Εάν κανείς κοιτάξει την αντιμετώπιση του Αλέξη Τσίπρα στη δημόσια σφαίρα, θα δει ότι οι επικριτικές τοποθετήσεις ακολουθούν δυο αντιθετικούς δρόμους. Η μία κατηγορία επικρίσεων, που αντιστοιχεί στη μερίδα των διαμορφωτών κοινής γνώμης που στην περασμένη δεκαετία θεώρησαν ότι η καλύτερη διαδρομή για το «Μένουμε Ευρώπη» ήταν το «Βάστα Σόιμπλε», επικεντρώνει στο ότι ο Τσίπρας εκπροσωπούσε μια Αριστερά που ήθελε να προχωρήσει σε μια επικίνδυνη ρήξη με την Ευρώπη, με αποτέλεσμα να ανακοπεί μια αναγκαία πορεία εκσυγχρονισμού της χώρας και να επιβαρυνθεί η ελληνική κοινωνία με το επιπλέον κόστος ενός νέου Μνημονίου. Η άλλη κατηγορία επικρίσεων, που συνήθως προέρχεται από τα αριστερά κατηγορεί τον Τσίπρα ότι την επαύριον του δημοψηφίσματος αντί να κρατήσει μια αποφασιστική στάση, επέλεξε να συνθηκολογήσει απέναντι στους δανειστές με αποτέλεσμα η κοινωνία να πληρώσει το κόστος ενός ακόμη Μνημονίου.
Και στις δύο τοποθετήσεις κεντρικός αρμός είναι η θεωρία της «κωλοτούμπας», σύμφωνα με την οποία ο Αλέξης Τσίπρας ξεκίνησε έχοντας έναν σχεδιασμό που αφορούσε την έξοδο από τα μνημόνια, για αυτό τον σχεδιασμό ζήτησε τη στήριξη της κοινωνίας και στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 και στο δημοψήφισμα, όμως μετά το δημοψήφισμα υπαναχώρησε και ουσιαστικά πρόδωσε την εντολή που είχε αποδεχόμενος ένα Μνημόνιο.
Η συνεχιζόμενη απήχηση αυτών των αφηγημάτων φάνηκε και πρόσφατα όταν το in αποκάλυψε τα πρακτικά του Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών μετά το Δημοψήφισμα, όταν πάλι αναπαρήχθησαν οι ίδιες ερμηνείες, παρότι τα πρακτικά αποτύπωναν ότι υπήρχε μια διαπραγματευτική γραμμή, η οποία εκτέθηκε και συζητήθηκε στο Συμβούλιο και αυτή έγινε προσπάθεια να επιτευχθεί έστω και εν μέρει στη διαπραγμάτευση.
Απέναντι σε αυτά τα αφηγήματα ο Αλέξης Τσίπρας αποφάσισε να καταθέσει τη δική του οπτική και εξιστόρηση για τα γεγονότα στο βιβλίο του «Ιθάκη», που μόλις κυκλοφόρησε, επιδιώκοντας να δώσει μια διαφορετική εικόνα, στηριζόμενος στην παράθεση αρκετών πληροφοριών που δεν ήταν μέχρι τώρα γνωστές. Ένα βιβλίο, μεγάλο (πάνω από 750 σελίδες) που σίγουρα θα συζητηθεί το επόμενο διάστημα.
Μια διαδρομή στην ελληνική Αριστερά
Ο Αλέξης Τσίπρας σε αυτό το βιβλίο αυτοπαρουσιάζεται ως ένας άνθρωπος της Αριστεράς στη γενιά που πολιτικοποιήθηκε επί της ουσίας μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», αλλά και την κρίση της κομμουνιστικής Αριστεράς μετά το «1989», μέσα στην Αριστερά αλλά και μέσα στα κινήματα της νεολαίας αρχικά, το μαθητικό του 1990-1991, το φοιτητικό μετά, το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης στη συνέχεια.
Η διαδρομή του δεν ξεκινά ως ενός επαγγελματία πολιτικού, αλλά ως ενός πολιτικοποιημένου ανθρώπου, σε μια εποχή που η Αριστερά μπορούσε να σχεδιάσει πρωτίστως την παρουσία της στα κινήματα και μέσω αυτής την πολιτική της επιβίωση, χωρίς μεγάλα αφηγήματα ή υπαρκτά παραδείγματα «σοσιαλιστικής οικοδόμησης» για να αναφερθεί. Μια αριστερά που παίρνει θέση κατά του νεοφιλελευθερισμού, αλλά στην πραγματικότητα έχει απεμπολήσει την πεποίθηση ότι θα βρεθεί ποτέ σε κάποια θέση πέραν της αντιπολίτευσης. Σε αυτό το τοπίο, είναι που ξεχωρίζει για τις υπαρκτές ικανότητές του, αλλά και επιλέγεται από τον Αλέκο Αλαβάνο, πρώτα για τις δημοτικές εκλογές της Αθήνας και στη συνέχεια, μετά την εκλογική επιτυχία στην Αθήνα, για την ηγεσία του κόμματος.
Σε αντίθεση, με τις διαδρομές άλλων πολιτικών, προερχόμενων από οικογένειες που προετοιμάζουν κάθε γενιά για να ασκήσει εξουσία κάποια στιγμή (αρκεί να σκεφτούμε ότι στο μεγαλύτερο μέρος συγκριτικά της μεταπολίτευσης κυβέρνησαν πρωθυπουργοί από τρεις πολιτικές δυναστείες), ο Τσίπρας δείχνει κάποιος που προσπαθεί να συνδυάσει στράτευση, σπουδές και εργασία και ξαφνιάζεται από την αρχική του δημοσιότητα.
Η ίδια η εκλογή του στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, τον φέρνει αντιμέτωπο με πολλαπλές αμφισβητήσεις πρώτα από τον ίδιο τον άνθρωπο που τον υπέδειξε στην ηγεσία, τον Αλέκο Αλαβάνο και αργότερα, από τα δεξιά, από τα στελέχη που θα προχωρήσουν στη συγκρότηση της Δημοκρατικής Αριστεράς.
Ο τρόπος που ο Τσίπρας περιγράφει τον Συνασπισμό και τον ΣΥΡΙΖΑ εκείνη την περίοδο, εξηγεί συνάμα και την αφετηρία της μετέπειτα εκτίναξής του και τα όριά του. Είναι ένα κόμμα που επικοινωνεί με αγωνιστικές κινηματικές διαθέσεις – ενδεικτική η στάση απέναντι στη νεολαιίστικη έκρηξη του 2008 – αλλά συνάμα δεν έχει ιδιαίτερη προγραμματική παραγωγή ή προετοιμασία για την άσκηση κυβερνητικών καθηκόντων, ενώ σπαταλά μεγάλο μέρος της ενέργειάς του στη διαχείριση εσωκομματικών αντιπαραθέσεων και διεργασιών.
Η εκτίναξη στην κυβερνητική εξουσία
Ο Τσίπρας περιγράφει το πώς αυτό το κόμμα κατάφερε να βρεθεί στην εξουσία μέσα σε μια συγκυρία βαθιάς κοινωνικής και πολιτικής κρίσης και απαξίωσης των κομμάτων εξουσίας που σε τελική ανάλυση ευθύνονταν και για την ελληνική κρίση και τα Μνημόνια. Εξηγεί πώς το καθοριστικό στοιχείο ήταν ότι έριξε το σύνθημα για μια κυβέρνηση της Αριστεράς, άρα μιας πολιτικής διεξόδου και όχι απλώς αντίστασης και διαμαρτυρίας.
Ταυτόχρονα, παραδέχεται εμμέσως ότι το ίδιο του το κόμμα δεν ήταν ακόμη έτοιμο για να αναμετρηθεί με αυτή την πρόκληση. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ήταν η απουσία προγραμματικής αποσαφήνισης για το περιεχόμενο μιας τέτοιας κυβέρνησης. Ο ίδιος και η πλειοψηφία θεωρούν ότι δεν πρέπει να διακυβευτεί η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και την ΕΕ: «Κατανοούσα ότι έπρεπε να εντάξω τον αγώνα μας μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο […] Επίμονα αναζήτησα δρόμους αμοιβαίας κατανόησης και συνεργασίας, δείχνοντάς τους με όλους τους δυνατούς τρόπους ότι δεν ήμουν αντιευρωπαϊστής. Ήθελα να χτίσω γέφυρες συνεννόησης με την ευρωπαϊκή Αριστερά στο σύνολό της, γι’ αυτό και στις δηλώσεις μου συνεχώς και ξεκάθαρα σημείωνα ότι δεν επιθυμούσα την έξοδο από την Ευρωζώνη». Όμως, μια ισχυρή τάση θεωρεί ότι η έξοδος από το ευρώ ήταν αναπόφευκτη. Το αποτέλεσμα ήταν μια ασάφεια που κατά την εκτίμηση του Τσίπρα είχε κόστος στις εκλογές του 2012.
Ωστόσο, το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ γίνεται αξιωματική αντιπολίτευση, διευρύνει την επιρροή του και βεβαίως είναι πρώτο κόμμα στις ευρωεκλογές του 2014 καθιστούν σαφές ότι έχει προοπτική εξουσίας.
Η αισιοδοξία αναμετριέται με τον βαθύ κυνισμό μιας Ευρώπης σε κρίση
Το βιβλίο κάνει σαφές ότι στην πορεία προς τις εκλογές του 2015 υπήρχε μια αισιοδοξία ότι η έκφραση της λαϊκής βούλησης και το γεγονός ότι ήταν εμφανή τα καταστροφικά αποτελέσματα των Μνημονίων, θα οδηγούσαν σε μια διαπραγμάτευση που θα μπορούσε να οδηγήσει σε απομείωση του χρέους και περιορισμό των αντιλαϊκών απαιτήσεων της Τρόικας. Θεωρούσαν δε ότι θα μπορούσαν να πετύχουν μια τέτοια ευνοϊκή συμφωνία με τους δανειστές στο βαθμό που θα έκαναν όντως πράξη κρίσιμες μεταρρυθμίσεις «στη φορολόγηση του πλούτου, στην καταπολέμηση της διαφθοράς, στις μεταρρυθμίσεις του δημόσιου τομέα, καθώς και στην υλοποίηση κρίσιμων θεσμικών έργων, όπως το Περιουσιολόγιο και το Κτηματολόγιο».
Εξηγεί, παράλληλα, ότι η επιλογή του δεν ήταν να κυβερνήσει μόνο με τον Πάνο Καμμένο και ότι και τον Ιανουάριο (όπως και τον Σεπτέμβριο) του 2015 επιδίωξε συνεργασίες, όμως βρέθηκε αντιμέτωπος με μια συνθήκη όπου μόνο οι ΑΝΕΛ ήταν διαθέσιμοι ως κυβερνητικός εταίρος.
Η πραγματικότητα διέψευσε την όποια αρχική αισιοδοξία είχαν για μια διαπραγμάτευση με καλόπιστους συνομιλητές. Εάν κάτι βγαίνει από το βιβλίο και την αναλυτική περιγραφή της στάσης που κρατούσε τόσο η ΕΕ όσο και το ΔΝΤ, ήδη πριν από τις εκλογές του 2015, είναι ότι ενώ η πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ ήθελε διαπραγμάτευση και κάποιου είδους συμβιβασμό, αυτό δεν ίσχυε για την πλευρά των δανειστών.
Η προοπτική να έρθει στην εξουσία ένας πολιτικός σχηματισμός που αμφισβητούσε αυτού του είδους την νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία, στα μάτια τόσο μια μερίδας των ευρωπαϊκών ελίτ όσο και του ΔΝΤ φαινόταν πολύ πιο επικίνδυνο από μια επαναδιαπραγμάτευση του χρέους. Γι’ αυτό το λόγο και στο βιβλίο αρνητικοί πρωταγωνιστές είναι ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και ο Πολ Τόμσεν, με τον πρώτο να προσπαθεί διαρκώς να εξωθήσει τα πράγματα σε μια έξοδο από το ευρώ και τον δεύτερο να υπονομεύει τις διαπραγματεύσεις σε διάφορες φάσεις και στιγμές, έως του σημείου να προσπαθήσει το 2016 να προκαλέσει ένα τεχνητό «πιστωτικό γεγονός».
Ούτως ή άλλως, σε όλη την αφήγηση που κάνει ο Τσίπρας των διαπραγματεύσεων, σε όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, γίνεται σαφές ότι πολύ συχνά το ενδιαφέρον των «θεσμών» δεν ήταν η υλοποίηση κάποιων αναγκαίων κατά τη γνώμη τους μεταρρυθμίσεων, αλλά πολύ περισσότερο μια τιμωρητική αντιμετώπιση μιας χώρας, με πλήρη αδιαφορία για τις κοινωνικές επιπτώσεις, με μια έμφαση σε εκείνους ακριβώς τους δημοσιονομικούς κανόνες που θα ανασταλούν αργότερα στη διάρκεια της πανδημίας. Ούτε είναι τυχαίος ο συμβολισμός ότι ενώ παρότι το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ αποφασίζεται στις 22 Ιανουαρίου του 2015, η Ελλάδα αποκλείστηκε από αυτό.
Κατά συνέπεια η όποια αισιοδοξία γρήγορα συγκρούεται με την πραγματικότητα μιας χώρας όπου τα ταμεία είναι με την κυριολεκτική έννοια του όρου άδεια, καθώς η κυβέρνηση Σαμαρά δεν είχε καταφέρει να εξασφαλίσει κάποια επιπλέον χρηματοδότηση ήδη από το καλοκαίρι του 2014. Μάλιστα, ο Τσίπρας περιγράφει την αγωνία να καλυφθούν βασικές χρηματοδοτικές ανάγκες του δημοσίου την ώρα που έπρεπε ταυτόχρονα να αποπληρώνονται τα δάνεια – και μιας διαπραγμάτευσης όπου αρκετοί από την άλλη πλευρά θέλουν σχεδόν να εκδικηθούν την Ελλάδα για τον τρόπο που οι εκλογείς της ψήφισαν.
Το δημοψήφισμα ως διαπραγματευτική τακτική
Ο Τσίπρας παρουσιάζει εξαντλητικά την προσπάθεια να υπάρξει συνεννόηση, τους οδυνηρούς συμβιβασμούς ήδη από τις 20 Φεβρουαρίου 2015, την αναζήτηση πεδίων συνεννόησης με τους ηγέτες των ευρωπαϊκών χωρών και του ΔΝΤ, αλλά και το αδιέξοδο που έφταναν αυτές οι διαπραγματεύσεις την ώρα που η χώρα έφτανε σε χρηματοδοτικό αδιέξοδο και ως προς το κράτος και ως προς το τραπεζικό σύστημα. Επισημαίνει, ταυτόχρονα, ότι επιλογές που έκανε με ένα κριτήριο να δοθεί μήνυμα και στίγμα, όπως αυτή του Γιάνη Βαρουφάκη, στην πορεία άρχισαν να του φαίνονται προβληματικές και αναποτελεσματικές ως προς τη διαπραγμάτευση.
Σε αυτό το φόντο παρουσιάζει την επιλογή του δημοψηφίσματος ως μια απόπειρα δημοκρατικής διεξόδου που θα πίεζε τους δανειστές να πάρουν μια θέση πιο κοντά στις ελληνικές θέσεις. Επιμένει ότι το θέμα του ευρώ ουδέποτε τέθηκε για τον ίδιο, ανεξάρτητα από τις θέσεις μερίδας του ΣΥΡΙΖΑ. Ο δικός του σχεδιασμός ήταν το δημοψήφισμα να επιτρέψει να αρθεί το αδιέξοδο στη διαπραγμάτευση. Σε αυτή τη βάση παρουσιάζει και την επιλογή και την καμπάνια υπέρ του «ΟΧΙ» από τη μεριά του και τον τρόπο που εμφανίστηκε στο Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών μετά τη νίκη του «ΟΧΙ».
Κατά συνέπεια η εξιστόρηση του Αλέξη Τσίπρα παρουσιάζει την περίφημη διαπραγμάτευση των «17 ωρών», όχι ως μια συνθηκολόγηση ή ως «κωλοτούμπα», αλλά ως μια σκληρή και άνιση διαπραγμάτευση, που σε ορισμένες στιγμές έφτασε σε αδιέξοδο, και που κατέληξε τελικά σε μια συμφωνία με συμβιβασμούς, αλλά και την εξασφάλιση επαρκούς χρηματοδότησης με ορίζοντα την έξοδο από τα μνημόνια (αντί για τα άδεια ταμεία που παρέλαβε από την προηγούμενη κυβέρνηση και τη φθορά μιας διαρκούς διαπραγμάτευσης γύρω από μια «πιστοληπτική γραμμή» χωρίς ορίζοντα λήξης που επί της ουσίας αρχικά πρότειναν οι «θεσμοι»).
Βεβαίως, την ίδια στιγμή είναι σαφές ότι η τελική συμφωνία δεν αντιστοιχούσε στις συλλογικές προσδοκίες, εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που εξηγεί και την εσωκομματική ρήξη και την αποχώρηση μεγάλου, όμως ο Τσίπρας υπογραμμίζει και το γεγονός ότι ήταν μια συμφωνία κόντρα στη βούληση των πιο τιμωρητικών και εκδικητικών φωνών.
Την ίδια στιγμή ο Τσίπρας εκτιμά ότι οποιοδήποτε ενδεχόμενο ρήξης, είτε με τον τρόπο που πρότεινε η «Αριστερή Πλατφόρμα», είτε με τον τρόπο που είχε αρχίσει να το διατυπώνει ως έσχατη επιλογή ο Γιάνης Βαρουφάκης, που αρχικά ήταν υπέρ της παραμονής στο ευρώ, θα ήταν μια κίνηση καταστροφική.
Ο μύθος του «κόστους 100 δισ.»
Ο Τσίπρας επιμένει ότι δεν έχει καμία βάση η μυθολογία ότι το δημοψήφισμα στοίχισε 100 δισεκατομμύρια, μια ρητορική που επανέρχεται στη δημόσια συζήτηση. Εξηγεί ότι αυτό το κόστος συνήθως «συνάγεται» με αφετηρία το συνολικό ύψος της χρηματοδότησης του Τρίτου Μνημονίου, κάτι που παραβλέπει ότι δεν υπήρχε περίπτωση να είχε αποφευχθεί αυτή η δανειοδότηση, καθώς τα ταμεία που παρέλαβε από την προηγούμενη κυβέρνηση ήταν άδεια, υπήρχε ανάγκη κάλυψης αναγκών του κράτους, υπήρχε το ζήτημα της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και βεβαίως η χώρα δεν μπορούσε να βγει στις αγορές.
Η πρόκληση της διακυβέρνησης και το παράλληλο πρόγραμμα
Η αναλυτική περιγραφή που κάνει για τη διακυβέρνηση στην περίοδο 2015-2019 αποτυπώνει τη διαρκή και αγωνιώδη διαπραγμάτευση με τους θεσμούς με την παράλληλη προσπάθεια για κάποια μέτρα υπέρ της κοινωνίας, εξηγώντας ότι ακόμη και τα 617 εκατομμύρια της «13ης σύνταξης» αντιμετωπίστηκαν ως παράπτωμα από τους θεσμούς. Επιμένει ότι μπόρεσαν να πάρουν μέτρα που, έστω και ως ένα βαθμό, ανακούφισαν τα πιο φτωχά στρώματα, προστάτευσαν ως έναν βαθμό την πρώτη κατοικία, επανάφεραν κάποια μέτρα υπέρ των εργαζομένων. Παραδέχεται, όμως, τον τρόπο που το ασφαλιστικό έφερε μια ρήξη με ένα μέρος της μεσαίας τάξης.
Σε σχέση με τα θεσμικά βήματα ο Τσίπρας παραδέχεται λανθασμένους χειρισμούς σε σχέση με τον πρώτο διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες (υπενθυμίζοντας ότι η άρνηση της ΝΔ να συναινέσει στη συγκρότηση του ΕΣΡ που οδήγησε στην επιλογή διαγωνισμού χωρίς να έχει αυτό την ευθύνη και τελικά την ακύρωση από το ΣτΕ), υπογραμμίζοντας, όμως, ότι για πρώτη φορά μπήκαν κανόνες και οι καναλάρχες πλήρωσαν, ενώ είναι αυτοκριτικός για τον τρόπο που χειρίστηκαν το σκάνδαλο Novartis, θεωρώντας ότι χρειαζόταν τελικά κανονική λειτουργία προανακριτικής και εξέταση όλων των ενδείξεων.
Αντιθέτως, θεωρεί ότι η κυβέρνησή του κατάφερε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων σε σχέση με το προσφυγικό ζήτημα, αρνούμενη να υιοθετήσει τις αντιπροσφυγικές και μισαλλόδοξες πολιτικές άλλων ευρωπαϊκών κρατών.
Η εξωτερική πολιτική και η Συμφωνία των Πρεσπών
Ο Τσίπρας επιμένει ότι η στοχοθεσία του ήταν αυτή μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής. Όμως, ταυτόχρονα εξηγεί γιατί στην πραγματικότητα δεν υπήρχε κάποια δύναμη εκτός ΕΕ που θα στήριζε πραγματικά την Ελλάδα. Η Ρωσία ενδιαφερόταν για ενεργειακές συμφωνίες και φωνές μέσα στην ΕΕ που θα ήταν πιο υποστηρικτικές αλλά δεν είχε σκοπό να στηρίξει μια ελληνική ρήξη, την ώρα που δεν ήθελε να διακυβεύσει τις οικονομικές σχέσεις που εκείνη τη στιγμή διατηρούσε σε σημαντικό βαθμό με τη Γερμανία, με τον Τσίπρα να παρουσιάζει τον ωμό ρεαλισμό με τον οποίο ο Πούτιν ξεκαθάρισε ότι δεν είχε σκοπό να στηρίξει μια Ελλάδα εκτός ευρώ και ΕΕ.
Πρωτίστως, ο Τσίπρας παρουσιάζει ως σημαντικό επίτευγμα τη Συμφωνία των Πρεσπών. Εξηγεί γιατί μπόρεσε να ξεμπλοκάρει μετά την εκλογή Ζάεφ, πώς ζητήματα όπως αυτά της γλώσσας και της ιθαγένειας σε μεγάλο βαθμό είχαν ήδη κριθεί και με αυτή την έννοια ήταν όντως η κατοχύρωση του «Βόρεια Μακεδονία» σε μια εποχή που πλήθος χωρών είχαν ήδη αποδεχθεί το σκέτο «Μακεδονία».
Ταυτόχρονα, είναι επικριτικός όχι απέναντι στο τμήμα της κοινωνίας που ήταν επιφυλακτικό απέναντι στη συμφωνία αλλά απέναντι σε πολιτικούς χώρους όπως η ΝΔ που εργαλειοποίησαν την εθνικιστική ρητορική για προεκλογικούς σκοπούς.
Η κρίση στρατηγικής μετά το 2019
Ο ΣΥΡΙΖΑ πηγαίνει στις εκλογές του 2019 έχοντας το βάρος και από την τραγωδία στο Μάτι – ο Τσίπρας ρητά παραδέχεται ότι η κυβέρνησή τότε απέτυχε τραγικά και αναλαμβάνει τη σχετική πολιτική ευθύνη – και από τον αντίκτυπο των Πρεσπών, αλλά και το όλο αντι-ΣΥΡΙΖΑ κλίμα που είχε διαμορφωθεί. Σε αυτό το πλαίσιο, παρά το κακό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών ο ΣΥΡΙΖΑ κατορθώνει παρ’ όλα αυτά να έχει ένα αξιοπρεπές αποτέλεσμα.
Όμως, είναι σαφές ότι το «σχέδιο ΣΥΡΙΖΑ» έχει φτάσει στο όριό του. Ο Τσίπρας υποστηρίζει ότι είχε ξεκινήσει τη διαδικασία μετασχηματισμού σε ένα πιο πλατύ και μαζικό κόμμα, όμως αυτή η προσπάθεια ανακόπτεται από την πανδημία. Ακόμη περισσότερο, η κυβέρνηση Μητσοτάκη κατορθώνει να εκμεταλλευτεί την πανδημία για να οικοδομήσει μια κοινωνική συμμαχία παρότι η διαχείριση της υγειονομικής κρίσης είναι καταστροφική. Στην πραγματικότητα ο Τσίπρας, διαπιστώνει ότι πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει πια την ίδια ικανότητα να πείθει και να κινητοποιεί, ενώ δεν βοηθά η κατάσταση στο κόμμα, είτε με τάσεις αναδίπλωσης σε μια πιο «συνεπή» ταυτότητα, είτε με κάθε λογής προσωπικές στρατηγικές.
Σε αυτή τη συνθήκη, ο ΣΥΡΙΖΑ οδηγείται σε μια διπλή εκλογική συντριβή στις εκλογές του 2023 και στην περιδίνηση μιας κρίσης, από την οποία ακόμη δεν έχει εξέλθει.
Αναζητώντας έναν νέο στρατηγικό ορίζοντα
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με τον τρόπο που ο Τσίπρας βλέπει την ανασυγκρότηση της Αριστεράς στις νέες συνθήκες, απέναντι στα νέα υβρίδια νεοφιλελευθερισμού και αυταρχισμού και στη νέα πραγματικότητα ενός κόσμου πολυπολικού, αλλά και απέναντι σε μια πορεία της χώρας που απλώς επιδεινώνει τις κοινωνικές ανισότητες και δεν δίνει προοπτική.
Σε αυτή τη βάση είναι που αντιπροτείνει ένα νέο προοδευτικό πατριωτισμό ως συμπύκνωση μιας άλλης πολιτικής που να περιλαμβάνει την ανασυγκρότηση του κράτους, τον παραγωγικό αναπροσανατολισμό της οικονομίας, την επένδυση στην παιδεία και την έρευνα, την αναδιανομή και την κοινωνική προστασία και σε αυτή τη βάση να μπορέσει να κινητοποιήσει την κοινωνία ξανά.
Αποτιμώντας μια πορεία
Είναι προφανές ότι το βιβλίο αποτυπώνει τον τρόπο που ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας βίωσε όλη αυτή την περίοδο. Ωστόσο, δεν είναι ένα βιβλίο μόνο «αυτοδικαίωσης». Αφενός, γιατί έχει αρκετά σημεία αυτοκριτικής, αφετέρου γιατί είναι αρκετά τεκμηριωμένο και λεπτομερές, ώστε να μπορεί να γίνει μια ουσιαστική συζήτηση.
Προφανώς και υπάρχουν σημεία στα οποία κανείς μπορεί να διαφωνήσει, αναλόγως με την οπτική την οποία διαλέγει. Πρωτίστως, θα μπορούσε κανείς να εγείρει την αντίρρηση εάν μια στρατηγική ρήξης ήταν εξαρχής καταδικασμένη σε τραγική αποτυχία, ή εάν η επιλογή του «ευρωπαϊκού δρόμου» ως μονοδρόμου αποτελούσε πρωτίστως μια εσωτερίκευση ενός ιδεολογικού συσχετισμού και όχι αντικειμενικό δεδομένο. Ωστόσο, την ίδια στιγμή είναι σαφές ότι και οι υποστηριχτές μιας ρήξης μάλλον δεν ήταν όντως προετοιμασμένοι και με σχέδιο για αυτή…
Είναι επίσης σαφές ότι το βιβλίο αυτό έρχεται να αποδείξει ότι τα σχήματα της «προδοσίας» και της «κωλοτούμπας» είναι εγγενώς ανεπαρκή για την ερμηνεία των γεγονότων και στην πραγματικότητα αποτελούν περισσότερο «ευκολίες σκέψης» παρά ερμηνείες.
Η εικόνα που προκύπτει είναι ότι αυτή η Αριστερά, με αυτή την ιστορία, αυτή την προεργασία, αυτά τα πραγματικά διανοητικά και στρατηγικά όρια – σχηματικά τα όρια μιας Αριστεράς που μετά το 1989 επέλεξε ως δρόμο επιβίωσης την αντίσταση και τη διαμαρτυρία αντί για την ηγεμονία και τη διεκδίκηση της εξουσίας που έδειχνε μακρινή – ως αυτό το σημείο μπορούσε να φτάσει: Να εκπροσωπήσει την αγωνιστική αισιοδοξία μιας κοινωνίας που εξεγειρόταν για να αποφύγει την κοινωνική καταστροφή, να αποπειραθεί να διαπραγματευτεί στο όνομα κοινωνικών αναγκών, απαιτήσεων και μιας εκπεφρασμένης λαϊκής βούλησης, να προσπαθήσει να αρνηθεί την ταπείνωση έστω και μέσα από έναν οδυνηρό συμβιβασμό και να προσπαθήσει να προσθέσει ένα πραγματικό κοινωνικό πρόσωπο σε πολιτικές που στον πυρήνα τους παρέμειναν αντικοινωνικές.
Αυτό εξηγεί γιατί αυτή η Αριστερά αποδείχτηκε πιο ικανή από τα προηγούμενα κόμματα εξουσίας στη διαχείριση της κρίσης, στην ανταπόκριση σε πολλαπλές προκλήσεις – αρκεί να αναλογιστούμε την αναμέτρηση με το γεγονός ότι η Ελλάδα ήταν στο επίκεντρο της μεγαλύτερης προσφυγικής κρίσης στην Ευρώπη από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου –, στην επίλυση ενός «εθνικού ζητήματος» που οι προηγούμενες κυβερνήσεις απέφυγαν για λόγους πολιτικού υπολογισμού να αντιμετωπίσουν, τελικά στην έξοδο από τα Μνημόνια, αλλά όταν ήρθε η ώρα να προσφέρει τη δική της προοδευτική και κοινωνικά δίκαιη εκδοχή «κανονικότητας» μετά το 2019 δεν κατάφερε να πείσει, με αποτέλεσμα την εκλογική ήττα του 2023 και τελικά τη σημερινή εκρηκτική αντίφαση ανάμεσα σε μια κυβέρνηση μειοψηφίας, που έχει απέναντί της τα 2/3 της κοινωνίας και μια αντιπολίτευση κατακερματισμένη και αναποτελεσματική.
Ο Αλέξης Τσίπρας, εκπροσώπησε μέχρι τώρα αυτή την Αριστερά. Συμπύκνωσε στο πρόσωπό του όλα τα στοιχεία που της έδωσαν δυναμική και την έφεραν στην εξουσία αλλά και στην αναμέτρηση με την κυβερνητική διαχείριση. Όμως, έχει αντικειμενικά και μεγάλη ευθύνη για τα μεγάλα στρατηγικά και πολιτικά ελλείμματα αυτής της Αριστεράς. Στον προγραμματικό επίλογο του βιβλίου του προσπαθεί να διατυπώσει τις δικές του αφετηρίες για την αναμέτρηση με αυτά τα ελλείμματα. Αυτή είναι και η μεγάλη πρόκληση με την οποία καλείται να αναμετρηθεί και στη βάση της οποίας τελικά θα κριθεί.
Πηγή: in.gr






































