Η ευρωπαϊκή βαριά βιομηχανία έχει αντέξει μερικούς ζοφερούς μήνες. Οι υψηλές τιμές ενέργειας και οι ελλείψεις καυσίμων που προκλήθηκαν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχουν ρίξει σχεδόν το 10% της παραγωγής ακατέργαστου χάλυβα και το ήμισυ του πρωτογενούς αλουμινίου σε αδράνεια. Ο κλάδος λιπασμάτων έχει επανέλθει μόλις πρόσφατα στο μισό της δυναμικότητας και όμιλοι όπως η Νορβηγική Yara προειδοποιούν ότι η μείωση της παραγωγής θα οδηγήσει σε ελλείψεις τροφίμων.

Η κρίση των καυσίμων φαίνεται να εκτονώνεται. Αλλά τα προβλήματα που προκάλεσε θα πλανώνται πάνω από τις ευρωπαϊκές εταιρικές αποφάσεις (στρατηγικής) για χρόνια. Παρόλο που οι εταιρείες επενδύουν στην πράσινη ενέργεια και βελτιώνουν την ενεργειακή απόδοση, ορισμένες επανεξετάζουν επίσης το γεωγραφικό τους αποτύπωμα.

Η BASF, η γερμανική εταιρεία παραγωγής χημικών, δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι σχεδίαζε να μειώσει «μόνιμα» την παρουσία της στην Ευρώπη καθώς άνοιξε νέο εργοστάσιο στην Κίνα. Οι όμιλοι προϊόντων συσκευασιών Smurfit Kappa και DS Smith εισάγουν χαρτί από τη Βόρειο Αμερική.

Οι ΗΠΑ έχουν τώρα μια σπάνια ευκαιρία να προσελκύσουν ευρωπαϊκές πολυεθνικές σε μια εποχή που όλα είναι ρευστά στις αλυσίδες εφοδιασμού. Οι ελλείψεις που σχετίζονται με την πανδημία σε συνδυασμό με τις προσπάθειες μείωσης των εκπομπών άνθρακα οδηγούν τα στελέχη επιχειρήσεων να επανεξετάσουν συνεργασίες με προμηθευτές που βρίσκονται μακριά, σε δικαιοδοσίες όπου το κόστος είναι χαμηλό. Η αυξανόμενη ένταση μεταξύ της Κίνας και της Δύσης αλλάζει επίσης το σκεπτικό – οι γερμανικές άμεσες επενδύσεις στην Κίνα μειώθηκαν κατά τη διάρκεια του Covid και δεν ανέκαμψαν.

Καθώς οι εταιρείες αποφασίζουν ποιες μονάδες θα εκσυγχρονίσουν και πότε, έχει νόημα το να ξεκινήσουν από κάπου αλλού και το κόστος ενέργειας θα παίξει σαφώς ρόλο. Και εδώ, οι ΗΠΑ έχουν ένα κρίσιμο πλεονέκτημα έναντι της Ευρώπης: οι προμήθειες φυσικού αερίου είναι τοπικές, αξιόπιστες και σταθερά φθηνότερες, αν και το χάσμα των τιμών είχε τεράστιες διακυμάνσεις.

Ας δούμε τη Shell, η οποία πήρε την απόφαση το 2016 να κατασκευάσει πετροχημικό εργοστάσιο 6 δισεκατομμυρίων δολαρίων κοντά στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνια, εν μέρει επειδή αυτό βρισκόταν κοντά σε πηγές φυσικού αερίου. Ο ενεργειακός όμιλος με έδρα τη Βρετανία μόλις ολοκλήρωσε την κατασκευή και εκτιμά ότι θα ξεκινήσει την παραγωγή πλαστικών εκεί μέχρι το τέλος του έτους.

Ο απερχόμενος διευθύνων σύμβουλος Ben van Beurden περιέγραψε το έργο ως μέρος «στροφής προς την Αμερική, η οποία φαίνεται να έχει διαρθρωτικό πλεονέκτημα σίγουρα τώρα και ίσως κάποια χρόνια αργότερα».

Όπως πολλές άλλες ευρωπαϊκές εταιρείες, η Shell επέλεξε επίσης (να κατασκευάσει) εργοστάσιο κοντά σε πιθανούς πελάτες των ΗΠΑ. Αλλά κι άλλες εταιρείες που έχουν επενδύσει στην τοπική παραγωγή για τους Αμερικανούς έχουν διαπιστώσει ότι οι ΗΠΑ μπορούν να αποτελέσουν μια καλή βάση για εξαγωγές. Όταν η Mercedes άνοιξε εργοστάσιο έξω από την Tuscaloosa της Αλαμπάμα τη δεκαετία του 1990, προσπαθούσε να αξιοποιήσει την αγορά των ΗΠΑ. Τώρα, ήδη πέντε φορές μεγαλύτερη, η εγκατάσταση κατασκευάζει όλα τα μεγάλα SUV της γερμανικής εταιρείας -και τα δύο τρίτα από αυτά εξάγονται. Αυτή η πρώιμη απόφαση για την επιλογή της Αλαμπάμα συνεχίζει να έχει απήχηση. Η Mercedes επέλεξε πρόσφατα να κατασκευάσει τα ηλεκτρικά SUV της στην ίδια τοποθεσία, ανοίγοντας τοπικό εργοστάσιο μπαταριών για να τα προμηθεύσει.

Είναι ειρωνικό το γεγονός ότι η ενέργεια είναι τώρα πόλος έλξης για τις εταιρείες που σκέφτονται επέκταση στιις ΗΠΑ. Πίσω στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, το αυξανόμενο ενεργειακό κόστος συνέβαλε στην πτώση της αμερικανικής παραγωγής χάλυβα. Όμως, η επανάσταση της εξόρυξης από σχιστόλιθο άλλαξε τη δυναμική και η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία οδήγησε σε αφύπνιση για την αξιοπιστία των προμηθειών.

«Σε 20 χρόνια, όλα αυτά μπορεί να τελειώσουν», λέει ο Stephen Schork, ενεργειακός αναλυτής. «Αλλά αυτό που είναι γνωστό είναι πως το φυσικό αέριο των ΗΠΑ είναι το φθηνότερο στον κόσμο και θα παραμείνει έτσι για κάποιο καιρό».

Καθώς οι εταιρείες μειώνουν τα αποτυπώματα άνθρακα, οι τιμές των ορυκτών καυσίμων θα πρέπει να γίνουν λιγότερο σημαντικές. Ωστόσο, οι ΗΠΑ επιδιώκουν να επεκτείνουν το ενεργειακό πλεονέκτημά τους με τον πρόσφατα ψηφισμένο νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού (IRA). Οι υποστηρικτές πιστεύουν ότι η αιολική και ηλιακή ενέργεια των ΗΠΑ, καθώς και το πράσινο υδρογόνο, το οποίο παράγεται με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, βρίσκονται σε καλό δρόμο για να γίνουν μεταξύ των φθηνότερων στον κόσμο. «Ο IRA μεγεθύνει τα στρατηγικά πλεονεκτήματα που έχουν ήδη οι ΗΠΑ». . . και δίνει τη δυνατότητα στον κλάδο να γίνει κυρίαρχος προμηθευτής ενέργειας στην οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα», γράφουν οι αναλυτές της Credit Suisse.

Όσο σημαντικές και να είναι πάντως, οι τιμές της ενέργειας δεν οδηγούν πάντα σε επενδυτικές αποφάσεις. Τα στελέχη ευρωπαϊκών επιχειρήσεων θέλουν επίσης σταθερή πολιτική και κατάλληλα καταρτισμένο εργατικό δυναμικό.

Οι πολιτιστικοί πόλεμοι των ΗΠΑ για τα πάντα, από την άμβλωση έως τις προσλήψεις με βάση τη διαφορετικότητα έως τα εμβόλια, είναι επώδυνοι για τους ξένους και η αμερικανική αγορά εργασίας παραμένει επίσης σφιχτή, επιδεινούμενη από το πολιτικό αδιέξοδο σχετικά με τη μεταναστευτική πολιτική. Ορισμένα στελέχη φοβούνται επίσης ότι η αυξανόμενη κομματική σύγκρουση για τις επενδύσεις με γνώμονα το περιβάλλον θα προκαλέσει προβλήματα στις εταιρείες της ΕΕ που πρέπει να συμμορφωθούν με τις εντολές για την κλιματική αλλαγή που καθορίζονται από τις Βρυξέλλες.

Οι Ρώσοι έδωσαν στις ΗΠΑ την ευκαιρία να κερδίσουν σημαντικές ξένες άμεσες επενδύσεις στον βιομηχανικό τους τομέα — εκτός εάν οι πολιτικοί κάνουν την ευκαιρία αυτή να χαθεί.