«Για μένα», σχολίασε ο Ολέκσιι Ρέζνικοφ , υπουργός Άμυνας της Ουκρανίας, η λέξη “αδύνατο” σημαίνει “πιθανό στο μέλλον”». Και δικαιολογημένα. Οι αντιαρματικοί πύραυλοι Javelin, οι οποίοι απαγορεύτηκαν από την Αμερική, όταν η Ρωσία κατέλαβε τις πρώτες περιοχές της Ουκρανίας, το 2014, ξεκίνησαν να φτάνουν με φειδώ το 2017, ενώ, αυξήθηκαν σημαντικά, όταν η Ρωσία εισέβαλε εκ νέου στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο. Τα αντιαεροπορικά όπλα Stinger, τα οποία είχαν επίσης απαγορευθεί, άρχισαν να φτάνουν στην Ουκρανία τον Μάρτιο. Οι πολυαναμενόμενοι εκτοξευτές πυραύλων himars χρησιμοποιούνται ήδη από τον Ιούνιο προκειμένου να καταστρέψουν κέντρα διοίκησης και αποθήκες όπλων, που μπορεί να βρίσκονται αρκετά μακριά από την πρώτη γραμμή του ρωσικού μετώπου. Μαχητικά αεροσκάφη F-16 ενδέχεται, επίσης, να συμβάλλουν στη μάχη.

Η Αμερική και η Ευρώπη χαιρετίζουν το αποφασιστικό μαχητικό πνεύμα της Ουκρανίας, το οποίο εγείρει ένα επίμονο ερώτημα: Γιατί δεν στέλνουν περισσότερα όπλα, πιο γρήγορα; Οι απαντήσεις των αξιωματούχων ποικίλλουν: η Δύση κινείται με πρωτοφανή ταχύτητα- δίνει προτεραιότητα στα όπλα που χρειάζονται άμεσα- πρέπει να εκπαιδεύσει τους Ουκρανούς να χρησιμοποιούν και να συντηρούν τον νέο τους εξοπλισμό- και πρέπει να αποδείξουν ότι μπορούν να χρησιμοποιήσουν τον εξοπλισμό αυτό αποτελεσματικά στη μάχη.

Ο κύριος λόγος, όμως, που η Αμερική είναι τόσο επιφυλακτική είναι ο φόβος για κλιμάκωση – ότι, δηλαδή, η Ρωσία μπορεί να επιτεθεί στρατιωτικά στο ΝΑΤΟ («οριζόντια κλιμάκωση», βάσει ορολογίας) ή να καταφύγει στη χρήση χημικών ή πυρηνικών όπλων στην Ουκρανία («κάθετη κλιμάκωση»). Οποιαδήποτε από τις δύο εκδοχές θα οδηγούσε σχεδόν σίγουρα το ΝΑΤΟ σε άμεση σύγκρουση με τη Ρωσία, και ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έχει δεσμευτεί ότι θα αποφύγει το ενδεχόμενο πρόκλησης «Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου».

Δοκιμασία αποτελεί, επίσης, η αντεπίθεση της Ουκρανίας για την ανακατάληψη της Χερσώνας. Εάν στεφθεί με επιτυχία, τα γεράκια θα την θεωρήσουν απόδειξη ότι η Ουκρανία μπορεί, με τη σωστή βοήθεια, να κερδίσει τον πόλεμο. Τα περιστέρια, ωστόσο, θα ξεκινήσουν να ανησυχούν για το ενδεχόμενο ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν, ο πρόεδρος της Ρωσίας, θα προβεί σε υπερβολικές αντιδράσεις.

Την ημέρα που εισέβαλε στην Ουκρανία, ο Πούτιν απείλησε όσους αποσκοπούσαν να επέμβουν στις διαμάχες με άμεσες συνέπειες «τέτοιες που δεν έχετε ξαναδεί». Τα κρατικά μέσα ενημέρωσης στη Ρωσία φαντασιώνονται τρομακτικά πυρηνικά χτυπήματα κατά της Δύσης. Η Αμερική, όμως, υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει κάποια ένδειξη ότι η Ρωσία έχει θέσει τις πυρηνικές της δυνάμεις σε υψηλό επίπεδο συναγερμού. Η Αμερική και η Ρωσία συνεχίζουν να ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με τα πυρηνικά όπλα μεγάλου βεληνεκούς που έχουν στη διάθεσή τους. Την 1η Αυγούστου, ο Μπάιντεν ζήτησε από τη Ρωσία να επαναλάβουν τις συνομιλίες τους σχετικά με τον έλεγχο των εξοπλισμών.

Εντός των πέντε μηνών μάχης, τα όρια για το ενδεχόμενο άμεσης σύγκρουσης μετατοπίζονται συνεχώς, χωρίς οδυνηρές συνέπειες για τη Δύση – τουλάχιστον φαινομενικά. «Το ΝΑΤΟ ήταν εξαιρετικό στη “σαλαμοποίηση” της βοήθειας που αποστέλλει», αναφέρει ο Τζέιμς Άκτον, από το Carnegie Endowment for International Peace, μιας δεξαμενής σκέψης στην Ουάσινγκτον. «Βοήθησε σε ικανοποιητικό βαθμό την Ουκρανία, αλλά όχι σε σημείο που να πει η Ρωσία “Φτάνει πια”».

Με αυτή την άποψη, όμως, δεν συμφωνούν όλοι. «Κάθε “κομμάτι” από τη βοήθεια αυτή σημαίνει ότι σκοτώνονται περισσότεροι αθώοι Ουκρανοί», απαντά ο Μπεν Χότζες, πρώην επικεφαλής των αμερικανικών δυνάμεων στην Ευρώπη. Αναφέρει, ακόμη, ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν «έχει υπερεκτιμήσει τον κίνδυνο κλιμάκωσης». Το Κρεμλίνο, συνεχίζει ο ίδιος, κάνει ήδη τα πάντα, σε ό,τι αφορά τις θηριωδίες και τις στρατιωτικές του προσπάθειες, ενώ το ναυτικό και η αεροπορία του «τρομοκρατούνται» από τους Ουκρανούς. Η Ρωσία δεν θέλει να τα βάλει με το ΝΑΤΟ, υποστηρίζει ο πρώην στρατηγός, ενώ η απάντηση με τη χρήση πυρηνικών δεν είναι ιδιαίτερα πιθανή.

Άλλοι υποστηρίζουν ότι η Ρωσία είναι περισσότερο πιθανό να κλιμακώσει παρά να αποδεχθεί την ήττα. Ο Σάμουελ Σάραπ, από τη Rand Corporation, δεξαμενή σκέψης που διατηρεί στενούς δεσμούς με το Πεντάγωνο, αναφέρει ότι η Ρωσία διαθέτει στρατιωτικές δυνάμεις που δεν έχει ακόμη χρησιμοποιήσει, θα μπορούσε, όμως, να καταφύγει σε αυτές, σε περίπτωση κινητοποίησης. Η πολεμική αεροπορία θα μπορούσε, επίσης, να αναλάβει δράση. Όσο περισσότερο η Δύση βοηθάει την Ουκρανία, τόσο περισσότερο η Ρωσία θα ανεβάζει τον πήχη.

Όσα συνέβησαν στον Ψυχρό Πόλεμο έδειξαν ότι οι χώρες μπορούν να τα καταφέρουν πολύ καλά στη διεξαγωγή πολέμων δι’ αντιπροσώπων εναντίον πυρηνικών δυνάμεων χωρίς τη χρήση πυρηνικών όπλων (αν και με φόβο). Χαρακτηριστικά παραδείγματα, η Ρωσία και η Κίνα που υποστήριξαν το Βόρειο Βιετνάμ εναντίον της Αμερικής τη δεκαετία του 1970 ή και η Αμερική που παρείχε εξοπλισμό στους Αφγανούς μουτζαχεντίν για να συμβάλλουν στη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, τη δεκαετία του 1980.

Το δημοσιευμένο δόγμα της Ρωσίας προβλέπει τέσσερα σενάρια για τη χρήση πυρηνικών όπλων: ανίχνευση επίθεσης με βαλλιστικούς πυραύλους εναντίον της Ρωσίας ή των συμμάχων της, επίθεση εναντίον τους με πυρηνικά ή άλλα όπλα μαζικής καταστροφής, ενέργειες που απειλούν τα πυρηνικά συστήματα διοίκησης και ελέγχου και «επίθεση εναντίον της Ρωσικής Ομοσπονδίας με τη χρήση συμβατικών όπλων, όταν η ίδια η ύπαρξη του κράτους βρίσκεται σε κίνδυνο».

Εκ πρώτης όψεως, η παροχή εξοπλισμού από τη Δύση στην Ουκρανία δεν ανταποκρίνεται σε καμία από τις κόκκινες γραμμές. Ωστόσο, η έννοια της υπαρξιακής απειλής είναι ελαστική, σημειώνει ο Μπρουνό Τερτρέ από το Ίδρυμα Στρατηγικών Ερευνών, δεξαμενή σκέψης στη Γαλλία. Ο Πούτιν έχει περιγράψει την Ουκρανία ως «ζήτημα ζωής και θανάτου». Έχει, επίσης, αφήσει να εννοηθεί ότι οποιαδήποτε επίθεση στην Κριμαία, την οποία η Ρωσία προσάρτησε το 2014, θα ήταν εξίσου σοβαρή (και σε περίπτωση που η Ρωσία προσαρτήσει επίσημα περισσότερα ουκρανικά εδάφη, η προσπάθεια ανάκτησής τους ενδέχεται να είναι περισσότερο επικίνδυνη). Άλλοι, όμως, αναρωτιούνται, τι θα συμβεί εάν ο Πούτιν θεωρήσει τον εαυτό του ως το κράτος, έτσι ώστε κάθε κίνδυνος για το καθεστώς του να θεωρείται υπαρξιακή απειλή για τη Ρωσία;

Πρόσφατο έγγραφο που δημοσιεύθηκε στο Rand από τον Σάραπ και άλλους συγγραφείς παρουσιάζει τέσσερα σενάρια οριζόντιας κλιμάκωσης. Το πρώτο σενάριο χαρακτηρίζεται ως “Διαδρομή 0”, καθώς το σπιράλ κλιμάκωσης μπορεί να έχει ήδη ξεκινήσει: Η Ρωσία είναι βέβαιο ότι θα απαντήσει στις βαριές στρατιωτικές και οικονομικές της απώλειες, αν όχι τώρα, τότε σίγουρα “εν ευθέτω χρόνω”. Το δεύτερο σενάριο είναι το ενδεχόμενο προληπτικής επίθεσης από τη Ρωσία, αν θεωρήσει ότι το ΝΑΤΟ πρόκειται να επέμβει άμεσα, αφού αναπτύξει πυραυλικά συστήματα κοντά στα σύνορα της Ρωσίας. Το τρίτο σενάριο αφορά το χτύπημα στρατιωτικών γραμμών τροφοδότησης που παρέχουν βοήθεια στην Ουκρανία. Το τελευταίο σενάριο σχετίζεται με «μια δραματική αύξηση της εσωτερικής, οικονομικής και πολιτικής αστάθειας στη Ρωσία».

Στις περισσότερες περιπτώσεις η ανταπάντηση της Ρωσίας θα ξεκινήσει πιθανότατα κρυφά – π.χ. μέσω κυβερνοεπιθέσεων, σαμποτάζ, δολοφονιών κ.α. Το σενάριο της προληπτικής επίθεσης είναι περισσότερο πιθανό να προκαλέσει κάποιο στρατιωτικό χτύπημα, ίσως ακόμη και πυρηνικό πλήγμα. Τα σενάρια ενδέχεται να αλληλοεπικαλύπτονται και «όλα καθίστανται ακόμη πιο επικίνδυνα εάν η Ρωσία χάνει», προσθέτει ο Σάραπ.

Στην πραγματικότητα, κανείς δεν γνωρίζει ποιες είναι οι κόκκινες γραμμές του Πούτιν. Ίσως ούτε ο ίδιος. Η Αμερική δεν αναφέρεται πια στο ότι θα βοηθήσει την Ουκρανία να «κερδίσει», αλλά ούτε και στην αποδυνάμωση της Ρωσίας. Αντ’ αυτού, αναφέρει ότι θα προσπαθήσει να διασφαλίσει ότι η Ουκρανία δεν θα χάσει. Σε άρθρο στους New York Times, το οποίο δημοσιεύθηκε τον Μάιο, ο Μπάιντεν αναφέρθηκε σε πολλά πράγματα που η Αμερική δεν θα έκανε. Δεν θα προσπαθούσε να ανατρέψει τον Πούτιν. Δεν θα έστελνε στρατεύματα στην Ουκρανία ούτε θα πολεμούσε εναντίον της Ρωσίας. Δεν θα ενθάρρυνε την Ουκρανία, ούτε θα της επέτρεπε, να επιτεθεί στη Ρωσία. Ούτε θα «παράτεινε τον πόλεμο μόνο και μόνο για να προκαλέσει κάποιο πλήγμα στη Ρωσία».

Ο Μπάιντεν προειδοποίησε τη Ρωσία ότι η χρήση πυρηνικών όπλων «συνεπάγεται σοβαρές συνέπειες». Η απάντηση θα εξαρτηθεί από τις περιστάσεις, αξιωματούχοι, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι δεν θα περιλαμβάνει σε καμία περίπτωση τη χρήση πυρηνικών. Είναι σαφές ότι ο Μπάιντεν δεν επιθυμεί να φτάσει στο σημείο αυτό.

Ενημερωμένες πηγές αναφέρουν ότι ανώτεροι αξιωματούχοι διεξάγουν παιχνίδια πολέμου ώστε να αποφασίσουν τον τελικό τους στόχο. Προς το παρόν, η κυβέρνηση απαντάει με κλισέ, λέγοντας ότι επιθυμεί «μια δημοκρατική, ανεξάρτητη, κυρίαρχη και ευημερούσα Ουκρανία». Δεν υιοθετεί το αίτημα της Ουκρανίας για την επιστροφή όλων των χαμένων εδαφών, μεταξύ των οποίων και των εδαφών που πήρε η Ρωσία το 2014. Σκόπιμα ή όχι, η πολιτική του Μπάιντεν είναι πιθανό να δημιουργήσει έναν μακροχρόνιο πόλεμο ή ένα εξαντλητικό αδιέξοδο. Αυτό ενέχει τον κίνδυνο να «σπάσει» την ενότητα και την αντοχή των δυτικών χωρών, εάν οι ψηφοφόροι εξεγερθούν κατά του στασιμοπληθωρισμού, της ανεπάρκειας ενεργειακών πόρων και του κόστους για την υποστήριξη της Ουκρανίας. Αυτό μπορεί, φυσικά, να είναι το σχέδιο του Πούτιν.

Ωστόσο, η απογοήτευση και η αβεβαιότητα είναι στη φύση της πυρηνικής αποτροπής: Η Αμερική αποθαρρύνεται από το να επέμβει άμεσα και η Ρωσία από το να επιτεθεί στο ΝΑΤΟ. Ο αείμνηστος Τομ Σέλινγκ, οικονομολόγος και σχεδιαστής πυρηνικής στρατηγικής, υποστήριξε ότι το χείλος του πολέμου μπορεί να είναι άγνωστο: δεν είναι «η απότομη άκρη ενός γκρεμού όπου μπορεί κανείς να σταθεί σταθερά, να κοιτάξει κάτω και να αποφασίσει αν θα βουτήξει ή όχι- αντίθετα είναι μια ολισθηρή πλαγιά όπου «ούτε το άτομο που στέκεται εκεί ούτε οι θεατές μπορούν να είναι αρκετά σίγουροι για το πόσο μεγάλος είναι ο κίνδυνος». Όταν ο κίνδυνος αφορά το ενδεχόμενο πυρηνικού πολέμου, ποιος θα μπορούσε να κατηγορήσει τους ηγέτες ότι βαδίζουν προσεκτικά;

© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com

Πρόσφατα Άρθρα