Λέγεται συχνά ότι η κυβέρνηση της Κίνας σχεδιάζει δεκαετίες μπροστά, παίζοντας προσεκτικά το παιχνίδι σε βάθος χρόνου την ίδια στιγμή που οι δημοκρατίες επαμφοτερίζουν και παλινωδούν. Αλλά το τι γίνεται στη Σαγκάη αυτή τη στιγμή δεν δείχνει και πολλά σημάδια στρατηγικής ιδιοφυΐας. Ακόμη και όταν ο υπόλοιπος κόσμος έχει ξανανοίξει, 25 εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονται σε lockdown σε ολόκληρη την πόλη, εγκλωβισμένοι στα διαμερίσματά τους και αντιμετωπίζουν ελλείψεις τροφίμων και ιατρικών σκευασμάτων που ούτε οι λογοκριτές της Κίνας δεν μπορούν να αποκρύψουν. Η πολιτική του μηδενικού Covid έχει γίνει ένα αδιέξοδο από το οποίο το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν έχει κάποια συνταγή για γρήγορη διαφυγή από αυτό.

Είναι ένα από τα τρία προβλήματα που αντιμετώπισε η Κίνα φέτος, παράλληλα με τις οικονομικές αστοχίες και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Μπορεί να πιστεύει κανείς ότι δεν συνδέονται μεταξύ τους, αλλά η απάντηση της Κίνας σε καθεμία έχει κοινές ρίζες: κομπορρημοσύνη και ύβρις δημοσίως, εμμονή με τον έλεγχο κατ’ ιδίαν και αμφίβολα αποτελέσματα. Αντί να είναι προϊόν σοφής κρατικής διοίκησης με τον χρονικό ορίζοντα ενός «Κίτρινου Αυτοκράτορα», οι ενέργειες της Κίνας αντικατοπτρίζουν ένα αυταρχικό σύστημα υπό τον Σι Τζινπίνγκ που έχει πρόβλημα με το να καλιμπράρει την πολιτική ή να παραδεχτεί πότε κάνει λάθος.

Αυτήν τη χρονιά όλα πρέπει να εξελιχθούν σύμφωνα με το σενάριο για τον Πρόεδρο της Κίνας. Το φθινόπωρο αναμένεται να χρησιμοποιήσει το πενταετές συνέδριο του κόμματος για να ξεκινήσει μια τρίτη θητεία ως αρχηγός του, αψηφώντας τον κανόνα που θέλει μετά από δύο θητείες να πρέπει να αποσυρθεί και ανοίγει το δρόμο για την ισόβια παραμονή του στη αρχηγία. Για να πάει ομαλά αυτή η στέψη, η Κίνα πρέπει να είναι σταθερή και επιτυχημένη.

Κατά κάποιο τρόπο ο κ. Σι πέτυχε θρίαμβο. Οι προπαγανδιστές μπορούν να καυχηθούν για ένα ποσοστό θνησιμότητας από τον Covid-19 που είναι χαμηλότερο από κάθε μεγάλη χώρα και για μια οικονομία που έχει αναπτυχθεί περισσότερο από κάθε άλλη του G20, από το 2018 και μετά. Καθώς η Ευρώπη βυθίζεται στον πόλεμο, η Κίνα στέκεται ακλόνητη και ασφαλής, με ένα πυρηνικό οπλοστάσιο που μεγαλώνει και πόρους και χρήματα που επιτρέπουν την προβολή ισχύος από τον Ειρηνικό έως την Καραϊβική.

Ωστόσο, αν κοιτάξει κανείς πιο προσεκτικά η τελευταία χρονιά του κ. Σι ως κοινού πολιτικού θνητού προδίδει τόσο τις αδυναμίες της Κίνας υπό την κυριαρχία του όσο και τα δυνατά της σημεία. Ας πάρουμε την πανδημία. Από τότε που εντοπίστηκε ο ιός στη Γουχάν, η Κίνα ακολούθησε μια στρατηγική μηδενικού κορωναϊού. Τα σύνορά της έχουν κλείσει εδώ και δύο χρόνια και τα κρούσματα αντιμετωπίζονται με καραντίνες, καταναγκαστικά μαζικά τεστ και σκληρά lockdown. Από νωρίς, οι κυβερνώντες της Κίνας αποφάσισαν ένα γιγάντιο πείραμα «ωφελιμισμού», που οδήγησε σε μια ζωή χωρίς Covid για την πλειοψηφία, με τίμημα την απώλεια ατομικών ελευθεριών και τα βάσανα για όσους βρίσκονται σε lockdown και εθνική απομόνωση.

Όμως γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ελεγχθούν τα κρούσματα. Εκτός από τη Σαγκάη, πέντε επαρχίες έχουν μερικό lockdown και η Γκουανγκζού έχει κλείσει τα σχολεία. Τουλάχιστον 150 εκατομμύρια άνθρωποι επηρεάζονται από τα μέτρα αυτά. Έχοντας αρχικά παραχωρήσει αυτονομία στη Σαγκάη για τη διαχείριση του lockdown, ο κ. Σι επανάκτησε τον έλεγχο. Και δεν υπάρχει στρατηγική εξόδου. Το κόμμα δεν έχει προετοιμάσει το κοινό να ζήσει με την Covid και δεν κατάφερε να εμβολιάσει αρκετά ευάλωτα ηλικιωμένα άτομα ή να χρησιμοποιήσει πιο αποτελεσματικά δυτικά εμβόλια. Η επιλογή τώρα είναι ανάμεσα σε μια εκστρατεία διπλασιασμού των εμβολιασμών παράλληλα με ένα κύμα εξόδου από τα lockdown που θα μπορούσε, σύμφωνα με ορισμένα μοντέλα, να οδηγήσει στο θάνατο 2 εκατομμύρια ανθρώπους ή σε επ’ αόριστο χρόνο απομόνωσης και επαναλαμβανόμενες απαγορεύσεις κυκλοφορίας.

Αυτά τα lockdown βλάπτουν την ανάπτυξη, ενισχύοντας μια αποτυχημένη προσπάθεια αναδιάρθρωσης της οικονομίας. Ο κ. Σι κάλεσε τους Κινέζους καπιταλιστές να γίνουν λιγότερο ληστρικοί και πιο αυτοδύναμοι. Αλλά σε μια προσπάθεια να εφαρμόσουν ασαφή συνθήματα όπως η «ευημερία για όλους», οι ζηλωτές αξιωματούχοι επέβαλαν εκ νέου τον κρατικό έλεγχο και εκφοβίζουν τους πιο επιτυχημένους επιχειρηματίες. Μια κάποτε λαμπερή βιομηχανία τεχνολογίας βρίσκεται στην εντατική, αφότου οι δέκα μεγαλύτερες εταιρείες έχασαν 1,7 τρισεκατομμύρια δολάρια από την αγοραία τους αξία μετά από ένα μπαράζ κανονισμών. Τα αφεντικά της Alibaba και της Tencent έχουν σε ταπεινωθεί με επιδείξεις σκληρής υπακοής και απαγορεύεται να επεκταθούν σε κάποιους νέους τομείς. Τις τελευταίες εβδομάδες το κόμμα προσπάθησε να αναστρέψει πορεία. Αλλά οι παγκόσμιοι επενδυτές είναι επιφυλακτικοί. Αυτές οι δέκα μεγαλύτερες εταιρείες τεχνολογίας αποτιμώνται με έκπτωση 50% απέναντι στις αντίστοιχες αμερικανικές.

Στη θέση τους, η Κίνα ελπίζει να δημιουργήσει μια νέα γενιά πιστών startups που θα ακολουθεί τους αυστηρούς στόχους του κόμματος. Τα στοιχεία εγγραφών δείχνουν ότι δεκάδες χιλιάδες από αυτές τις εταιρείες δημιουργούνται σε πόλεις της ενδοχώρας, οι οποίες φέρονται να βρίσκονται στην αιχμή του cloud, της ρομποτικής και της τεχνητής νοημοσύνης. Προς το παρόν, οι πατριώτες επενδυτές τις επευφημούν, αλλά πολλοί είναι αποτυχίες ή απάτες τις οποίες ανέχονται αξιωματούχοι που επιθυμούν να επιτύχουν τους στόχους τοπικής ανάπτυξης. Μια βιομηχανία τεχνολογίας όπου τα κίνητρα είναι οι επιδοτήσεις και ο φόβος, και η οποία διαχωρίζεται από ένα όλο και πιο παγκοσμιοποιημένο σύστημα επιχειρηματικών κεφαλαίων, είναι πιθανό να μείνει πίσω από την αιχμή της καινοτομίας.

Το τελευταίο πρόβλημα αφορά την Ουκρανία και την εξωτερική πολιτική. Ο κ. Σι τάχθηκε στο πλευρό της Ρωσίας, σύμφωνα με την πεποίθησή του ότι η Δύση βρίσκεται σε παρακμή. Ωστόσο, αυτή η στάση έχει κόστος. Θα βλάψει περαιτέρω τις σχέσεις με την Αμερική και την Ευρώπη, στις αγορές των οποίων βασίζεται η Κίνα. Η Κίνα ελπίζει ότι η Ευρώπη μπορεί να αποσπαστεί από τον εναγκαλισμό της Αμερικής, αλλά ο πόλεμος έχει αναζωογονήσει το ΝΑΤΟ τη διατλαντική συνεργασία στον τομέα της ενέργειας. Είναι αλήθεια ότι πολλές χώρες δεν θέλουν να διαλέξουν πλευρές μεταξύ της Δύσης και της Κίνας και της Ρωσίας. Αλλά η διπλωματία του «λύκου πολεμιστή» που ακολουθεί η Κίνα αποτυγχάνει, καθώς οι ξένοι κάνουν πίσω λόγω των προσβολών και των απειλών που εξαπολύει το Πεκίνο. Σε όλες τις πλούσιες χώρες, οι αντιλήψεις του κοινού για την Κίνα βρίσκονται στο χειρότερο σημείο εδώ και δύο δεκαετίες. Το ίδιο ισχύει και σε ορισμένες αναπτυσσόμενες χώρες, όπως η Ινδία, που φοβούνται την κινεζική επιθετικότητα.

Το να υποτιμάς την Κίνα είναι ανόητο. Η κεντρική διακυβέρνησή της επιτρέπει να συγκεντρώνει τεράστιους πόρους για επίτευξη στρατηγικών στόχων, από την δημιουργία ναυτικού μέχρι την κυριαρχία στον τομέα μπαταριών. Mπορεί να κινητοποιήσει την κοινή γνώμη στο εσωτερικό. Το τεράστιο μέγεθος της εγχώριας αγοράς επιτρέπει στις επιχειρήσεις να επιτύχουν οικονομίες κλίμακας χωρίς να κατφεύγουν στο εξωτερικό – και η δυναμική δεξαμενή κερδών θα αποτελεί πάντα δέλεαρ ώστε οι απανταχού εταιρείες να δίνουν το παρών και οι μερκαντιλιστικές κυβερνήσεις να τις υποστηρίζουν.

Τα τρία σημεία για τα οποία πρέπει να μετανιώνει

Οι δυνάμεις που έχει η Κίνα παραμένουν. Ωστόσο, το σύστημα διακυβέρνησης της Κίνας δημιουργεί νέα σφάλματα καθώς η εξουσία γίνεται πιο συγκεντρωτική. Τα αυταρχικά κράτη μπορούν να κάνουν κάποια πράγματα σωστά, αλλά μισούν να παραδέχονται όταν κάνουν λάθος. Όσο περισσότερο εξυψώνεται επίσημα η εξουσία του κ. Σι ενόψει του συνεδρίου του κόμματος, τόσο μεγαλύτερη θα γίνεται η κολακεία. Όταν οι γραφειοκράτες ανταγωνίζονται ποιος θα επιδείξει μεγαλύτερο ζήλο, η διοίκηση γίνεται λιγότερο αποτελεσματική. Εάν οι υπάλληλοι φοβούνται να μιλήσουν, ο μηχανισμός κριτικής και ανάδρασης αποτυγχάνει. Ένα τεστ των μακροπρόθεσμων προοπτικών της Κίνας είναι το αν μπορεί να αλλάξει πορεία. Προς το παρόν, εάν πιστεύει κανείς ότι η άνοδος της Κίνας είναι αναπόφευκτη, ας κοιτάξει τους έρημους δρόμους της μεγαλύτερης πόλης της και ας αναρωτηθεί εάν ο κύριος Σι έχει το μονοπώλιο της σοφίας.

© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com

Πρόσφατα Άρθρα