Ρώτησα πρόσφατα ανώτατο κυβερνητικό αξιωματούχο της Ουκρανίας «εάν και πόσο σημαντική είναι η Τουρκία για τη χώρα του». Η απάντησή του σαφής: «Η Τουρκία είναι πολύ σημαντική χώρα για την Ουκρανία για σειρά από λόγους: πρώτον ως χώρα που της προμηθεύει εξοπλισμό, ειδικότερα drones, δεύτερον ως χώρα που διαμεσολαβεί για την ανταλλαγή αιχμαλώτων πολέμου με τη Ρωσία, ως ο μεγαλύτερος επενδυτής στην Ουκρανία, τέταρτον ως χώρα που προώθησε, διαμεσολάβησε, πέτυχε και στηρίζει τη συμφωνία για την εξαγωγή των σιτηρών μέσω Μαύρης Θάλασσας, μια συμφωνία που απέτρεψε την παγκόσμια επισιτιστική κρίση. Και γι’ αυτό χώρες της Αφρικής αισθάνονται ότι οφείλουν πολλά στην Τουρκία». Προφανώς η τόσο θετική αυτή απάντηση – αξιολόγηση της Τουρκίας που δόθηκε σε μένα θα είναι και η απάντηση που δίνεται σε όλες τις ηγεσίες της Δύσης, από τις ΗΠΑ μέχρι την Ευρωπαϊκή Ενωση. Και αυτό εξηγεί σε σημαντικό βαθμό το γιατί η Δύση είναι τόσο ανεκτική απέναντι στην Τουρκία και στις παρασπονδίες της σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της με τη Μόσχα, τη μη εφαρμογή των κυρώσεων κ.λπ.

Με άλλα λόγια, όπως σωστά έγραψε και ο π. σύμβουλος για θέματα εθνικής ασφάλειας Αλ. Διακόπουλος, η Τουρκία είναι για τη Δύση ένας χρήσιμος, αν και αναξιόπιστος, εταίρος, καθώς η Αγκυρα κατάφερε να αναδειχθεί ως διαμεσολαβητής μεταξύ Μόσχας και Δύσης, έχοντας μάλιστα καταφέρει «εντυπωσιακή ενίσχυση της θέσης της έναντι της Ρωσίας» («Καθημερινή», 20/11). Αυτή είναι η πραγματικότητα για τη θέση και τον ρόλο της Τουρκίας που πάρα πολλοί στην Ελλάδα δεν θέλουν να αποδεχθούν. Προσλαμβάνουν την Τουρκία ως μια απομονωμένη χώρα που συνεχώς δέχεται «χαστούκια» ίσως γιατί τις περισσότερες φορές ακούν μόνο τις δηλώσεις του… Ρ. Μενέντεζ. Εννοιολογούν την Τουρκία ως τον «επιτήδειο ουδέτερο», τη χώρα που «πατάει σε δύο βάρκες» κ.λπ. Και μέσα απ’ αυτή την εννοιολόγηση παραβλέπεται ή αγνοείται πλήρως ο αναβαθμισμένος ρόλος της, ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο της Ουκρανίας. Και συνεχώς βέβαια βλέπουν την Τουρκία να ηττάται! Τις τελευταίες μέρες σταθερή ήταν η αναφορά ότι η υπογραφή της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας (μνημονίου) για την ευθύνη περιοχών έρευνας και διάσωσης (SAR)… καταργεί το (παράνομο) τουρκολιβυκό μνημόνιο οριοθέτησης (2019). Μακάρι να ήταν έτσι. Αλλά δεν είναι. Η εν λόγω συμφωνία που καθορίζει δικαιοδοσίες μπορεί να διεμβολίζει το μνημόνιο, αλλά βέβαια δεν το καταργεί. Οι διακρατικές συμφωνίες, έστω και παράνομες, δεν καταργούνται έτσι.

Η αδυναμία να δούμε (και εννοιολογήσουμε) την Τουρκία στις σωστές της διαστάσεις οδηγεί μοιραίως σε εντελώς εσφαλμένες αντιλήψεις που στρεβλώνουν πολιτική και στρατηγική. Για μεγάλο χρονικό διάστημα κυριαρχούσε η υπερβολή για την Τουρκία, από «τον μύθο τής (δήθεν) ιδιαίτερα αποτελεσματικής τουρκικής διπλωματίας» μέχρι τις οικονομικές της επιδόσεις. Τα τελευταία χρόνια επικρατεί η υποτίμηση. Τείνουμε να υποτιμούμε την Τουρκία ως χώρα απομονωμένη, έτοιμη σχεδόν να καταρρεύσει, που βάλλεται πανταχόθεν. Αντίθετα υπερβάλλουμε σε ό,τι αφορά τη θέση και τον ρόλο μας. Χωρίς αμφιβολία, η Ελλάδα είναι μια ισχυρή και κυρίως πολιτικά και οικονομικά αναπτυγμένη χώρα. Οταν το 1952 Ελλάδα και Τουρκία εντάχθηκαν από κοινού στο ΝΑΤΟ, ήσαν περίπου στο ίδιο επίπεδο ανάπτυξης. Από τότε και μέχρι σήμερα η Ελλάδα έκανε αναπτυξιακά άλματα παρά τα προβλήματα και τις πολλαπλές κρίσεις. Η Τουρκία, αντίθετα, έμεινε πίσω και πολιτικά οπισθοχώρησε τελευταία.

Ο καθηγητής Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Opinion
Data literacy: Μια μόνιμη πρόκληση
Opinion |

Data literacy: Μια μόνιμη πρόκληση

Πέρα από τον οικονομικό αλφαβητισμό, στη σημερινή πραγματικότητα, η ικανότητα των ανθρώπων να κατανοούν και να διαχειρίζονται σε ικανοποιητικό βαθμό τα δεδομένα αποτελεί μια αναγκαία Ιδιότητα στον εργασιακό χώρο. Για να επιτευχθεί, όμως, το data literacy και να οικοδομηθεί η αντίστοιχη κουλτούρα, οι ηγέτες οφείλουν να γνωρίζουν τι σημαίνει, ποια είναι η αξία του και να καθιερώσουν μία «κοινή γλώσσα» επικοινωνίας και μάθησης.