Τον περασμένο Σεπτέμβριο, ο DBRS,  εις εκ των τεσσάρων διεθνών οίκων που αναγνωρίζονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα,  έδωσε τελικά στην Ελλάδα την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα, μετά από 13 χρόνια, ανοίγοντας τον χορό των αναβαθμίσεων σε μια πολύ δύσκολη συγκυρία για τη χώρα. Ήταν τότε που ανακοίνωνε την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στο ΒΒΒ (low) με σταθερές προοπτικές από ΒΒ (υψηλό) .

Πριν από λίγο στην τελευταία του προγραμματισμένη αξιολόγηση για την ελληνική οικονομία, η DBRS Morningstar επιβεβαίωσε τις μακροπρόθεσμες αξιολογήσεις ξένου και τοπικού νομίσματος της Ελληνικής Δημοκρατίας (Ελλάδα) – στο BBB (χαμηλό). Οι τάσεις σε όλες τις αξιολογήσεις παραμένουν σταθερές.

Και πλέον δίνει τη σκυτάλη στην αμερικανική Moody’s, που είναι ο μόνο οίκος πιστοληπτικής διαβάθμισης που δεν έχει αναβαθμίσει την Ελλάδα σε επενδυτική βαθμίδα. Το ραντεβού της ελληνικής οικονομίας με τη Moody’s είναι την επόμενη Παρασκευή 15 Μαρτίου. Αν δεν δεν έρθει τότε η πολυπόθητη βαθμίδα, η επόμενη προγραμματισμένη αξιολόγηση είναι στις 13 Σεπτεμβρίου 2024.

Οι «προϋποθέσεις» νέας αναβάθμισης

Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας θα μπορούσαν να αναβαθμιστούν εάν συμβεί ένα ή συνδυασμός των παρακάτω:

  • συνεχής εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις, βελτιώνοντας έτσι τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης
  • διαρκής δέσμευση για δημοσιονομική ευθύνη, που οδηγεί σε διαρκή μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους.

Οι πιθανοί παράγοντες ενεργοποίησης για μια υποβάθμιση περιλαμβάνουν ένα ή συνδυασμό των παρακάτω:

  • παρατεταμένη αποδυνάμωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας που θέτει τον δείκτη του δημόσιου χρέους σε μια διαρκή ανοδική τάση
  • ανατροπή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων
  • ανανεωμένη αστάθεια του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Η ετυμηγορία της DBRS

Όπως αναφέρει ο διεθνής οίκος η σταθερή τάση αντανακλά την άποψη της Morningstar DBRS ότι οι κίνδυνοι για τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας είναι ισορροπημένοι.

Οι υγιείς οικονομικές επιδόσεις μαζί με την αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων θα βοηθήσουν τον λόγο δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ να παραμείνει σε απότομη πτωτική τροχιά στο μέλλον.

Μετά την ισχυρή αύξηση του ΑΕΠ κατά 5,6% το 2022, η οικονομική δραστηριότητα της Ελλάδας μετριάζεται σε περίπου 2% και αναμένεται να παραμείνει πάνω από αυτό το επίπεδο την περίοδο 2024-2025.

Η αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων, που προβλέπονται πάνω από 2% του ΑΕΠ την ίδια περίοδο, από 1,1% το 2023, θα βοηθήσει το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ να μειωθεί κάτω από το 150% του ΑΕΠ το 2025, μετά το εκτιμώμενο 160% του ΑΕΠ πέρυσι .

Επιπλέον, η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων έχει αποκτήσει ισχυρή δυναμική, η οποία μαζί με υψηλότερες επενδύσεις, που υποστηρίζονται από πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), αναμένεται να αυξήσουν το δυναμικό του ΑΕΠ. Ωστόσο, οι αυξανόμενοι γεωπολιτικοί κίνδυνοι που επηρεάζουν το εμπόριο και οι πιο σοβαρές από τις αναμενόμενες επιπτώσεις στην οικονομία που απορρέουν από τις τρέχουσες στενές συνθήκες χρηματοδότησης, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε βραδύτερη ανάπτυξη και ασθενέστερα δημόσια οικονομικά.

Μεταρρυθμίσεις

Η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας BBB (χαμηλή) υποστηρίζεται από τη συμμετοχή της στην ΕΕ και στη ζώνη του ευρώ και από την εφαρμογή προηγούμενων οικονομικών μεταρρυθμίσεων που έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας.

Η χώρα συνεχίζει να σημειώνει πρόοδο στην εκτέλεση του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRP ή Ελλάδα 2.0), το οποίο αποτελείται από μεταρρυθμίσεις που θα τονώσουν την ανάπτυξη και τις επενδύσεις χωρίς αποκλεισμούς, μειώνοντας έτσι το επενδυτικό χάσμα μεταξύ της Ελλάδας και των ομολόγων της στη ζώνη του ευρώ. Η Morningstar DBRS θεωρεί ότι οι πόροι της ΕΕ θα συνεχίσουν να παρέχουν κίνητρα για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη, ενώ υποστηρίζει την ανάπτυξη των επενδύσεων με κεφάλαια που διοχετεύονται επίσης μέσω του ενισχυμένου τραπεζικού συστήματος.

Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας περιορίζονται από τις οικονομικές κληρονομιές που κληρονόμησαν από την παρατεταμένη κρίση της Ελλάδας, συγκεκριμένα, τον πολύ υψηλό δείκτη δημόσιου χρέους, το ακόμη σημαντικό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) και το υψηλό, αν και πλησιάζει πλέον στο μονοψήφιο, ποσοστό ανεργίας.

Ανθεκτικότητα

Σύμφωνα με την DBRS η ελληνική οικονομία έδειξε ανθεκτικότητα το 2023 και οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν την ανάπτυξη.

Οι οικονομικές επιδόσεις μετά την πανδημία ήταν αξιοσημείωτες στην Ελλάδα. Η οικονομική δραστηριότητα της χώρας συνέχισε να υπερβαίνει τις επιδόσεις του μέσου όρου της ζώνης του ευρώ από το 2021. Παρά την αναμενόμενη επιβράδυνση, αυτή η τάση αναμένεται να συνεχιστεί στο μέλλον. Μετά από μια ισχυρή αύξηση του ΑΕΠ κατά 5,6% το 2022, η απόδοση του ΑΕΠ της Ελλάδας εκτιμάται ότι μετριάστηκε στο 2,0% πέρυσι, ξεπερνώντας κατά πολύ το εκτιμώμενο 0,6% της ζώνης του ευρώ. Παρά τον υψηλό πληθωρισμό, τις αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης και την ασθενέστερη εξωτερική ζήτηση, η ελληνική οικονομία επέδειξε ανθεκτικότητα, υποστηριζόμενη από την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις.

Οι πλημμύρες στη Θεσσαλία

Ενώ οι ισχυρές πλημμύρες του περασμένου έτους είχαν σημαντικό αντίκτυπο σε γεωργικές εκτάσεις, ζωικό κεφάλαιο και υποδομές στην περιοχή της Θεσσαλίας, ο συνολικός αντίκτυπος στην ελληνική οικονομία περιορίστηκε λόγω της μικρής συνεισφοράς της περιοχής στο εθνικό ΑΕΠ και των δημόσιων πόρων που διατέθηκαν για την ανασυγκρότηση.

Φέτος, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (EC) αναμένει ανάπτυξη 2,3%, με περαιτέρω πρόοδο με την εφαρμογή του Greece 2.0 και την αύξηση της πραγματικής αγοραστικής δύναμης που ενισχύουν τις επενδύσεις και την κατανάλωση, αντίστοιχα.

Το Ταμείο Ανάκαμψης

Χρησιμοποιώντας τόσο τη συνιστώσα επιχορήγησης όσο και τη συνιστώσα του δανείου του NGEU, η Ελλάδα συνεχίζει να αποδίδει το RRP της. Αυτό βοηθά στην άνοδο των επενδύσεων σε εκτιμώμενο επίπεδο 14,1% του ΑΕΠ στο τέλος του 2023 από 10,7% το 2019. Επιπλέον, το απόθεμα κεφαλαίου που μειώνονταν από το 2009, έγινε θετικό το 2022 και αναμένεται να συνεχίσει την ανοδική του πορεία στο μέλλον.

Μέχρι στιγμής, η Ελλάδα έχει λάβει 7,59 δισεκατομμύρια ευρώ επιχορηγήσεων και 7,29 δισεκατομμύρια ευρώ για τη συνιστώσα του δανείου, ενώ το συνολικό κονδύλιο είναι σχεδόν 36 δισεκατομμύρια ευρώ (16% του ΑΕΠ) για μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις. Η διάθεση κονδυλίων της ΕΕ σε συνδυασμό με την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, πιθανότατα θα βελτιώσει τις προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας και θα δικαιολογήσει μια θετική ποιοτική προσαρμογή στην αξιολόγηση των δομικών στοιχείων της Οικονομικής Δομής και Επιδόσεων.

Δημοσιονομική ευθύνη

Η DBRS επισημαίνει ωστόσο, ότι η δέσμευση για δημοσιονομική ευθύνη παραμένει, με στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος να έχει οριστεί στο 2,1% το 2024

Οι δημοσιονομικοί λογαριασμοί της Ελλάδας, μετά την επιδείνωση λόγω των μέτρων που εφαρμόστηκαν για τον μετριασμό των επιπτώσεων της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης, βελτιώνονται με ταχείς ρυθμούς.

Αφού κορυφώθηκε στο 9,7% του ΑΕΠ το 2020, το έλλειμμα εκτιμάται τώρα ότι έχει μειωθεί στο 2,1% το 2023.

Αυτό αντανακλά όχι μόνο τον αντίκτυπο του πληθωρισμού αλλά και τα κυβερνητικά μέτρα για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, τα οποία οδηγούν τη δημοσιονομική υπεραπόδοση.

Στον κρατικό προϋπολογισμό του 2024, η κυβέρνηση προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ φέτος, βελτίωση 1,0 ποσοστιαίας μονάδας από το 2023, η οποία οφείλεται κυρίως στη σταδιακή κατάργηση των μέτρων ενεργειακής στήριξης και στις εφάπαξ αυξήσεις των δαπανών που σχετίζονται με τη φυσική καταστροφές το 2023.

Οι κίνδυνοι για τις δημοσιονομικές προοπτικές παραμένουν και σχετίζονται με βραδύτερη ανάπτυξη που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ασθενέστερα δημοσιονομικά έσοδα, ανανεωμένη πίεση στις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων που θα απαιτούσε πρόσθετα μέτρα στήριξης, ακραία γεγονότα που σχετίζονται με το κλίμα και τον αντίκτυπο στις ενδεχόμενες υποχρεώσεις . Από την άλλη πλευρά, μια επίμονη βελτίωση των δημοσιονομικών εσόδων χάρη στα κυβερνητικά μέτρα για την αύξηση της φορολογικής συμμόρφωσης μπορεί να αποφέρει καλύτερα από τα αναμενόμενα δημοσιονομικά αποτελέσματα. Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), το μερίδιο της άτυπης οικονομίας έχει μειωθεί σημαντικά από περίπου 30% το 2013 σε 16% το 2021, και αυτό προοιωνίζεται για τη μελλοντική δημοσιονομική ικανότητα.

Το δημόσιο χρέος

Ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ παραμένει ο υψηλότερος στη ζώνη του ευρώ, αλλά η ευνοϊκή δομή και η προληπτική διαχείριση του χρέους μετριάζουν τους κινδύνους

Ο δείκτης του ελληνικού δημόσιου χρέους αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται, επωφελούμενος από την αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων, τα μέτρια επιτόκια και την υψηλή ονομαστική ανάπτυξη. Ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ της Ελλάδας κορυφώθηκε στο 206,3% του ΑΕΠ το 2020 πριν υποχωρήσει σε περίπου 160,3% το 2023.

Στον κρατικό προϋπολογισμό του 2024, η κυβέρνηση προέβλεψε ότι ο λόγος του δημόσιου χρέους θα συνεχίσει την πτωτική του τάση, πέφτοντας στο 153% του ΑΕΠ το 2024 και αυτό θα σήμαινε πτώση 54 ποσοστιαίων μονάδων σε τέσσερα χρόνια.

Τα ομόλογα

Οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων συνεχίζουν να επωφελούνται από την ευνοϊκή ζήτηση, με το 10ετές spread στα γερμανικά ομόλογα σε περίπου 100 μονάδες βάσης. Κατά την άποψη της Morningstar DBRS, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους μετριάζονται από διάφορους παράγοντες. Πρώτον, η δομή του χρέους της Ελλάδας είναι πολύ ευνοϊκή με το 100% του χρέους σε σταθερά επιτόκια μετά τις ανταλλαγές. Επιπλέον, η μέση σταθμισμένη διάρκεια είναι πολύ υψηλή, ελαφρώς κάτω από τα 20 έτη από το τέλος του 2023, και περισσότερο από το 70% του χρέους κατέχεται από τον επίσημο τομέα, γεγονός που καθιστά το χρέος λιγότερο επιρρεπές στην αστάθεια της αγοράς. Δεύτερον, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) κατάφερε και υπερ-αντιστάθμισε προσωρινά το χαρτοφυλάκιό του χρέους, μετριάζοντας τον αντίκτυπο της αύξησης του κόστους τόκων. Το 2024, το μέσο πραγματικό επιτόκιο του μεσοπρόθεσμου έως μακροπρόθεσμου χρέους αναμένεται να διαμορφωθεί στο 1,3%.

Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας επωφελείται επίσης από μια προληπτική στρατηγική διαχείρισης του χρέους με πρόωρες αποπληρωμές που μείωσαν το βραχυπρόθεσμο χρέος και εξομάλυνσαν το προφίλ εξόφλησης. Για παράδειγμα, η PDMA αποπλήρωσε πλήρως τα δάνειά της από το ΔΝΤ και προπλήρωσε 2,6 δισ. ευρώ και 5,3 δισ. ευρώ της Ελληνικής Δανειακής Διευκόλυνσης (δάνεια GLF) το 2022 και το 2023, αντίστοιχα. Σε περίπτωση που το πρωτογενές πλεόνασμα παραμείνει κοντά στο στόχο, οι χρηματοδοτικές ανάγκες αναμένεται να παραμείνουν συγκρατημένες τα επόμενα χρόνια, μειώνοντας τους κινδύνους αναχρηματοδότησης.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Οικονομία