Για το Ισραήλ, η πρωτοφανής σε σχεδιασμό και θηριωδία επίθεση της Χαμάς το περασμένο Σάββατο θεωρείται η δική του «11η Σεπτεμβρίου».
Τόσο λόγω της φρικαλεότητας και του βαρύ φόρου αίματος, όσο και του ξαφνικού τέλους της ψευδαίσθησης -όπως αποδείχθηκε- ασφάλειας σε μια χώρα άρτια εξοπλισμένη και με τις καλύτερες υπηρεσίες πληροφοριών στον κόσμο.
Στο φόντο βρίσκονται δεκαετίες ισραηλινής κατοχής και αιματοχυσίας στα παλαιστινιακά εδάφη, η απροθυμία της διεθνούς κοινότητας για ουσιαστική λύση του παλαιστινιακού ζητήματος, η ενδοπαλαιστινιακή διχόνοια και -παρασκηνιακές και μη- παρεμβάσεις περιφερειακών και διεθνών «παικτών».
Εν μέσω σεναρίων περί υποκινητών και υποστηρικτών της αιματηρής τρομοκρατικής επίθεσης και φόβων για περιφερειακή διάχυση της κρίσης, με εφιαλτικές συνέπειες πέραν και των μεσανατολικών συνόρων, ένα από τα κυρίαρχα ερωτήματα αφορά τους «σπόνσορες» του τρόμου της Χαμάς.
Είναι οικονομικοί και πολιτικοί, κατά πολλούς δε και πέραν των προφανών.
Σε κάθε περίπτωση, η εμφάνιση και η άνοδος της Χαμάς αποτελεί απότοκο της περίπλοκης αλληλεπίδρασης ιστορικών, πολιτικών και κοινωνικοοικονομικών παραγόντων στη Μέση Ανατολή.
Μια από τις εδώ και δεκαετίες ταραγμένες, ασταθείς και πιο «θερμές» περιοχές του πλανήτη.
Ιστορικό ρήξης και τζιχάντ
Όχι τυχαία, η ιστορία της Χαμάς έχει αφετηρία τα χρόνια της πρώτης Ιντιφάντα, στα τέλη του 1987.
Ιδρύθηκε από τον Σεΐχη Αχμέντ Γιασίν -δολοφονηθέντα το 2004 από τις ισραηλινές δυνάμεις- ως παλαιστινιακό παρακλάδι της εξ Αιγύπτου ορμώμενης Μουσουλμανικής Αδελφότητας, που διατηρεί σήμερα άρρηκτες σχέσεις -μεταξύ άλλων- με την Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν.
Τρομοκρατική οργάνωση για τις ΗΠΑ, την ΕΕ και συμμάχων τους, η Χαμάς καλεί σε καταστροφή του Ισραήλ -την ύπαρξη του οποίου δεν αναγνωρίζει- και στην ίδρυση ανεξάρτητου ισλαμικού κράτους στα εδάφη της ιστορικής Παλαιστίνης.
Εξαπέλυσε την πρώτη επίθεση αυτοκτονίας τον Απρίλιο του 1993, πέντε μήνες πριν από την ιστορική, πλην τελικά ατελέσφορη υπογραφή των Συμφωνιών του Όσλο από τον ηγέτη της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO), Γιάσερ Αραφάτ και τον Ισραηλινό τότε πρωθυπουργό -και λίγο μετά δολοφονηθέντα από εξτρεμιστή ομοεθνή του- Γιτζάκ Ράμπιν.
Αποτελεί de facto αρχή στη Λωρίδα της Γάζας από το 2005, μετά την αποχώρηση του Ισραήλ από τα εδάφη του -έκτοτε υπό ασφυκτικό έλεγχο- θύλακα των 2,5 εκατομμυρίων κατοίκων, αλλά και μια μετέπειτα αιματηρή ρήξη με τη Φατάχ του Γιάσερ Αραφάτ.
Θρυαλλίδα είχε αποτελέσει η νίκη της Χαμάς στις βουλευτικές εκλογές του 2006 στα παλαιστινιακά εδάφη, διακηρύττοντας πως «δεν υπάρχει λύση για το παλαιστινιακό ζήτημα, πέρα από τη τζιχάντ».
Η ενδοπαλαιστινιακή ρήξη και η μετ’ εμποδίων συμφιλίωση, η ορκισμένη εχθρότητα της Χαμάς προς το Ισραήλ, η πολιτική των κυβερνήσεων του Τελ Αβίβ, η απραξία της διεθνούς κοινότητας απέναντι στην ισραηλινή κατοχή στη Δυτική Όχθη και στον «στραγγαλισμό» της Λωρίδας της Γάζας, η σταδιακή απονομιμοποίηση της παλαιστινιακής ηγεσίας -απόρροια του διπλωματικού τέλματος και της απουσίας βουλευτικών εκλογών από το 2006 και προεδρικών από το 2008- και εξωτερικές παρεμβάσεις «έθρεψαν» τον φονταμενταλισμό.
Κάπως έτσι η Χαμάς σήμερα όχι μόνο ασκεί απόλυτο έλεγχο στον θύλακα, αλλά διευρύνει το έρεισμά της και στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη.
Ο ρόλος του Ιράν
Το σιιτικό Ιράν θεωρείται ο βασικός παίκτης σε αυτό το φόντο.
Αν και είχε βρεθεί σε αντίπαλα «στρατόπεδα» με τη Χαμάς στα προεόρτια του συριακού εμφυλίου, σήμερα η Τεχεράνη είναι ο κύριος υποστηρικτής της, συνεισφέροντας κεφάλαια, όπλα και εκπαίδευση τους μαχητές της, καθώς και σε άλλες εξτρεμιστικές ισλαμιστικές παλαιστινιακές οργανώσεις στη Λωρίδα της Γάζας, όπως η Ισλαμική Τζιχάντ.
Σύμφωνα με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, η ιρανική χρηματοδότηση κυμαίνεται στα 100 εκατομμύρια δολάρια ετησίως, καλύπτοντας έως και το 70% της χρηματοδότησης της Χαμάς.
Ο ίδιος ο πολιτικός ηγέτης της οργάνωσης, Ισμαήλ Χανίγιε, είχε δηλώσει ότι το Ιράν έδωσε μόνο πέρυσι συνολικά 70 εκατομμύρια δολάρια στη Χαμάς για να τη βοηθήσει να αναπτύξει πυραύλους και αμυντικά συστήματα.
Υπήρξε πρόσθετη χρηματοδότηση και από άλλες χώρες, τόνισε.
Και υπάρχει πράγματι ροή χρήματος από ισλαμικές οργανώσεις και εύπορους δωρητές στο εξωτερικό, κυρίως από χώρες του Κόλπου.
Όμως για τη Χαμάς, το Ιράν είναι ο μεγαλύτερος δωρητής.
Ήταν χάρη στη βοήθεια από την Τεχεράνη, ανέφερε ο Χανίγιε, που η οργάνωσή του κατάφερε να έχει μια ολοκληρωμένη αμυντική στρατηγική στην αντιπαράθεσή της με τον ισραηλινό στρατό στη Λωρίδα της Γάζας, το 2021.
Είχε χαρακτηρίσει εκείνη τη σύγκρουση «πρόβα για την απελευθέρωση των παλαιστινιακών εδαφών από την κατοχή».
Ο Τούρκος «πάτρωνας»
Έτερος σθεναρός υποστηρικτής της Χαμάς παραμένει -παρά την εσχάτως επιχειρούμενη επαναπροσέγγιση με το Ισραήλ- η Τουρκία επί ηγεμονίας του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Μονίμως αμφίσημης εξωτερικής πολιτικής, ο Τούρκος πρόεδρος διατηρεί στενούς δεσμούς με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, αξιώνοντας ηγετική θέση στο πολιτικό σουνιτικό Ισλάμ.
Αυτοπροβάλλεται ως ο «προστάτης» των απανταχού μουσουλμάνων και του παλαιστινιακού ζητήματος.
Διεκδικεί μεσολαβητικό ρόλο, παρά το γεγονός ότι ηγείται ο ίδιος μιας κατοχικής δύναμης στην Κύπρο και στη Βόρεια Συρία.
Σε αντίθεση με το PKK, την πολιτοφυλακή YPG των Κούρδων της Συρίας και την οργάνωση FETO των γκιουλενιστών, η Άγκυρα δεν χαρακτηρίζει τρομοκρατική οργάνωση τη Χαμάς.
Αντίθετα, αυτή διατηρεί επίσημα γραφεία στην Κωνσταντινούπολη.
Ανώτερα στελέχη της Χαμάς και μέλη των οικογενειών τους -μεταξύ αυτών και του πολιτικού ηγέτη της οργάνωσης, Ισμαήλ Χανίγιε- ζουν πλέον μόνιμα στην Τουρκία.
Ορισμένοι είναι κάτοχοι τουρκικών διαβατηρίων και έχουν στήσει τις δικές τους επιχειρήσεις, εν μέσω καταγγελιών ότι λειτουργούν ως «βιτρίνα».
Αν και η Άγκυρα επιμένει ότι υποστηρίζει μόνο πολιτικά τη Χαμάς, έχει κατηγορηθεί για έμμεση ή παρασκηνιακή χρηματοδότηση της οργάνωσης, μέσω ιδρυμάτων, οργανώσεων και εράνων, αλλά και της Τουρκικής Υπηρεσίας Συνεργασίας και Συντονισμού (TİKA).
Ο ίδιος ο Χανίγιε έχει από το 2020 την έδρα του στη Ντόχα του Κατάρ, στενό σύμμαχο της Τουρκίας, ενόσω η Χαμάς αυξάνει την παρουσία της στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη και διατηρεί κλάδο στον Λίβανο, συνεργαζόμενη στενά με την φιλοϊρανική Χεζμπολάχ.
«Επενδύοντας» στη φρίκη
Παρά την αποχώρηση του Ισραήλ από τη Λωρίδα της Γάζας, το 2005, η περιοχή παρέμεινε υπό ασφυκτικό έλεγχο, συχνά υπό πλήρη αποκλεισμό και ανά διαστήματα υπό ανηλεή βομβαρδισμό.
Πολύ πριν ξεσπάσει η νέα επικίνδυνη κλιμάκωση περιγραφόταν ως η «μεγαλύτερη ανοιχτή φυλακή του κόσμου».
Λόγω της εξτρεμιστικής δράσης της Χαμάς, τόσο το Ισραήλ, όσο και η Αίγυπτος -και δη από την ανάληψη της εξουσίας από τον στρατηγό αλ Σίσι και την ανοιχτή ρήξη του Καΐρου με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα- κρατούν σε μεγάλο βαθμό κλειστά τα σύνορά τους με τη Λωρίδα της Γάζας, περιορίζοντας την κυκλοφορία αγαθών και ανθρώπων.
Όμως η κατάσταση είναι συλλήβδην τραγική για τα 2,1 εκατομμύρια κατοίκους της.
Υπάρχει ακραία φτώχεια, κατεστραμμένες υποδομές και κραυγαλέες ελλείψεις σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες.
Σύμφωνα με UNRWA, την Υπηρεσία Αρωγής και Έργων του ΟΗΕ για τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες στην Εγγύς Ανατολή, το 81,5% του πληθυσμού ζει σε συνθήκες εξαθλίωσης.
Η ανεργία είναι στο 46,6% (48,1% για τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες που ζουν στους καταυλισμούς).
Πάνω από έξι στους δέκα (62,3%) νέους ηλικίας 15-29 ετών δεν έχει εργασία.
Το 63% βιώνει σε επισιτιστική ανασφάλεια και εξαρτάται πλήρως από τη διεθνή ανθρωπιστική βοήθεια.
Αυτή παρέχεται μέσω της Παλαιστινιακής Αρχής και υπηρεσιών του ΟΗΕ, ενώ το Ισραήλ επέτρεψε στο αραβικό εμιράτο του Κατάρ να παρέχει ετησίως στήριξη ύψους εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων, μέσω της Χαμάς.
Η δε Αίγυπτος άρχισε να επιτρέπει την είσοδο στη Γάζα ορισμένων εμπορικών αγαθών το 2018.
Από το 2021, η Χαμάς φέρεται ότι εισπράτει πάνω από 12-15 εκατομμύρια δολάρια το μήνα από φόρους.
Έκθεση της αμερικανικής μη κυβερνητικής οργάνωσης Freedom House είχε στο μεσοδιάστημα ήδη καταγράψει ότι «η διακυβέρνηση υπό τον έλεγχο της Χαμάς δεν διαθέτει αποτελεσματικούς ή ανεξάρτητους μηχανισμούς για τη διασφάλιση της διαφάνειας στη χρηματοδότηση, τις προμήθειες ή τις λειτουργίες της».
Οι ευθύνες του Ισραήλ
Υπάρχουν διάφορες αναφορές και δημοσιεύματα ότι το Ισραήλ στήριξε αρχικά τη Χαμάς, τη δεκαετία του ‘80, ως αντίβαρο στους κοσμικούς και αριστερούς της PLO και της Φατάχ του Γιάσερ Αραφάτ.
Η κριτική εντός του Ισραήλ συνεχίζεται και τώρα, για τις έως τώρα κυβερνητικές πρακτικές και μεθοδεύσεις στο Τελ Αβίβ.
«Για χρόνια, οι διάφορες κυβερνήσεις υπό τον Μπενιαμίν Νετανιάχου ακολούθησαν μια προσέγγιση που μοίραζε την εξουσία μεταξύ της Λωρίδας της Γάζας και της Δυτικής Όχθης, “γονατίζοντας” τον πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής, Μαχμούντ Αμπάς και κάνοντας κινήσεις που στήριξαν την τρομοκρατική ομάδα της Χαμάς», γράφει στους Times of Israel η πολιτική συντάκτρια Ταλ Σνάιντερ.
«Η ιδέα ήταν να αποτραπεί ο Αμπάς -ή οποιοσδήποτε άλλος στην κυβέρνηση της Δυτικής Όχθης της Παλαιστινιακής Αρχής – από το να προχωρήσει προς την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους».
Έτσι, επισημαίνει, «η Χαμάς αναβαθμίστηκε, από τρομοκρατική ομάδα, σε οργάνωση με την οποία το Ισραήλ διεξήγαγε έμμεσες διαπραγματεύσεις -μέσω της Αιγύπτου- ενώ της επετράπη να λαμβάνει μετρητά από το εξωτερικό (…) προκειμένου να διατηρήσει την εύθραυστη κατάπαυση του πυρός».
Στο πλαίσιο αυτής της τακτικής διατήρησης μιας σαθρής σταθερότητας και ανάσχεσης μιας κοχλάζουσας εχθρότητας, το Ισραήλ παρείχε επίσης οικονομικά κίνητρα στους εργάτες της Γάζας, παρατηρεί η Σνάιντερ.
Η «πεποίθηση», εξηγεί, ήταν ότι έτσι «θα μπορούσαν να περιορίσουν μια κουρασμένη από τον πόλεμο Χαμάς».
Η οργάνωση συμπεριλήφθηκε στις συζητήσεις για την αύξηση του αριθμού των αδειών εργασίας, γεγονός που συνέβαλε στη ροή χρημάτων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο ισραηλινός ιστότοπος, προς το τέλος της πέμπτης κυβέρνησης του Νετανιάχου, το 2021, εκδόθηκαν περίπου 2.000-3.000 άδειες για κατοίκους της Γάζας.
Αυξήθηκαν σε 10.000 κατά τη συγκυβέρνηση του ακροδεξιού Ναφτάλι Μπένετ και του κεντρώου Γιαΐρ Λαπίντ.
Από τότε που ο Νετανιάχου επέστρεψε στην εξουσία, τον Ιανουάριο του 2023, ο αριθμός τους εκτινάχθηκε σε σχεδόν 20.000.
Τι γνώμη έχουν οι Παλαιστίνιοι τη Χαμάς;
Προ της νέας κλιμάκωσης, δημοσκόπηση του Ινστιτούτου της Ουάσιγκτον κατέδειξε ότι το 57% των κατοίκων της Γάζας και το 64% στην κατεχόμενη Ανατολική Ιερουσαλήμ εκφράζει μια οιονεί θετική γνώμη για τη Χαμάς, έναντι 52% στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη.
Συνολικά, ωστόσο, είναι λιγότεροι από εκείνους που υποστηρίζουν ανοιχτά τη Φατάχ (64%).
Στην τελευταία δική του δημοσκόπηση, με αφορμή την 30η επέτειο από την υπογραφή των Συμφωνιών του Όσλο, τον Σεπτέμβριο, το Παλαιστινιακό Κέντρο Πολιτικής και Έρευνας (PCPSR) αναφέρει ότι περίπου τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων περιγράφουν τις συνθήκες σήμερα χειρότερες από τότε.
Αντίστοιχο ποσοστό θεωρεί ότι οι Συμφωνίες του Όσλο έβλαψαν τα παλαιστινιακά εθνικά συμφέροντα.
Πλέον τη λύση δύο κρατών υποστηρίζει περίπου το ένα τρίτο.
Η συντριπτική πλειοψηφία πιστεύει ότι δεν είναι πλέον εφικτή, λόγω της επέκτασης των παράνομων εβραϊκών οικισμών.
Η πλειοψηφία τάσσεται υπέρ της εγκατάλειψής της, παρά το γεγονός ότι περίπου οι μισοί πιστεύουν ότι αυτό θα οδηγούσε στην κατάρρευση της Παλαιστινιακή Αρχής στη Ραμάλα.
Το 56% πιστεύει ότι η προοπτική ομαλοποίησης των σχέσεων μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ θα ζημιώσει τις προοπτικές επίτευξης ειρήνης για τους Παλαιστινίους.
Ταυτόχρονα, καταγράφεται αύξηση της υποστήριξης στην άοπλη λαϊκή αντίσταση, αλλά και στην ένοπλη Ιντιφάντα.
Σχεδόν οι μισοί κάτοικοι της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης πιστεύουν ότι ο σχηματισμός ένοπλων ομάδων σε πόλεις και χωριά είναι η πιο αποτελεσματική λύση «για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας των εποίκων».
Το 78% ζητά την παραίτηση του προέδρου Αμπάς.
Στο ερώτημα εάν γίνονταν τώρα προεδρικές εκλογές στα παλαιστινιακά εδάφη, ο πολιτικός ηγέτης της Χαμάς, Χανίγιε επικρατεί του Αμπάς στην πρόθεση ψήφου, με 58% και 37% αντίστοιχα.
Χάνει ωστόσο από τον Μαρουάν Μπαργκούτι, εμβληματικό στέλεχος της οργάνωσης Φατάχ, που κρατείται στις ισραηλινές φυλακές.
Εάν γίνονταν, δε, βουλευτικές εκλογές, η Φατάχ θα επικρατούσε με 36%, έναντι 34% της Χαμάς.
Πηγή: in.gr