2010, 2014, 2018, 2022. Για τέταρτη συνεχόμενη φορά, ο Βίκτορ Ορμπαν κέρδισε τις εκλογές στην Ουγγαρία και ετοιμάζεται για τη νέα του θητεία, στο τέλος της οποίας θα έχει κλείσει 16 συνεχόμενα χρόνια στον πρωθυπουργικό θώκο της Ουγγαρίας (20 στο σύνολο, καθώς ήταν πρωθυπουργός της χώρας και το διάστημα 1998-2002). Οι εκλογές της περασμένης Κυριακής (3 Απριλίου 2022) ήταν, όμως, διαφορετικές. Για πρώτη φορά συνάντησε απέναντί του όχι διάφορα αυτόνομα κόμματα της αντιπολίτευσης, αλλά έναν ενιαίο συνασπισμό κομμάτων όλων των πολιτικών χώρων, από την άκρα δεξιά ως την αριστερά, με υποψήφιο τον συντηρητικό πρώην δήμαρχο μίας μικρής πόλης, Πέτερ Μάρκι-Ζέι.

Ο στόχος του ετερόκλητου αυτού συνασπισμού ήταν ξεκάθαρος· η απομάκρυνση του Βίκτορ Ορμπαν, του πρωθυπουργού, επί της θητείας του οποίου η Ουγγαρία μετατράπηκε από μία φιλελεύθερη δημοκρατία (liberal democracy) το 2010, σύμφωνα με το ινστιτούτο αξιολόγησης της δημοκρατίας V-Dem, σε ένα αυταρχικό καθεστώς με εκλογές (electoral autocracy). Στο ίδιο μήκος κύματος και το ινστιτούτο Freedom House χαρακτηρίζει την Ουγγαρία υβριδικό καθεστώς εν μέρει μόνο ελεύθερο. Τι συνέβαλε όμως στην αυταρχοποίηση της Ουγγαρίας; Πώς κατάφερε ο Ορμπαν με το κόμμα του, το Fidesz, να δημιουργήσουν ένα αυταρχικό καθεστώς στο κέντρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εν τέλει μήπως αυτό το καθεστώς δεν έχει πια θέση ανάμεσα στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες;

Αρχή της πορείας της Ουγγαρίας προς την αυταρχοποίηση ήταν οι εκλογές του 2010, όταν το Fidesz με επικεφαλής τον Β. Ορμπαν κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές και έλαβε μάλιστα την υπερ-πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) των εδρών στο Κοινοβούλιο. Ελέγχοντας τα 2/3, το Fidesz κατάφερε να επιφέρει σημαντικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα χωρίς καμία διαβούλευση με τα αντιπολιτευόμενα κόμματα, ενώ επιπλέον του δόθηκε η δυνατότητα της επιβολής του στους ανεξάρτητους κρατικούς θεσμούς. Μία από τις πρώτες κινήσεις τότε ήταν ο έλεγχος της επιτροπής των εκλογών με στόχο να μπορέσει το κυβερνών κόμμα να επιφέρει τις αλλαγές που ήθελε στο εκλογικό σύστημα. Διορίζοντας κομματικά στελέχη στη συγκεκριμένη επιτροπή και με αυτόν τον τρόπο εξουδετερώνοντάς την, η κυβέρνηση αφού πρώτα μείωσε τις έδρες από 386 σε 199, σχεδίασε στη συνέχεια εκ νέου τις εκλογικές περιφέρειες, αναμειγνύοντας αυτές στις οποίες επικρατούσαν κατά βάση τα αντιπολιτευόμενα αριστερά κόμματα με περιοχές που τάσσονταν υπέρ του Fidesz, με τέτοιον τρόπο ώστε στις νέες περιφέρειες οι πλειοψηφίες να σχηματίζονται υπέρ του κόμματος του Ορμπαν.

Σε συνδυασμό με άλλες αλλαγές στο εκλογικό σύστημα, όπως η κατάργηση του δεύτερου γύρου των εκλογών, που ευνοούσαν υπερβολικά το πρώτο κόμμα, ο Ορμπαν κατάφερε να δημιουργήσει ένα σύστημα, στο οποίο το πρώτο κόμμα κυριαρχεί και είναι πολύ δύσκολο να απειληθεί. Είναι χαρακτηριστικό πως στις εκλογές του 2014 και του 2018 το Fidesz κέρδισε και πάλι τα 2/3 των εδρών χωρίς καν να καταφέρει να κερδίσει το 50% των ψήφων, ενώ, σύμφωνα με την ακαδημαϊκό του Princeton Κιμ Λέιν Σέππελε το 2014, ένας συνασπισμός των κομμάτων της αντιπολίτευσης θα έπρεπε να συγκεντρώσει έως και 6-8% περισσότερες ψήφους από το Fidesz για να κερδίσει έστω μία απλή πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο.

Παράλληλα, πέραν του άδικου εκλογικού συστήματος, η αντιπολίτευση στην Ουγγαρία έχει να αντιμετωπίσει και εμπόδια, όπως η χρησιμοποίηση κυβερνητικών κονδυλίων για κομματικό όφελος και ο de facto αποκλεισμός από την κρατική τηλεόραση που ελέγχεται εξ ολοκλήρου από την κυβέρνηση και λειτουργεί ως όργανο της κυβερνητικής προπαγάνδας. Ο χώρος των media άλλωστε είναι άλλο ένα σημείο που μαρτυρά την υποβάθμιση της δημοκρατίας στην Ουγγαρία τα 12 τελευταία χρόνια. Εκτός από τα δημόσια μέσα που αποτελούν κυβερνητικά φερέφωνα, τα περισσότερα αντιπολιτευόμενα μέσα αναγκάστηκαν είτε να κλείσουν (μέσω πχ. της διακοπής της χρηματοδότησής τους από το κράτος ή της ανάκλησης των αδειών λειτουργίας και των συχνοτήτων τους) είτε εξαγοράστηκαν από επιχειρηματικούς ομίλους φίλα προσκείμενους στην κυβέρνηση και προσωπικών φίλων του πρωθυπουργού με αποτέλεσμα να μετατραπούν και αυτά σε φωνή της κυβέρνησης. Αίσθηση μάλιστα είχε προκαλέσει η ένωση 450 φιλικών προς την κυβέρνηση μέσων υπό έναν όμιλο το 2018, κίνηση που είχε χαρακτηριστεί από την οργάνωση Reporters without Borders ως επικίνδυνη, καθώς έδινε τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να διαδίδει την προπαγάνδα της «με μία φωνή» και μάλιστα πολύ δυνατή.

Στη μάχη του εναντίον της ελεύθερης έκφρασης και κάθε φιλελεύθερου στοιχείου της κοινωνίας, ο Ορμπαν έβαλε στον στόχο του πολλές φορές την τελευταία 12ετία τόσο ακαδημαϊκά ιδρύματα όσο και ΜΚΟ, κάνοντας έτσι σχεδόν αδύνατη την ύπαρξη μίας ενεργούς κοινωνίας των πολιτών. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτέλεσε το Πανεπιστήμιο Κεντρικής Ευρώπης (ΠΚΕ), ένα ίδρυμα που έχει στο επίκεντρό του την προώθηση της ανοιχτής κοινωνίας και εστιάζει σε μεγάλο βαθμό στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Λόγω αυτού του του προφίλ και της χρηματοδότησης που λάμβανε από τον Τζορτζ Σόρος, το ΠΚΕ βρέθηκε στο στόχαστρο του Fidesz, το οποίο μέσω φωτογραφικών νομοθετημάτων το ώθησε στο να διακόψει την λειτουργία του στη Βουδαπέστη και να μεταφερθεί στη Βιέννη. Αντίστοιχα νομοθετήματα έβαλαν στο στόχαστρό τους τις ΜΚΟ και κυρίως αυτές που δραστηριοποιούνταν στο πεδίο των προσφύγων και των μεταναστών. Επιπλέον, ακολουθώντας τα βήματα του προτύπου του, Βλαντίμιρ Πούτιν, ο Ορμπαν αναφέρεται στις ΜΚΟ ως «ξένους πράκτορες», ενώ τις κατηγορεί διαρκώς ότι προσπαθούν να γεμίσουν τη χώρα με μετανάστες και να προκαλέσουν ταραχές στο εσωτερικό.

Το κυριότερο όμως πλήγμα που έχει επιφέρει η ηγεμονία του Ορμπαν στους δημοκρατικούς θεσμούς είναι η σχεδόν πλήρης κατάλυση του κράτους δικαίου. Εκμεταλλευόμενος και σε αυτήν την περίπτωση την συνεχόμενη υπερ-πλειοψηφία των 2/3, ο Ορμπαν κατάφερε να πάρει τον έλεγχο της δικαστικής εξουσίας, καθώς δημιούργησε νέα επιτροπή διορισμού των δικαστών, ελεγχόμενη από πιστά στο κόμμα στελέχη, έπαψε τον πρόεδρο του Συνταγματικού Δικαστηρίου και διόρισε και εκεί έναν κομματικό στρατιώτη, ενώ τέλος, άλλαξε τον τρόπο επιλογής των δικαστών του ΣΔ και αύξησε τον αριθμό τους, ώστε οι υποψήφιοι και οι υποψήφιες να επιλέγονται και να ψηφίζονται ακόμα και μόνο με τις ψήφους του κυβερνώντος Fidesz. Παράλληλα, ενδεικτικός του χαρακτήρα της ουγγρικής ηγεσίας και της αντιπάθειάς της προς κάθε τι που χαρακτηρίζει μία ανοιχτή και ελεύθερη κοινωνία ίσων ευκαιριών είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζει την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, αλλά και τους πρόσφυγες, στους οποίους ο Ορμπαν έχει αναφερθεί ως «δηλητήριο για την κοινωνία». Η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα έχει βρεθεί πολλές φορές στο επίκεντρο της ουγγρικής πολιτικής, ενώ ο ίδιος ο Ορμπαν έχει χαρακτηρίσει τα μέλη της ως «εχθρούς του κράτους και των χριστιανικών αξιών». Χαρακτηριστικό παράδειγμα της εχθρότητας της κυβέρνησης αποτέλεσε η απαγόρευση της νομικής αναγνώρισης των τρανς ατόμων και η επακόλουθη αδυναμία των ατόμων που επιθυμούν, να αλλάξουν το όνομα και το φύλο τους σε νομικά έγγραφα. Άλλο παράδειγμα είναι η απαγόρευση κάθε περιεχομένου στην τηλεόραση, το ραδιόφωνο, στα σχολεία κ.λπ. που απεικονίζει ή προωθεί την ομοφυλοφιλία ή την αλλαγή φύλου ατόμων κάτω των 18 ετών, ένας νόμος και πάλι βγαλμένος από το εγχειρίδιο του Πούτιν και που ισχύει στη Ρωσία από το 2013.

Τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν μία χώρα, στην οποία δεν έχει πληγεί ανεπανόρθωτα μόνο ο φιλελεύθερος χαρακτήρας της δημοκρατίας μέσω των επιθέσεων στο κράτος δικαίου, την ελευθερία της έκφρασης και σε κάθε θεσμό ελέγχου της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά ακόμα και οι πιο βασικές συνθήκες για την ύπαρξη μίας δημοκρατικής πολιτείας. Ναι μεν διεξάγονται τακτικές και ελεύθερες εκλογές, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι ισότιμες, καθώς, όπως είδαμε, το κόμμα του Βίκτορ Ορμπαν έχει δημιουργήσει ένα πλαίσιο που του εξασφαλίζει ενισχυμένες πιθανότητες έναντι κάθε αντιπολιτευόμενου συνασπισμού.

Σε όλα αυτά που συνέβησαν τα τελευταία χρόνια φέρει σε κάθε περίπτωση μεγάλη ευθύνη και η ίδια η ΕΕ, η οποία δεν αντέδρασε ποτέ στις αυταρχικές τακτικές του Ούγγρου πρωθυπουργού. Πλέον όμως με τον Ορμπαν να έχει εξασφαλίσει μία τέταρτη θητεία, ο δρόμος της Ουγγαρίας προς την περαιτέρω αυταρχοποίηση είναι ανοιχτός και τίποτα δεν φαίνεται να την εμποδίζει. Είναι άραγε δυνατόν η ΕΕ να συνεχίσει να έχει στους κόλπους της και επομένως να χρηματοδοτεί ένα κράτος μέλος που δεν είναι πια δημοκρατία και που έχει στραφεί απολύτως ενάντια στις αξίες της; Η απάντηση είναι όχι και δυστυχώς, η ψήφος των Ούγγρων πολιτών την περασμένη Κυριακή θα πρέπει να θεωρηθεί ψήφος εμπιστοσύνης στον δρόμο του αυταρχισμού και εισιτήριο αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Opinion