Η χρυσή συνταγή του κλασικού χαρτοφυλακίου μετοχών-ομολόγων σε αναλογία 60/40 μπορεί να απέδωσε επί τέσσερις δεκαετίες και να αντάμειψε πλουσιοπάροχα τον υπομονετικό επενδυτή που δεν ρευστοποίησε σε περιόδους κρίσης έχει χάσει τη λάμψη της στο σημερινό οικονομικό περιβάλλον, σύμφωνα με ανάλυση της Wall Street Journal.

Οι αποδόσεις των μακροπρόθεσμων κρατικών ομολόγων έχουν φθάσει στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 16 ετών προκαλώντας την κατακόρυφη πτώση της αξίας τους και οι μετοχές είναι ακριβές. Σε αυτό το πλαίσιο οι επενδυτές θα πρέπει να μειώσουν τις προσδοκίες τους και να κινηθούν αμυντικά.

BofA: Οι επενδυτές επιλέγουν τις μετοχές παρά την πτώση τους

Δεν υπάρχουν δωρεάν γεύματα στα οικονομικά

Το καλοκαίρι του 2020 ήταν το καλύτερο σημείο για το κλασικό χαρτοφυλάκιο μετοχών και ομολόγων, γνωστό και με τον όρο «set it and forget it» δηλαδή «διαμόρφωσε το και ξέχασε το». Οι επενδυτές που δεν πανικοβλήθηκαν με την σημαντική υποχώρηση των μετοχών λόγω πανδημίας νωρίτερα εκείνο το έτος, πανηγύρισαν την ταχύτερη επιστροφή σε μια αγορά ταύρων στην ιστορία. Ομοίως, οι αποδόσεις των μακροπρόθεσμων κρατικών ομολόγων υποχώρησαν σε χαμηλά επίπεδα ρεκόρ, ενισχύοντας τα ομολογιακά αμοιβαία κεφάλαια. Το κλασικό μίγμα μετοχών-ομολόγων 60/40 που κατείχε σ΄αυτή την αναλογία τον δείκτη S&P 500 και τα 10ετή κρατικά ομόλογα απέφερε κέρδη της τάξης του 15,3% το 2020.

Αλλά υπάρχουν λίγα δωρεάν γεύματα στα οικονομικά. Η πανδημία οδήγησε σε μια παγκόσμια οικονομική καταστροφή και την αμερικανική κυβέρνηση να αυξήσει το δημόσιο χρέος της από το επίπεδο κάτω των 5 τρισ. δολάρια στα μέσα του 2007 στο επίπεδο που ξεπέρασε τα 21 τρισ. δολάρια το 2020. Ταύτοχρονα τα επιτόκια μίας ημέρας μειώθηκαν στο κάποτε αδιανόητο 0%, όπου θα παρέμεναν μέχρι τις αρχές του 2022.

Οι νέοι παίχτες στην αγορά

Αυτός ο συνδυασμός προσέλκυσε εκατομμύρια νέους επενδυτές μετοχών. Οι νέοι, που είχαν μείνει στο σπίτι κατά τη διάρκεια της πανδημίας με επιπλέον αποταμιεύσεις, άνοιξαν χρηματιστηριακούς λογαριασμούς και αρχικά έκαναν κύκλους γύρω από τους μεγαλύτερους και υιοθέτησαν την επενδυτική στρατηγική του συγχρονισμού της αγοράς.Το ρητό «αγοράστε τη βουτιά» που είχε εξυπηρετήσει τόσο καλά τους επενδυτές απέκτησε έναν αισχρό προσδιορισμό με το ακρωνύμιο «BTFD».

Στο επίκεντρο βρέθηκαν οι εταρείες με χαμηλά ή καθόλου κέρδη αλλά είχαν μια αφήγηση ενός success story για το πώς θα γίνουν κερδοφόρες. Μέχρι τον Ιανουάριο του 2021 ο δείκτης μη κερδοφόρων εταιρειών που διατηρεί η Goldman Sachs είχε σημειώσει άνοδο σχεδόν 300% σε εννέα μήνες!  Οι άχρηστες επενδύσεις είχαν σημειώσει και στο παρελθόν φανταχτερές αποδόσεις, και αυτό ήταν συνήθως ένα σημάδι ότι το χρήμα είναι φθηνό. Ποτέ όμως δεν είναι δωρεάν.

Τι δείχνει η εμπειρία των προηγούμενων γενεών

Πέρυσι η αμερικανική οικονομία βρέθηκε αντιμέτωπη με τον υψηλότερο πληθωρισμό των τελευταίων 40 ετών. Αυτό οδήγησε την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ να προχωρήσει σε μια επιθετική σύσφιγξη των επιτοκίων.

Την τελευταία φορά που ο πληθωρισμός ήταν τόσο υψηλός, παρέμεινε επίμονα εκεί για χρόνια, ωθώντας τα επιτόκια μίας ημέρας πάνω από το 19% το 1981. Η μακρά κάθοδος των επιτοκίων κατά τις επόμενες τέσσερις δεκαετίες, συνοδεύτηκε από την αντιπάθεια για τις μετοχές οι οποίες βρέθηκαν τότε στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 50 χρόνων.  Ουσιαστικά δημιουργήθηκε ένα περιβάλλον που ευνόησε τις αγορές, καθώς το κόστος χρήματος άρχισε να μειώνεται και οι μετοχές ήταν φθηνές.

Ένας επενδυτής που έβαλε 1.000 δολάρια σε ένα χαρτοφυλάκιο 60/40 στο τέλος του 1981 βρέθηκε στο τέλος του 2020 να κατέχει χαρτοφυλάκιο που η αξία του προσαρμοσμένη στον πληθωρισμό ανήλθε σε 18.728 δολάρια!

Η προηγούμενη γενιά είχε την αντίστροφη εμπειρία, που μοιάζει με τη σημερινή εποχή. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, οι αποτιμήσεις των μετοχών βρίσκονταν στο πιο υψηλό επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών με βάση τον κυκλικά προσαρμοσμένο τύπο που επινόησε ο νομπελίστας οικονομολόγος Ρόμπερτ Σίλερ. Και οι μετοχές ήταν ακριβές ακριβώς τη στιγμή που ο πληθωρισμός άρχισε να απογειώνεται.

Μια οικογένεια λοπιπόν που έβαλε στην άκρη 1.000 δολάρια για την εκπαίδευση του παιδιού της στα τέλη του 1965 σε ένα χαρτοφυλάκιο 60/40 κατέληξε να έχει 785 δολάρια σε πραγματικούς όρους μέχρι την τελευταία τάξη του λυκείου τον Ιανουάριο του 1982.

Ανησυχία για το υψηλό δημόσιο χρέος

Τα πράγματα δεν φαίνονται πολύ καλύτερα σήμερα. Το περασμένο έτος ήταν ένα από τα χειρότερα που έχουν υπάρξει ποτέ σε πραγματικούς όρους για ένα χαρτοφυλάκιο 60/40 και αναμένεται να επιδείνωθεί.Η μετρική αποτίμηση του Shiller εξακολουθεί να είναι υψηλότερη από ό,τι ήταν το 1966.

Όταν οι μετοχές βρίσκονταν στο πιο ακριβό πεντημόριο των αποτιμήσεων, όπως είναι τώρα, παρήγαγαν πραγματικές ετήσιες αποδόσεις  μόλις 2,7% κατά μέσο όρο σε μια δεκαετία.  Τα ομόλογα, το yin στο yang των μετοχών σε ένα ισορροπημένο χαρτοφυλάκιο, είναι το πραγματικό μπαλαντέρ. Ακόμη και μετά την πρόσφατη πτώση τους, οι επενδυτές ανησυχούν ότι το υψηλό δημόσιο χρέος της αμερικανικής κυβέρνησης σε συνδυασμό με την ταχεία άνοδο των επιτοκίων μπορεί να δημιουργήσει χρηματοδοτικές πιέσεις για την κυβέρνηση των ΗΠΑ.

Το κόστος εξυπηρέτησης του ομοσπονδιακού χρέους που υπερβαίνει τα 33 τρισ. δολάρια αυξήθηκε επίσης απότομα, κατά 23% στα 879 δισεκατομμύρια δολάρια, ποσό που αποτελεί ρεκόρ. Οι ακαθάριστες πληρωμές τόκων ανήλθαν στο 3,28% ως ποσοστό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, το ΑΕΠ, και το καθαρό ποσοστό στο 2,45% ήταν το υψηλότερο από το 1998.

Αμυντικό χαρτοφυλάκιο

Σε αυτό το αβέβαιο οικονομικό περιβάλλον η τακτική επανεξισορρόπηση του μείγματος ασφαλέστερων και πιο ριψοκίνδυνων επενδύσεων εξακολουθεί να υπερέχει του χρονισμού της αγοράς, αν και ίσως όχι με τα ίδια στοιχεία ενεργητικού, όπως το παρελθον.Με τα πολύ λιγότερο ευμετάβλητα βραχυπρόθεσμα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου να αποδίδουν περισσότερο από τα μακροπρόθεσμα ομόλογα αυτή τη στιγμή, οι επενδυτές μπορούν να έχουν μια αξιοπρεπή απόδοση χωρίς να αιφνιδιαστούν από ένα περαιτέρω άλμα των επιτοκίων.

Οι μετοχές κατέρρευσαν στη πληθωριστική δεκαετία του 1970, αλλά είναι πιο ανθεκτικές στον πληθωρισμό από ό,τι τα ομόλογα. Οι επενδυτές δεν χρειάζεται επίσης να αγοράζουν μόνο τον ακριβό S&P 500, στον οποίο κυριαρχούν οι μετοχές τεχνολογίας των Magnificent Seven. Οι μετοχές μικρής κεφαλαιοποίησης, οι μετοχές αναδυόμενων αγορών και οι μετοχές αξίας προσφέρουν το πλεονέκτημα της διαφοροποίησης σε τιμές που μοιάζουν πολύ φθηνότερες.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Αγορές