Οι συγχωνεύσεις και εξαγορές τραπεζών (Σ&Ε) είναι υποτονικές στη ζώνη του ευρώ εξαιτίας από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Οι περισσότερες δραστηριότητες συγχωνεύσεων και εξαγορών επικεντρώθηκαν στην εγχώρια αγορά και αφορούσαν μικρότερους στόχους, με μεγαλύτερους και υγιέστερους αγοραστές να ενεργούν ως ενοποιητές.

Αυτό αναφέρει έκθεση που ετοιμάστηκε από τους αναλυτές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Isabel Figueiras, Sándor Gardó, Maciej Grodzicki, Benjamin Klaus, Laura Lebastard, Barbara Meller και Wouter Wakker. Ωστόσο, βλέπουν ανάκαμψη της δραστηριότητας.

Σύμφωνα με την έκθεση, η ενοποίηση φαίνεται κατά μέσο όρο να είχε μέτρια θετική επίδραση στην κερδοφορία των εμπλεκόμενων τραπεζών, αν και τα υψηλά επίπεδα διακύμανσης αποκαλύπτουν την παρουσία μεγάλων κινδύνων εκτέλεσης και σχεδιασμού εν μέσω χαμηλών συνολικών αποδόσεων κεφαλαίου στον τραπεζικό τομέα.

Η βελτιωμένη κερδοφορία μετά τη συναλλαγή μπορεί να συνδεθεί με τη χαμηλότερη απόδοση κόστους, τη ρευστότητα και την κεφαλαιοποίηση των στόχων.

Οι διασυνοριακές συναλλαγές συγχωνεύσεων και εξαγορών έχουν συγκεντρωθεί σε μερικές μικρές ομάδες χωρών της ζώνης του ευρώ, υποστηριζόμενες από προηγούμενες χρηματοοικονομικές σχέσεις και γεωγραφική εγγύτητα.

Στην μελέτη τονίζεται ότι οι συγχωνεύσεις και οι εξαγορές τραπεζών συχνά θεωρούνται ως επιλογή για τη μείωση της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας και της χαμηλής κερδοφορίας στον τραπεζικό τομέα της ζώνης του ευρώ.

Η τραπεζική αγορά της ζώνης του ευρώ συγκεντρώνεται ολοένα και περισσότερο και το ένα τρίτο των τραπεζικών ομίλων της –κυρίως οι μικρότερες τράπεζες– έχουν εξαφανιστεί μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.

Παρόλα αυτά, ο κλάδος συνεχίζει να αντιμετωπίζει αδύναμη κερδοφορία και πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, με πάρα πολλές τράπεζες μικρού μεγέθους και μια δαπανηρή φυσική τραπεζική υποδομή.

Επισημαίνεται μάλιστα, ότι ορισμένα μέτρα για την αποτελεσματικότητα των τραπεζών υστερούν σε σχέση με αυτά άλλων προηγμένων οικονομιών . Η αποτελεσματικότητα και η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος θα επωφεληθούν από την περαιτέρω ενοποίηση η οποία –όπως έχουν επισημάνει αρκετοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής– θα πρέπει να καθοδηγείται από τις δυνάμεις της αγοράς, με κάθε προτεινόμενη συναλλαγή να αξιολογείται ξεχωριστά.

Εξελίξεις στη ζώνη του ευρώ

Η δραστηριότητα συγχωνεύσεων και εξαγορών επιβραδύνθηκε σημαντικά στον τραπεζικό τομέα της ζώνης του ευρώ στον απόηχο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Σύμφωνα με τις εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο, η αξία των συναλλαγών συγχωνεύσεων και εξαγορών, που αντιστοιχεί στο σύνολο των περιουσιακών στοιχείων των στόχων συγχωνεύσεων και εξαγορών, μειώθηκε κατά περίπου δύο τρίτα μεταξύ της δεκαετίας πριν από την κρίση και της περιόδου από το 2008 .

Οι μεγάλες συναλλαγές έχουν γίνει ιδιαίτερα ασυνήθιστες, ενώ η πτώση του συνολικού αριθμού συναλλαγών ήταν λιγότερο απότομη. Έχει γίνει επίσης πιο δύσκολο να ολοκληρωθούν οι συναλλαγές συγχωνεύσεων και εξαγορών μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Κατά μέσο όρο, μία στις τρεις απόπειρες συναλλαγών ολοκληρώθηκε χωρίς συμφωνία την περίοδο μετά την κρίση, από μία στις έξι τη δεκαετία πριν από την κρίση.

Αυτό υπογραμμίζει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ για να βρουν ένα ελκυστικό ταίρι σε ένα ολοένα και πιο απαιτητικό περιβάλλον λειτουργίας που χαρακτηρίζεται από χαμηλά επιτόκια, χαμηλές αποδόσεις κεφαλαίου και τον συνεχιζόμενο ψηφιακό μετασχηματισμό του χρηματοπιστωτικού κλάδου.

Μόλις πρόσφατα άρχισε να ανακάμπτει η δραστηριότητα των τραπεζικών συγχωνεύσεων και εξαγορών, αν και παραμένει κάτω από τα προ κρίσης επίπεδα.

Εντός συνόρων

Η δραστηριότητα συγχωνεύσεων και εξαγορών τραπεζών στη ζώνη του ευρώ έχει επικεντρωθεί κυρίως στις συναλλαγές εντός των εθνικών αγορών. Περίπου το 80% όλων των συναλλαγών που έχουν ολοκληρωθεί στη ζώνη του ευρώ ήταν εγχώριες. Η Ιταλία και η Γερμανία, οι οποίες διαθέτουν δύο από τους λιγότερο συγκεντρωμένους τραπεζικούς τομείς εντός της ζώνης του ευρώ, έχουν γίνει μάρτυρες του μεγαλύτερου αριθμού συναλλαγών, αλλά πολύ λίγες από αυτές έχουν φθάσει πέρα ​​από τα εθνικά σύνορα.

Η διασυνοριακή δραστηριότητα ήταν λιγότερο συχνή μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, περιλαμβάνοντας μάλλον μικρές συμφωνίες στις οποίες εμπλέκονται κυρίως βελγικές, γαλλικές και ολλανδικές τράπεζες.

Οδηγοί συγχωνεύσεων τραπεζών

Στην έκθεση της ΕΚΤ, επισημαίνεται επίσης, ότι μελέτες έχουν δείξει ότι οι συγχωνεύσεις και οι εξαγορές τραπεζών ακολουθούν διαφορετικές συλλογιστικές σκέψεις και δεν έχουν κανένα κυρίαρχο κίνητρο.

Αυτές οι μελέτες, που επικεντρώθηκαν κυρίως στη δεκαετία του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, δείχνουν ότι οι συγχωνεύσεις συχνά στοχεύουν στη βελτίωση της κερδοφορίας και της αποτελεσματικότητας. Οι πιο κερδοφόρες τράπεζες ήταν πιο πιθανό να υποβάλουν προσφορές για άλλες, πιο αδύναμες τράπεζες, ως στόχοι συγχωνεύσεων και εξαγορών.

Επιπτώσεις στις οικονομικές επιδόσεις

Ενώ τα συνολικά αποτελέσματα των συγχωνεύσεων στην απόδοση των τραπεζών φαίνονται ανάμεικτα στη βιβλιογραφία, εξαρτώνται από την ορθή εκτέλεση και τη στρατηγική προσαρμογή. Οι μελέτες στις ΗΠΑ παρέχουν μόνο μερική υποστήριξη για βελτιώσεις που βασίζονται σε συγχωνεύσεις και εξαγορές στην κερδοφορία ή την αποτελεσματικότητα των τραπεζών.

Παρόμοια εικόνα δίνουν πολλές ευρωπαϊκές μελέτες. Για παράδειγμα, μια ανάλυση της περιόδου πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση διαπιστώνει ότι οι συναλλαγές συγχωνεύσεων και εξαγορών είχαν μέτριο αλλά θετικό αντίκτυπο στην κερδοφορία των εμπλεκόμενων τραπεζών. Υπογραμμίζει επίσης τον ρόλο των στρατηγικών ομοιοτήτων που δημιουργούν οικονομίες κλίμακας ως παράγοντα επιτυχίας στις συγχωνεύσεις και εξαγορές τραπεζών, ενώ η ενοποίηση ανόμοιων τραπεζών συχνά αποδεικνύεται δαπανηρή.

Η κερδοφορία των τραπεζών μετά από διασυνοριακές συγχωνεύσεις φαίνεται να διαφέρει από εκείνη που ακολουθεί τις εγχώριες συγχωνεύσεις, ανάλογα με το χρονοδιάγραμμα των συναλλαγών. Οι συγχωνεύσεις που ολοκληρώθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990 έτειναν να μην επιφέρουν σαφή βελτίωση στο ROE, ενώ οι μεταγενέστερες διασυνοριακές συγχωνεύσεις φαίνεται να απέδωσαν ανώτερες επιδόσεις από τις εγχώριες συγχωνεύσεις.

Αν και η κακή απόδοση των τραπεζών μετά από διασυνοριακές συγχωνεύσεις είναι συχνά αποτέλεσμα προβλημάτων που προηγούνται των συναλλαγών, μπορεί επίσης να αντανακλά υπερβολικά αισιόδοξη τιμή, κακή εκτέλεση και αδυναμία αλλαγής της στρατηγικής πορείας του στόχου.

Οι συναλλαγές συγχωνεύσεων και εξαγορών στις οποίες συμμετέχουν τράπεζες με ασθενέστερες θέσεις κεφαλαίου και ρευστότητας και υψηλότερη αναποτελεσματικότητα κόστους φαίνεται να αποφέρουν υψηλότερη κερδοφορία μετά τη συγχώνευση.

Πριν από την παγκόσμια οικονομική κρίση, το ROE βελτιώθηκε μετά από περίπου 51% των συναλλαγών, αυξάνοντας ελαφρά στο 57% μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, καθώς οι επενδυτές έγιναν πιο επιλεκτικοί όσον αφορά την έγκριση των συγχωνεύσεων. Οι συγχωνεύσεις στις οποίες συμμετέχουν πιο οικονομικά αποδοτικές τράπεζες τείνουν να είναι λιγότερο πιθανό να δημιουργήσουν βελτιωμένη κερδοφορία σε ορίζοντα δύο ετών.

Αυτό δείχνει ότι οι συγχωνεύσεις και εξαγορές μπορεί να χρησιμεύσουν ως καταλύτης για συνέργειες κόστους που μπορεί να απουσιάζουν από τις συναλλαγές μεταξύ τραπεζών υψηλής απόδοσης.

Συμπεράσματα

Οι συγχωνεύσεις και εξαγορές τραπεζών έδειξαν πρόσφατα σημάδια ανάκαμψης στη ζώνη του ευρώ μετά από περισσότερο από μια δεκαετία υποτονικής δραστηριότητας.

Οι συναλλαγές επικεντρώθηκαν στην ενοποίηση εντός των εθνικών συνόρων και οι διασυνοριακές συναλλαγές παρέμειναν περιορισμένες.

Μεγαλύτερα ιδρύματα και τράπεζες με ισχυρότερα θεμελιώδη στοιχεία φαίνεται να έχουν διαδραματίσει κυρίαρχο ρόλο ως εξυγιαντές της τραπεζικής αγοράς. Οι διασυνοριακές συναλλαγές είναι επίσης πιθανό να ακολουθούν υπάρχοντες χρηματοοικονομικούς δεσμούς και να προκύπτουν σε ομάδες χωρών της ζώνης του ευρώ.

Τα εμπειρικά αποτελέσματα που παρουσιάζονται σε αυτό το ειδικό χαρακτηριστικό υποδηλώνουν ότι οι συγχωνεύσεις και εξαγορές ενδέχεται να αυξήσουν την κερδοφορία των τραπεζών.

Αν και δεν είναι η μόνη λύση που θα ανέβαζε την κερδοφορία των τραπεζών της ζώνης του ευρώ σε επίπεδα επαρκή για την κάλυψη του κόστους κεφαλαίου, οι συγχωνεύσεις και εξαγορές έχουν τη δυνατότητα να ενισχύσουν σημαντικά τις αποδόσεις των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών.

Ωστόσο, τα αποτελέσματα της κερδοφορίας ποικίλλουν πολύ, υπογραμμίζοντας την ανάγκη να σχεδιαστούν και να εκτελεστούν σωστά τέτοιες συναλλαγές και να αξιολογηθούν οι προτεινόμενες συναλλαγές με βάση την αξία τους.

Ταυτόχρονα, η αξιολόγηση των συναλλαγών συγχωνεύσεων και εξαγορών θα πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη το συστημικό αποτύπωμα της ενοποιημένης οντότητας.

Το περιθώριο για τη βελτίωση της κερδοφορίας φαίνεται μεγαλύτερο στις διασυνοριακές συναλλαγές, καθώς και όπου οι συμμετέχουσες τράπεζες είναι λιγότερο αποδοτικές ως προς το κόστος και οι στόχοι επιβαρύνονται από υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Η τραπεζική ένωση

Η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης, η οποία θα αντιμετώπιζε μία από τις βασικές πηγές χρηματοοικονομικού κατακερματισμού, θα μπορούσε να ξεκλειδώσει τις δυνατότητες των διασυνοριακών συναλλαγών συγχωνεύσεων και εξαγορών. Αν και ελκυστικές από την άποψη της κερδοφορίας, τέτοιες συναλλαγές ενδέχεται να παρεμποδίζονται από την περιορισμένη χρηματοοικονομική ολοκλήρωση της ζώνης του ευρώ.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή