίς τις παρεμβάσεις στα εργασιακά. Η ανεργία θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη και η ύφεση ακόμη βαθύτερη χωρίς αυτές. Ενδεικτικά, το ποσοστό ανεργίας και το μοναδιαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα την περίοδο 2013-2018 εκτιμάται κατά μέσο όρο περίπου 4 π.μ. και 10 π.μ. υψηλότερα, αντίστοιχα, σε ένα σενάριο χωρίς τις μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας του 2012 .

Προκύπτει επίσης ότι οι παρεμβάσεις συνέβαλαν στην αύξηση της χρήσης ευέλικτων μορφών απασχόλησης και στην ελαφρά ταχύτερη ανάκαμψη της απασχόλησης. Αντίθετα, φαίνεται ότι δεν βελτίωσαν τα ποσοστά συμμετοχής στην επίσημη αγορά εργασίας, το μη-μισθολογικό κόστος παρέμεινε υψηλό, ενώ αυξήθηκαν οι μέσες ώρες εργασίας και η ανισότητα.

Στο επίπεδο των νοικοκυριών, προκύπτει ότι τα κίνητρα για επίσημη απασχόληση μειώθηκαν κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων. Παρά τη θετική συμβολή που είχε η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών εργαζομένων το 2014, τα ποσοστά συμμετοχής στην αγορά εργασίας παρέμειναν συστηματικά χαμηλά. Κι αυτό γιατί αφενός η μείωση των εισφορών ήταν περιορισμένης κλίμακας, αφετέρου αντισταθμίστηκε από μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής στο σύνολο της περιόδου 2010-2018 τα οποία επιβάρυναν σημαντικά τη φορολογία της εργασίας και με τη σειρά της τα κίνητρα για επίσημη εργασία.

Η πανδημία έχει εντείνει τις προκλήσεις στην εργασία, πλήττοντας άμεσα κεντρικούς τομείς της οικονομίας, ενώ υπενθυμίζει ότι το ρυθμιστικό πλαίσιο πρέπει να αναπροσαρμόζεται διαρκώς με στόχο τη δημιουργία περισσότερων και καλύτερα αμειβόμενων θέσεων απασχόλησης. Την επόμενη ημέρα μετά την πανδημία, αναδεικνύονται προτεραιότητες πολιτικής σε τρεις τουλάχιστον κατευθύνσεις.

Πρώτον, η περαιτέρω μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας μπορεί να ενισχύσει τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας, ειδικά μεταξύ γυναικών και νέων, και έτσι να ενισχύσει σημαντικά τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης.

Δεύτερον, χρειάζεται αναβάθμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και της δια βίου κατάρτισης ανέργων και εργαζομένων, προκειμένου να περιοριστεί η αναντιστοιχία δεξιοτήτων μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας. Οι προκλήσεις στη νέα εργασιακή πραγματικότητα μετά την πανδημία, ο επιταχυνόμενος ψηφιακός μετασχηματισμός και η στροφή σε μια περισσότερο καινοτόμα, εξωστρεφή και φιλική προς το περιβάλλον παραγωγική διαδικασία, είναι πεδία ευκαιρίας για την ανάπτυξη νέων δεξιοτήτων.

Τρίτον, η συρρίκνωση του ποσοστού της άτυπης εργασίας και οικονομίας ευρύτερα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αύξηση της παραγωγικότητας και μείωσης της ανισότητας. Οι διαφανείς εργασιακές σχέσεις ανοίγουν το δρόμο στην αξιοκρατία, ενισχύουν την κοινωνική κινητικότητα και μπορούν να συντελέσουν σταδιακά στο “brain regain” ανθρώπινου κεφαλαίου με υψηλή εξειδίκευση και εμπειρία.

Σε όλα αυτά, κρίσιμος συνδετικός κρίκος προκειμένου οι προτεινόμενες δράσεις στα εργασιακά να έχουν απτό αντίκρισμα στην οικονομική ανάπτυξη είναι ταυτόχρονες μεταρρυθμίσεις σε μια σειρά από πεδία όπως οι αγορές προϊόντων, το χρηματοπιστωτικό σύστημα και η δημόσια διοίκηση.

* Ο Νίκος Βέττας, είναι Γενικός Διευθυντής του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) και  Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΟΠΑ)

* Ο Γιώργος Γατόπουλος είναι Επικεφαλής Διεθνών Μακροοικονομικών και Χρηματοοικονομικών στο ΙΟΒΕ

ΣΗΜΕΙΩΣΗ – Το άρθρο αναφέρεται σε έρευνα που εκπονήθηκε από κοινού με τους Αλέξανδρο Λουκά (ΙΟΒΕ) και Γιάννη Πολυκάρπου (ΟΠΑ) με την ευγενική υποστήριξη του Hellenic Observatory του London School of Economics. Η έρευνα μπορεί να βρεθεί εδώ  και συνοπτική παρουσίαση στα ελληνικά εδώ .

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Academia