Την Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου το 1945, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Φράνκλιν Ντελέινο Ρούζβελτ συνάντησε τον Σαουδάραβα βασιλιά Αμπντούλ Αζίζ Ιμπν Σαούντ στο αμερικανικό καταδρομικό USS Quincy. Ήταν η αρχή μιας από τις πιο σημαντικές γεωπολιτικές συμμαχίες των τελευταίων 70 ετών, κατά την οποία η ασφάλεια των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή ανταλλάχθηκε με πετρέλαιο συνδεδεμένο σε δολάρια.

Αλλά οι καιροί αλλάζουν και το 2023 μπορεί να θυμόμαστε ως το έτος που αυτή η μεγάλη συμφωνία άρχισε να αλλάζει, καθώς διαμορφώθηκε μια νέα παγκόσμια ενεργειακή τάξη μεταξύ Κίνας και Μέσης Ανατολής.

Ενώ η Κίνα αγοράζει εδώ και αρκετό καιρό όλο και περισσότερες ποσότητες πετρελαίου και υγροποιημένου φυσικού αερίου από το Ιράν, τη Βενεζουέλα, τη Ρωσία και μέρη της Αφρικής στο δικό της νόμισμα, η συνάντηση του Προέδρου Σι Τζινπίνγκ με τους ηγέτες του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου και της Σαουδικής Αραβίας τον Δεκέμβριο σηματοδότησε «τη γέννηση του πετρογιουάν», όπως το είπε ο αναλυτής της Credit Suisse Ζόλταν Πόζαρ σε αναφορικό σημείωμα προς πελάτες.

Σύμφωνα με τον Πόζαρ, «η Κίνα θέλει να ξαναγράψει τους κανόνες της παγκόσμιας αγοράς ενέργειας», ως μέρος ευρύτερης προσπάθειας για αποδολαριοποίηση των λεγόμενων χωρών Bric της Βραζιλίας, της Ρωσίας, της Ινδίας και της Κίνας και πολλών άλλων χωρών, μετά την «οπλοποίηση» των συναλλαγματικών αποθεμάτων σε δολάρια κατόπιν της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.

Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Για αρχή, πολύ περισσότερο εμπόριο πετρελαίου θα γίνει σε ρενμίνμπι [σ.σ. η ονομασία του γιουάν στα κινεζικά]. Ο Σι ανακοίνωσε ότι, τα επόμενα τρία έως πέντε χρόνια, η Κίνα όχι μόνο θα αυξήσει δραματικά τις εισαγωγές από τις χώρες του ΣΣΚ (Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου), αλλά θα εργαστεί για την «σε όλες τις διαστάσεις ενεργειακή συνεργασία». Αυτό θα μπορούσε ενδεχομένως να περιλαμβάνει κοινή εξερεύνηση και παραγωγή σε μέρη όπως η Νότια Σινική Θάλασσα, καθώς και επενδύσεις σε διυλιστήρια, χημικά και πλαστικά. Η ελπίδα του Πεκίνου είναι ότι όλα θα πληρωθούν σε ρενμίνμπι, στο Χρηματιστήριο Πετρελαίου και Φυσικού Αερίου της Σαγκάης, αρχίζοντας από το 2025.

Αυτό θα σηματοδοτούσε τεράστια αλλαγή στο παγκόσμιο εμπόριο ενέργειας. Όπως επισημαίνει ο Πόζαρ, η Ρωσία, το Ιράν και η Βενεζουέλα αντιπροσωπεύουν το 40 τοις εκατό των αποδεδειγμένων αποθεμάτων πετρελαίου στον κόσμο, και όλες αυτές οι χώρες πωλούν πετρέλαιο στην Κίνα με μεγάλη έκπτωση. Οι χώρες του ΣΣΚ αντιπροσωπεύουν άλλο 40 τοις εκατό των αποδεδειγμένων αποθεμάτων. Το υπόλοιπο 20 τοις εκατό βρίσκεται στη βόρεια και δυτική Αφρική και την Ινδονησία, περιοχές εντός της ρωσικής και της κινεζικής επιρροής.

Όσοι αμφιβάλλουν για την άνοδο του πετρογιουάν και τη μείωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος που βασίζεται στο δολάριο, συχνά επισημαίνουν ότι η Κίνα δεν απολαμβάνει το ίδιο επίπεδο παγκόσμιας εμπιστοσύνης, κράτους δικαίου ή ρευστότητας αποθεματικού νομίσματος με τις ΗΠΑ. καθιστώντας απίθανο άλλες χώρες να θέλουν να δραστηριοποιηθούν βασισμένες στο ρενμίνμπι.

Αυτό παρότι η αγορά πετρελαίου κυριαρχείται από χώρες που έχουν περισσότερα κοινά με την Κίνα (τουλάχιστον όσον αφορά τις πολιτικές τους οικονομίες) παρά με τις ΗΠΑ. Επιπλέον, οι Κινέζοι έχουν προσφέρει κάτι σαν οικονομικό δίχτυ ασφαλείας κάνοντας το ρενμίνμπι μετατρέψιμο σε χρυσό στα χρηματιστήρια χρυσού της Σαγκάης και του Χονγκ Κονγκ.

Αν και αυτό δεν καθιστά το ρενμίνμπι υποκατάστατο του δολαρίου ως αποθεματικό νόμισμα, το εμπόριο πετρογιουάν έχει ωστόσο σημαντικές οικονομικές και χρηματοοικονομικές επιπτώσεις για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τους επενδυτές.

Πρώτον, η προοπτική της φθηνής ενέργειας δελεάζει ήδη δυτικές βιομηχανικές επιχειρήσεις να μετεγκατασταθούν στην Κίνα. Σκεφτείτε την πρόσφατη κίνηση της γερμανικής BASF να συρρικνώσει το κύριο εργοστάσιό της στο Ludwigshafen και να μεταφέρει τις χημικές επιχειρήσεις στο Zhanjiang. Αυτή θα μπορούσε να είναι η αρχή αυτού που ο Πόζαρ αποκαλεί τάση «από το αγρόκτημα στο τραπέζι» στην οποία η Κίνα προσπαθεί να πραγματοποιεί περισσότερη παραγωγή προστιθέμενης αξίας σε τοπικό επίπεδο, χρησιμοποιώντας τη φθηνή ενέργεια ως δέλεαρ. (Κάποιοι Ευρωπαίοι κατασκευαστές έχουν επίσης αυξήσει τις θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ λόγω του χαμηλότερου ενεργειακού κόστους εκεί.)

Η πετρελαιο-πολιτική έρχεται με οικονομικούς κινδύνους αλλά και θετικά σημεία. Αξίζει να θυμηθούμε ότι η ανακύκλωση πετροδολαρίων από χώρες πλούσιες σε πετρέλαιο σε αναδυόμενες αγορές όπως το Μεξικό, η Βραζιλία, η Αργεντινή, το Ζαΐρ, η Τουρκία και άλλες από εμπορικές τράπεζες των ΗΠΑ από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και μετά οδήγησε σε αρκετές κρίσεις χρέους στις αναδυόμενες αγορές. Τα πετροδολάρια επιτάχυναν επίσης τη δημιουργία πιο κερδοσκοπικής, τροφοδοτούμενης με χρέος οικονομίας στις ΗΠΑ, καθώς οι τράπεζες πλήρεις μετρητών δημιούργησαν κάθε είδους νέες οικονομικές «καινοτομίες» και η εισροή ξένων κεφαλαίων επέτρεψε στις ΗΠΑ να διατηρήσουν μεγαλύτερο έλλειμμα.

Αυτή η τάση μπορεί τώρα να αρχίσει να αντιστρέφεται. Ήδη, υπάρχουν λιγότεροι ξένοι αγοραστές για ομόλογα των ΗΠΑ. Εάν το πετρογιουάν απογειωθεί, θα έριχνε λάδι στη φωτιά της αποδολαριοποίησης. Ο έλεγχος της Κίνας πάνω σε περισσότερα ενεργειακά αποθέματα και τα προϊόντα που προέρχονται από αυτά θα μπορούσε να είναι σημαντικός νέος παράγοντας πληθωρισμού για τη Δύση. Είναι βραδυφλεγές πρόβλημα, αλλά ίσως όχι τόσο βραδυφλεγές όσο πιστεύουν ορισμένοι παίκτες στην αγορά.

Τι πρέπει να κάνουν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι ηγέτες επιχειρήσεων; Αν ήμουν διευθύνων σύμβουλος πολυεθνικής εταιρείας, θα προσπαθούσα να περιφερειοποιήσω και να τοπικοποιήσω όσο το δυνατόδημιουργούσα επίσης περισσότερη κάθετη ολοκλήρωση για να αντισταθμίσω τον αυξημένο πληθωρισμό στις αλυσίδες εφοδιασμού.

Αν ήμουν υπεύθυνος χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ, θα σκεφτόμουν τρόπους για να αυξήσω την παραγωγή αμερικανικού σχιστολιθικού πετρελαίου βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα (και να το προσφέρω στην Ευρώπη με έκπτωση), επιταχύνοντας επίσης την πράσινη μετάβαση. Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο οι Ευρωπαίοι δεν πρέπει να διαμαρτύρονται για τον νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού, ο οποίος επιδοτεί την παραγωγή καθαρής ενέργειας στις ΗΠΑ. Η άνοδος του πετρογιουάν θα πρέπει να αποτελέσει κίνητρο τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για την Ευρώπη να απομακρυνθούν από τα ορυκτά καύσιμα όσο πιο γρήγορα μπορούν.