ΜΑΣ ΕΙΧΕ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙ. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν δεν έκρυψε ποιος ήταν και τι ήταν ικανός να κάνει μιλώντας στο «Πρώτο Πρόσωπο». Ήταν μια απομαγνητοφώνηση συνεντεύξεων που δημοσιεύθηκε το 2000, στην αρχή της μακροχρόνιας διακυβέρνησής του. Στα νιάτα του, θυμάται, ήταν ένας σκληρός μικρός κουκουλοφόρος που πάλευε με αρουραίους στο κλιμακοστάσιο της πολυκατοικίας του. Και αργότερα μάλωνε με αγνώστους στους δρόμους του Λένινγκραντ. «Ένας σκύλος αισθάνεται πότε κάποιος τον φοβάται και δαγκώνει», είχε πει. Εκτιμούσε την πίστη και φοβόταν την προδοσία. Ήταν υπερευαίσθητος στα μικρά κι ασήμαντα που συνέβαιναν, τόσο στη χώρα του όσο και στον εαυτό του (μια νοοτροπία που στις δεκαετίες που ακολούθησαν έγινε επικίνδυνα θολή). Κουβαλούσε κακίες.

Μια από αυτές αφορούσε την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Στις συνεντεύξεις αναπολούσε μια εκδρομή στην Αμπχαζία και ένα τουρνουά τζούντο στη Μολδαβία: η σοβιετική αυτοκρατορία ήταν ο πλούτος και το καμάρι του. Και όταν έπεσε, το χώνεψε δύσκολα. «Ήθελα κάτι διαφορετικό να έρθει στη θέση της», είπε για τη χαμένη σοβιετική επιρροή στην Ανατολική Ευρώπη. Κατέστρεφε αλλόφρων στη φωτιά έγγραφα ως αξιωματικός της KGB στη Δρέσδη το 1989, θρηνώντας για την «παράλυση της εξουσίας» που φαινόταν να έχει πλήξει τη Μόσχα. Έφτασε να συσχετίσει τα πλήθη που διαδήλωναν με τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Η διαφθορά, εν τω μεταξύ, ήταν αναμενόμενη στη Ρωσία. «Kαι αν κάποιος πιστεύει ότι κάποιος έκλεψε κάτι, ας πάει να το αποδείξει», είχε πει.

Μερικές φορές ο κ. Πούτιν του «Πρώτου Προσώπου» εμφανίζεται ειλικρινής. Αλλες εγκλωβισμένος και απόμακρος. Λίγοι τον γνώριζαν καλά. Τον έβλεπαν ως έναν γκρίζο άντρα, ανεξιχνίαστο. Το γκρίζο, το παράπονο και η απληστία της διαφθοράς ήταν τα κυρίαρχα θέματα στα βιβλία που έχουν έκτοτε γραφτεί γι ‘αυτόν στα αγγλικά. Καθώς συγκέντρωνε δυσαρέσκεια, μυστικά, αρετές και φόβους, η έμφαση μετατοπιζόταν πότε στο ένα απ’ αυτά τα χαρακτηριστικά πότε στο άλλο. Κοιτάζοντας πίσω σε μια βιβλιογραφία για τον κ. Πούτιν βλέπει κανείς πώς αυτός έχει αλλάξει από την εξουσία. Και πόσο ο κόσμος εστιάζεται όλο και περισσότερο στις απειλές που αυτός ενσαρκώνει.

Ο κ. Πούτιν ανέβηκε δίχως να αφήσει ίχνη από την Αγία Πετρούπολη στη Μόσχα τη δεκαετία του 1990. Στη συνέχεια από την ηγεσία της FSB (Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας της Ρωσίας, διάδοχος της KGB) έφθασε στην προεδρία της χώρας. Σε κάθε διαδρομή του το γκρίζο ήταν ο κύριος χρωματικός τόνος. Με δεδομένα τα οξύμωρα συνθήματά του, όπως «διαχειριζόμενη δημοκρατία» και «δικτατορία του νόμου», και με δεδομένες τις πολιτικές κινήσεις του να «στειρώσει» τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης, τα δικαστήρια, το Κοινοβούλιο και τους ολιγάρχες, οι παρατηρητές σπάνια τον εκλάμβαναν ως ένα γνήσιο δημοκράτη. Αλλά ορισμένοι είδαν τη συνεργασία του με τη Δύση μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου ως την αρχή μιας μόνιμης αναδιάταξης της ιδιοσυγκρασίας του. Όχι απλώς ως τακτική παραπλάνησης. Πολλοί άργησαν να συνειδητοποιήσουν ότι οι καταχρήσεις του επρόκειτο να διαπεράσουν τα σύνορα της Ρωσίας.

Στο «Putin: Russia’s Choice» (Πούτιν: Η Ρωσική Επιλογή) το 2004 ο Ρίτσαρντ Σάκουα πίστευε ότι η χώρα είχε αποτινάξει τον εθνικισμό και τον ιμπεριαλισμό. Ήταν βέβαιος ότι ο οικονομικός εκσυγχρονισμός και η παγκόσμια ολοκλήρωση θα συνεχίζονταν. Ο Άντριου Τζακ ήταν πιο επιφυλακτικός στο «Inside Putin’s Russia» (Μέσα στη Ρωσία του Πούτιν), έκδοση επίσης του 2004, σημειώνοντας τη δημοκρατική οπισθοδρόμηση και την περιφρόνηση του κ. Πούτιν για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι «αντιφάσεις του οικονομικού φιλελευθερισμού και του πολιτικού αυταρχισμού θα συγκρουστούν τελικά», προέβλεψε ο Τζακ. Αλλά έκρινε αυτόν τον «φιλελεύθερο πρώην Καγκεμπίτη» πιο αξιόπιστο από τον προκάτοχό του, Μπορίς Γέλτσιν.

Η σύγκριση ήταν ευρέως διαδεδομένη: οι αυθόρμητες απόψεις των ξένων για τον κ. Πούτιν ήταν αρχικά χρωματισμένες από την αίσθηση ότι τα πράγματα στο παρελθόν (με την ΕΣΣΔ) ήταν χειρότερα και ότι θα μπορούσαν να χειροτερέψουν και πάλι. Και ο ρώσος πρόεδρος έμοιαζε παγιδευμένος σε μια εναλλαγή μεταξύ εναγκαλισμού και απόρριψης εκ μέρους της Δύσης. Το ερώτημα φαινόταν να περιστρέφεται γύρω από το πόσο χρήσιμος ή πόσο αποτρεπτικός θα αποδεικνυόταν για τα σχέδια της Δύσης. Και όχι αν θα προσπαθούσε να ξαναφτιάξει τον κόσμο.

Το σκοτάδι και ο δον

Ο Ντέιβιντ Σάτερ ήταν από τους πρώτους αγγλόφωνους αναλυτές που διέγνωσαν τη διαστροφή στο σύστημα. Στο «Darkness at Dawn» (Σκοτάδι στο Ξημέρωμα) κατηγόρησε την FSB ότι ενορχήστρωσε το 1999 μια σειρά από εκρήξεις βομβών στη Ρωσία, που στοίχισαν τη ζωή σε περίπου 300 ανθρώπους και πυροδότησαν τον δεύτερο πόλεμο στην Τσετσενία – βοηθώντας έτσι τον κ. Πούτιν, ο οποίος συντόνιζε τις μάχες, να εξασφαλίσει την προεδρία. Ελάχιστοι ήταν έτοιμοι να χωνέψουν αυτή τη θεωρία. Κάποιοι Ρώσοι που το έκαναν, έφτασαν σε ένα τελματώδες αδιέξοδο. (Αντικαταστήστε τη λέξη «Τσετσενία» με τη λέξη «Ουκρανία» και τα σχόλια του κ. Πούτιν για τον πόλεμο στο «Πρώτο Πρόσωπο» ταιριάζουν απόλυτα με το σημερινό μακελειό και τα ψέματα. Η «ιστορική του αποστολή» ήταν να αποτρέψει την κατάρρευση της Ρωσίας, είχε ισχυριστεί. Η επιθετικότητα, είπε, ήταν στην πραγματικότητα αυτοάμυνα.)

Συν τω χρόνω οι συγγραφείς αντιλήφθηκαν ότι ολόκληρη η Ρωσία του κ. Πούτιν, όχι μόνο η Τσετσενία, κυβερνιόταν δια της ισχύος και όχι δια του νόμου. Καθώς οι εκβιασμοί και η αναδιανομή του πλούτου γίνονταν όλο και πιο ξεδιάντροπα και ο τρόπος ζωής των ανθρώπων του καθεστώτος όλο και πιο φαραωνικός, η απληστία αντικατέστησε την γκρίζα αμφισημία ως κύριο μοτίβο των σχολιαστών. Η μαφία έγινε η προτιμώμενη αναλογία για να περιγράψει κανείς την κλίκα των «σιλοβίκι», των ισχυρών ανθρώπων του προέδρου.

Στο «The Man Without a Face» (Ο Άνθρωπος Δίχως Πρόσωπο) του 2012, για παράδειγμα, η Μάσα Γκέσεν χαρακτήρισε «δολοφόνο και εκβιαστή» τον κ. Πούτιν, ο οποίος στη συνέχεια έμελλε να διεκδικήσει εκ νέου την προεδρία μετά από μια θητεία του ως πρωθυπουργός. Αυτή η εκδοχή του τραμπούκου της KGB που έγινε νονός της Μαφίας είχε «αποκρυβεί από την κοινή θέα», κατά τη συγγραφέα. Και είχε συσκοτιστεί από τους ευσεβείς πόθους και το προρρηθέν γκρίζο πέπλο. Ο θάνατος και ο τρόμος μετατράπηκαν σε πολιτικά όπλα για τον κ. Πούτιν, ο οποίος δεν έκανε καμία διάκριση μεταξύ των συμφερόντων του κράτους και των δικών του συμφερόντων, έγραψε η Γκέσεν.

Το δίκτυο των γκάνγκστερ αποκαλύφθηκε και αναλύθηκε διεξοδικά στο «Putin’s People» (Οι Άνθρωποι του Πούτιν) της Κάθριν Μπέλτον, που εκδόθηκε το 2020. Στο σύστημα του «καπιταλισμού της KGB» που περιέγραψε η Μπέλτον, η ρωσική κυβέρνηση ήταν μια μηχανή είσπραξης ενοικίων και απαλλοτρίωσης περιουσιακών στοιχείων. Η πολιτική ήταν μια διαμάχη για το ποιος πήρε το χρήμα. Και ο πρόεδρος ήταν ο διαιτητής του όλου παιχνιδιού. Οι «σιλοβίκι» συνδέονταν μεταξύ τους με αμοιβαίως εκβιαστικές σχέσεις, στις οποίες η γνώση μυστικών ήταν ταυτόχρονα και όπλο και δέσμευση. Από την πλευρά του, ο κ. Πούτιν είχε χύσει πάρα πολύ αίμα και είχε δημιουργήσει πάρα πολλούς εχθρούς για να αποσυρθεί. Χρησιμοποίησε τα λάφυρα για να πλουτίσει ο ίδιος αλλά και για να υπονομεύσει τη Δύση. Ξόδεψε μαύρο χρήμα σε ολόκληρο τον κόσμο για να χρηματοδοτήσει «ενεργά μέτρα» που θα «αποκαθιστούσαν την παγκόσμια θέση της χώρας».

Το τρίτο χαρακτηριστικό – το παράπονο – ήταν επίσης ανέκαθεν ορατό. Είναι γνωστό ότι το 2005 ο Πούτιν περιέγραψε την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης ως «τη μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του 20ού αιώνα». Μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, είπε ότι η σοβιετική κατάρρευση είχε αφήσει τη Ρωσία λεηλατημένη και ντροπιασμένη. Αλλά το γεγονός ότι o αυτοκρατορικός του κομπασμός ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ένα πρόσχημα για αυθαιρεσίες, όπως και το πού θα μπορούσαν να οδηγήσουν οι αυθαιρεσίες αυτές, άργησε πάρα πολύ να φανεί.

Στο «The New Tsar» (Ο Νέος Τσάρος) που δημοσίευσε το 2015, ο Στίβεν Λι Μάιερς εντόπισε οξυδερκώς την πορτοκαλί επανάσταση στην Ουκρανία το 2004 ως σημείο ρήξης. Τεράστιες διαδηλώσεις ανέτρεψαν το αποτέλεσμα μιας εκλογικής νοθείας υπέρ του υποψηφίου που υποστήριζε ο κ. Πούτιν. Για το ρώσο πρόεδρο η ανατροπή ήταν ταυτόχρονα μια προσωπική ταπείνωση και μια γεωπολιτική αμφισβήτηση. Διότι ήταν μεγάλος ο φόβος του για τα πλήθη και ισχυρή η αίσθησή του ότι η δημοκρατία συνιστά μια απειλή.

«Ο Πούτιν μετέτρεψε την εμπειρία του σε φθόνο», έγραψε ο κ. Λι Μέγιερς, στριμώχνοντας τη Ρωσία, ενισχύοντας την προπαγάνδα του και υποκινώντας ειρηνικά νεανικά κινήματα για να κυριαρχήσουν στους δρόμους. Με τη ζοφερή νοοτροπία του πρώην πράκτορα που έχει, ο κ. Πούτιν δεν μπορούσε να παραδεχτεί την πιθανότητα οι Ουκρανοί να στρέφονταν προς τη Δύση – και να τον απέρριπταν – με τη δική τους θέληση. Πεπεισμένος ότι η CIA τους είχε πληρώσει ή τους είχε καπελώσει, ξεκίνησε μια σειρά παρεμβάσεων που κορυφώθηκε στην τελευταία εισβολή. Μέχρι το 2014, σκέφτηκε ο κ. Λι Μέγιερς, είχε επινοήσει μια «ιερή» αποστολή ως ηγέτης μιας εξαιρετικής δύναμης. «Το ερώτημα πλέον ήταν πού θα σταματούσε η πολιτική του Πούτιν;».

Από τους χρονικογράφους της αυτοκρατορικής διακυβέρνησης Πούτιν, ο Κλίφορντ Γκάντι και η Φιόνα Χιλ μάντεψαν καλύτερα την απάντηση. Στο «Mr Putin: Operative in the Kremlin» (Κύριος Πούτιν: Ενεργός στο Κρεμλίνο), που κυκλοφόρησε το 2015, αναγνώρισαν τις προσπάθειές του να κάνει τη ρωσική οικονομία πιο ανθεκτική και να εξαλείψει τις εσωτερικές αντιθέσεις, στο πλαίσιο μιας μακροπρόθεσμης προετοιμασίας για την αντιμετώπιση της Δύσης. Η προσπάθειά του να υπονομεύσει τις δυτικές δημοκρατίες μέσω μιας πέμπτης φάλαγγας αρθρογράφων, μέσω δωροδοκιών και συμβιβασμών, ήταν μέρος της ίδιας στρατηγικής. Το γκρίζο, έγραψαν, ήταν η πάγια τακτική του: ο κ. Πούτιν ήταν «ο απόλυτος πολιτικός περφόρμερ». Η εύθραυστη δημόσια προσωπικότητά του ήταν ένας τρόπος για να αποπροσανατολίσει τους αντιπάλους του.

Ο κ. Γκάντι και η κ. Χιλ, η οποία ήταν η κορυφαία σύμβουλος της Ρωσίας στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας του Ντόναλντ Τραμπ, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο Πούτιν ήταν κάτι παραπάνω από ένας άπληστος γκάνγκστερ. Ο στόχος του ήταν να επιβιώσει και να ξεπεράσει τους εχθρούς του οι οποίοι, κατά την άποψή του, ήταν και εχθροί της Ρωσίας. Για τον σκοπό αυτό διεξήγαγε έναν μακρύ, υβριδικό πόλεμο ενάντια στη Δύση. Θα εντόπιζε στις αδυναμίες, προειδοποίησε το ζευγάρι των συγγραφέων, και θα υλοποιούσε τις απειλές του. «Δεν θα τα παρατήσει και θα πολεμήσει βρώμικα», προέβλεψαν. Ωστόσο, ακόμη και αυτοί οι συγγραφείς έκριναν ότι, έστω και μόνο για εμπορικούς λόγους, ο κ. Πούτιν «δεν θέλει η Ρωσία να καταλήξει σε κράτος-παρία».

Ο τροχός του τσάρου

Εκ των υστέρων διαπιστώνει κανείς ότι μόνο οι αισιόδοξοι έκαναν λάθος. Ως νέος πρόεδρος στριμωγμένος μέσα στο κοστούμι του, γερασμένος και αποστεωμένος σαν ένα τέρας με μπότοξ – αν και με το ίδιο κακόβουλο χαμόγελο – το γκρίζο έσβησε από τη βιβλιογραφία του. Η απληστία και το παράπονο κυριάρχησαν. Αυτό που έχασαν οι εξωτερικοί παρατηρητές, ωστόσο, ήταν πόσο θα επιδεινώνονταν και θα παροξύνονταν αυτά τα δύο παλιά χαρακτηριστικά μέσα σε ένα διάστημα δύο δεκαετιών εξουσίας.

Σύμφωνα με την αδυσώπητη λογική του αυταρχισμού, η πολιτική καταστολής του κ. Πούτιν στο εσωτερικό της Ρωσίας γινόταν ολοένα και πιο αποπνικτική. Ολοένα και πιο οδυνηρή σαν τον τροχό του οδοντογιατρού. Το αποτέλεσμα ήταν να απομονωθεί περισσότερο, τόσο διπλωματικά όσο και από τους συμβούλους του. Αποτίναξε κάθε ηθικό περιορισμό κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών του εκστρατειών. Η εθνικιστική ρητορική κλιμακώθηκε και μετατράπηκε σε μια αποκαλυπτική ιδεολογία, η οποία με διάφορες αναγωγές στην Ιστορία, αναβίβασε τη Ρωσία σε προπύργιο ενάντια στην παρακμιακή Δύση. Ο φόβος του για τα πλήθη μετεξελίχθηκε σε ένα είδος ναρκισσιστικής παράνοιας. Συσσώρευσε μνησικακία – σε μεγάλο βαθμό εναντίον της Ουκρανίας – και έγινε εμμονικός για εκδίκηση.

Εν τω μεταξύ, το κόστος για τον λαό του – για τους πραγματικούς Ρώσους, όχι για εκείνους ενός στυλιζαρισμένου παρελθόντος – έχει συσσωρευθεί. Το καθεστώς του ανέκαθεν λεηλατούσε τους πόρους της χώρας και έλεγε ψέματα στους πολίτες, με μια περιφρόνηση που χαρακτηρίζει τους αυταρχικούς ανθρώπους. Καθώς οι Ρώσοι στρατιώτες χάνονται σε ένα αχρείαστο πεδίο μάχης και οι άμαχοι απειλούνται με εκτοπίσεις, ο ίδιος γίνεται όλο και πιο αναίσθητος. Πέρα από τα βιβλία για το Κρεμλίνο, μια εικόνα αυτής της αντιμετώπισης προέρχεται από τη σχολή των Γερμανών ιστορικών, συμπεριλαμβανομένου του Σεμπάστιαν Χάφνερ, ο οποίος βρήκε μια ψυχολογική λογική για την καταστροφή που επιφύλαξε ο Χίτλερ για τη Γερμανία: η οργή του, κατέληξαν οι ιστορικοί, ήταν πάντα εν μέρει στραμμένη προς τη δική του χώρα. Η καταστροφή που προκαλεί ο κ. Πούτιν στη Ρωσία (ακόμα και όταν τρομοκρατεί την Ουκρανία) μπορεί να ιδωθεί μέσα από το ίδιο πρίσμα. Λέει ότι αγαπά την πατρίδα του, αλλά οι πράξεις του υποδηλώνουν το αντίθετο.

Το βιβλίο που έδειξε πιο ξεκάθαρα προς τα πού κατευθυνόταν ο πουτινισμός δεν ήταν ιστορικό ή βιογραφικό, αλλά μυθιστόρημα. Το «Day of the Oprichnik» του Βλαντιμίρ Σορόκιν, ενός Ρώσου συγγραφέα που ζει στην εξορία, διαδραματίζεται το 2028. Η Ρωσία περιγράφεται σε δύο χρονικά πλαίσια ταυτόχρονα. Η φουτουριστική τεχνολογία συνδυάζεται με τη μεσαιωνική βαρβαρότητα και τον σκοταδισμό. Η χώρα είναι απομονωμένη από την Ευρώπη, περίκλειστη σε τείχη, και ο τσάρος έχει αποκατασταθεί. Ο λόγος του είναι νόμος. Αλλά ακόμη και ο ίδιος πρέπει «να υποκύψει και να τσακιστεί μπροστά στην Κίνα», η οποία (μαζί με τις εξαγωγές φυσικού αερίου) στηρίζει την οικονομία. Ο Οπρίτσνικ του τίτλου είναι ένας από τους επίλεκτους σωματοφύλακές του – η ονομασία προέρχεται από την εποχή του Ιβάν του Τρομερού. Οι μέθοδοι διακυβέρνησης αμφοτέρων είναι οι δολοφονίες και τα βασανιστήρια, οι εκβιασμοί και οι κλοπές.

Δημοσιευμένη το 2006, η σατιρική δυστοπία του κ. Σορόκιν μοιάζει περισσότερο προφητική παρά εξωπραγματική. Οι λεπτομέρειες είναι γκροτέσκες, αλλά και μερικές φορές φρικτά οικείες. Στην ιστορία του βιβλίου, όταν χτίστηκε το τείχος «οι αντίπαλοι άρχισαν να σέρνονται από τις ρωγμές σαν δηλητηριώδεις σαρανταποδαρούσες». Μια εικόνα που αποτυπώνει την απανθρωποποίηση των επικριτών του Πούτιν και την παρομοίωσή τους με κουνούπια. Κατά ανατριχιαστικό τρόπο, όταν οι οπρίτσνικ μαζεύονται σε μια γιορτή, μια από τις προπόσεις τους είναι «στην υγειά των εκκαθαρίσεων».

© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com

Πρόσφατα Άρθρα