Από την περίοδο των μνημονίων και μετά, το αίτημα για κανονικότητα κυριάρχησε στην ελληνική κοινωνία.
Ας μην ξεχνάμε ότι αυτό προσπάθησαν να εκπροσωπήσουν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία.
Όμως, μάλλον δεν τα πήγαν καλά και η χώρα αυτή τη στιγμή κάθε άλλο παρά «κανονική» μοιάζει, ιδίως εάν κρίνουμε από τις αλλεπάλληλες αποκαλύψεις σκανδάλων, την ατιμωρησία για τα Τέμπη, τη διάχυτη αίσθηση ότι για την κυβέρνηση βασική αρχή τώρα είναι «όλα επιτρέπονται» στην πορεία για τις εκλογές.
Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι το αίτημα για κανονικότητα δεν είναι σημαντικό.
Μόνο που πρέπει να ορίσουμε ξανά τι σημαίνει κανονικότητα.
Κανονικότητα καταρχάς σημαίνει ότι μία κυβέρνηση δεν κάνει μπίζνες. Μπορεί να στηρίζει την επιχειρηματικότητα, να στηρίζει τις επενδύσεις, μπορεί να βοηθάει ακόμη και συγκεκριμένους επιχειρηματίες ή επενδυτές, εάν θεωρεί ότι αυτό εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον, αλλά δεν ασκούν τα μέλη της επιχειρηματική δραστηριότητα.
Γνωρίζω τον αντίλογο: εάν τα χρήματα που επενδύονται από ένα μέλος της κυβέρνησης είναι νόμιμα και αυτό που κάνει δεν συγκρούεται με το κυβερνητικό έργο, γιατί να μην έχει αυτή την επιχειρηματική δραστηριότητα το μέλος της κυβέρνησης.
Και η απάντηση είναι απλή: γιατί όταν συμμετέχεις ενεργά στην αγορά χάνεις την ικανότητα να κυβερνάς με τη στοιχειώδη δυνατότητα διάκρισης του ατομικού και του εθνικού συμφέροντος που απαιτείται. Γίνεσαι μέρος του προβλήματος αντί για μηχανισμός επίλυσής του.
Κατά συνέπεια κανονικότητα σημαίνει ότι δεν έχουμε «Κυβέρνηση Α.Ε».
Το δεύτερο στοιχείο που σημαίνει κανονικότητα είναι ότι κάποια τμήματα του κράτους, από την Δικαιοσύνη και τις Ανεξάρτητες Αρχές μέχρι το αυτοδιοίκητο των Πανεπιστημίων είναι εκτός κυβερνητικής παρέμβασης.
Καλώς ή κακώς η χώρα μας είναι ή θέλει να είναι μια φιλελεύθερη δημοκρατία. Δεν είναι το άριστο πολίτευμα, αλλά είναι το συγκριτικά καλύτερο από όσα έχουμε γνωρίσει.
Όμως, φιλελεύθερη δημοκρατία δεν σημαίνει ότι όταν μια κυβέρνηση εκλέγεται και έχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία έχει «λευκή επιταγή» να χρησιμοποιήσει το κράτος όπως της καπνίσει, ως λάφυρο.
Σημαίνει ότι υπάρχουν μηχανισμοί που εξασφαλίζουν ότι η εξουσία της κυβέρνησης δεν καταλήγει σε αυθαιρεσία και ασυδοσία. Και αυτό σημαίνει ότι η Δικαιοσύνη είναι όντως ανεξάρτητη και ικανή, εάν χρειάζεται, να μπορεί να ελέγξει και την κυβέρνηση, αντί να της προσφέρει απαλλακτικές αποφάσεις. Σημαίνει ότι έχουμε όντως και όχι κατ’ όνομα Ανεξάρτητες Αρχές και σίγουρα ότι δεν υπονομεύονται διαρκώς. Σημαίνει, τέλος, ότι θεσμούς που έχουν κατοχυρωμένο το αυτοδιοίκητο τους σέβεσαι και δεν τους αντιμετωπίζεις ως κακομαθημένα παιδιά που πρέπει να τους διδάξεις «πειθαρχία».
Και τέλος κανονικότητα για μια χώρα σαν την Ελλάδα σημαίνει ότι υπάρχει τουλάχιστον ένα δικομματικό σύστημα. Δηλαδή, υπάρχουν τουλάχιστον δύο μεγάλες πολιτικές παρατάξεις, μία δεξιά του κέντρου και μία αριστερά του κέντρου, που είναι κοινωνικά διαταξικές και ιδεολογικά πολυσυλλεκτικές και οι οποίες διεκδικούν τη διακυβέρνηση με όρους αυτοδυναμίας.
Δικομματισμός δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να υπάρχουν και άλλα κόμματα, αλλά ότι υπάρχουν μεγάλες και ισχυρές παρατάξεις και δεν έχουμε μία κατάσταση όπου είναι μονόδρομος οι κυβερνήσεις συνεργασίας, συχνά με αταίριαστους συνεταίρους.
Η Ελλάδα, καλώς ή κακώς, δεν είναι σαν χώρες της Ευρώπης με μεγάλη παράδοση κυβερνήσεων συνεργασίας. Στη νεότερη πολιτική ιστορία γνωρίσαμε είτε δικτατορίες, είτε εκλεγμένες ισχυρές κυβερνήσεις, με λίγες εξαιρέσεις. Κυβερνήσεις συνεργασίας είχαμε μόνο σε οριακές περιπτώσεις και σε περιόδους κρίσεων.
Αντιθέτως, εάν έχουμε ξανά την κανονικότητα του δικομματισμού αυτό θα επιτρέψει να έχουμε ξανά μια κανονική πολιτική διαδικασία, και όχι τη σημερινή πολιτική ανισορροπία. Η πολιτική αντιπαράθεση θα αφορά προγράμματα και στρατηγικές. Οι πολίτες θα συσπειρώνονται γύρω από κόμματα με πρόγραμμα και συνολική στρατηγική για την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσει η χώρα και όχι γύρω από κόμματα διαμαρτυρίας χωρίς ιδεολογία και στρατηγική. Τα κόμματα που θα κυβερνούν θα αισθάνονται ότι εάν δεν κάνουν τη δουλειά τους θα μπορεί ένα άλλο κόμμα να τα αμφισβητήσει και να έρθει στην εξουσία.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι η χώρα ξαφνικά θα λύσει τα προβλήματά της. Όμως, θα έχει αποκαταστήσει εκείνη την κοινοβουλευτική, θεσμική και κρατική λειτουργία που θα της δίνει τη δυνατότητα να αναμετρηθεί με τα προβλήματά της.
Και αυτό, εάν μιλάμε για τη σημερινή Ελλάδα, θα ισοδυναμεί με επανάσταση.
Πηγή: in.gr