Η διαφωνία στους κόλπους του OPEC, που κάποιοι αναλυτές θεωρούν ότι έχει βάθος και έχει να κάνει με την πολιτική αντιπαλότητα μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, απειλεί να εισαγάγει την παγκόσμια αγορά πετρελαίου σε μια περίοδο μεγάλης αστάθειας. Διότι η διαμάχη των δύο πλέον επιδραστικών κρατών-μελών του καρτέλ ίσως οδηγήσει, αν όχι στη διάλυσή του, σε μια «ανταρσία» με τον καθορισμό της παραγωγής και των εξαγωγών από κάθε χώρα ξεχωριστά, κατά το δοκούν.

Οι τιμές εκτινάχθηκαν στα υψηλότερα επίπεδα της τελευταίας εξαετίας (το Brent ενδοσυνεδριακώς άγγιξε τα 77 δολάρια το βαρέλι την Τρίτη) καθώς τη Δευτέρα οι παραγωγοί δεν κατάφεραν ούτε καν να καθήσουν στο ίδιο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για την αύξηση της παραγωγής τους κατά 400.000 βαρέλια ημερησίως, που πρότειναν η Σαουδική Αραβία και η (μη μετέχουσα στον OPEC αλλά συνεργαζόμενη) Ρωσία.

Η διαφωνία των Εμιράτων δεν αφορά την αύξηση της παραγωγής (για την ακρίβεια τον περιορισμό των περικοπών που είχαν αποφασίσει πέρυσι οι πετρελαιοπαραγωγοί). Αφορά άλλα μέρη της συμφωνίας και κυρίως αν η συμφωνία για περικοπές της παραγωγής κατά 5,8 εκατ. βαρέλια ημερησίως θα εφαρμοστεί έως τα τέλη του 2022. Αν το δει κανείς αποστασιοποιημένα το θέμα διαπιστώνει ότι η διαφωνία δεν είναι τίποτε άλλο από μια αφορμή για να βγουν στην επιφάνεια ζητήματα συσχετισμού δυνάμεων στον OPEC. Για να αναδειχθεί εν προκειμένω η αμφισβήτηση της παντοδυναμίας των Σαουδαράβων από τα εντυπωσιακά αναπτυγμένα οικονομικά, εμπορικά και τουριστικά, Εμιράτα (το Ντουμπάι έχει μετατραπεί τα τελευταία χρόνια σε διεθνή προορισμό διακοπών και καλοπέρασης για την οικονομική ελίτ του πλανήτη).

Στα πρόθυρα της αναρχίας

Εν τω μεταξύ, κάποιοι αναλυτές προβλέπουν ένα θερμό καλοκαίρι με εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου ακόμα και στα 100 δολάρια το βαρέλι. «Η κατάσταση θα χειροτερέψει προτού αρχίσει να βελτιώνεται. Η σημερινή δομή λειτουργίας του OPEC και των συνεργαζόμενων μ’ αυτόν κρατών δεν είναι βιώσιμη. Και είναι η Ρωσία εκείνη που θα δώσει ουσιαστικά το σύνθημα για την αύξηση της παραγωγής», δήλωσε στο CNBC ο Τζον Κίλνταφ της Again Capital.

Ο Κίλνταφ πιστεύει ότι οι τιμές θα φτάσουν τα 85 με 90 δολάρια το βαρέλι και στη συνέχεια θα καταρρεύσουν, όταν ο κάθε παραγωγός «θα αρχίσει να κάνει του κεφαλιού του». Όταν θα ανοίξουν τέρμα τις στρόφιγγες δηλαδή οι παραγωγοί και θα αρχίσουν οι παραγωγοί να διαγκωνίζονται ποιος θα πουλήσει περισσότερο πετρέλαιο για να εκμεταλλευθεί τις πολύ υψηλές τιμές. Η διαδικασία αυτή, βέβαια, θα έχει ως αποτέλεσμα να πλημμυρίσει η αγορά από πετρέλαιο και οι τιμές να καταρρεύσουν.

«Ρεαλιστικά μιλώντας, δεν νομίζω πως κανείς από τους πετρελαιοπαραγωγούς επιθυμεί κάτι τέτοιο. Θεωρώ ότι οι πιο ψύχραιμοι και οι πιο ορθολογικώς σκεπτόμενοι θα επικρατήσουν και θα αποτρέψουν την επικράτηση της αναρχίας στο καρτέλ», δήλωσε ο Μπαρτ Μέλεκ της TD Securities.

Κρίσιμες παράμετροι

Ασφαλώς δεν είναι μόνο η κόντρα Ριάντ-Αμπού Ντάμπι που απειλεί να φέρει μέσα στο κατακαλόκαιρο την «τέλεια καταιγίδα» στις διεθνείς αγορές πετρελαίου. Υπάρχουν και άλλες παράμετροι που μπορούν να φέρουν τα πάνω κάτω και τούμπαλιν. Η μετάλλαξη Δέλτα του κορωνοϊού, ας πούμε, μόλις τώρα εξελίσσεται σε τέταρτο κύμα της πανδημίας. Μπορεί να είναι λιγότερο φονική, αλλά είναι περισσότερο μεταδοτική, σύμφωνα με τους ειδικούς. Και με δεδομένο τον αργό ρυθμό της εμβολιαστικής διαδικασίας παγκοσμίως, ο κίνδυνος να ανακοπεί η πορεία ανάκαμψης που έχει πάρει η παγκόσμια οικονομία είναι περισσότερο από υπαρκτός.

Εξυπακούεται ότι, λόγω εποχής διακοπών στο πλούσιο και ενεργοβόρο βόρειο ημισφαίριο του πλανήτη, ένα από τα πρώτα θύματα του τέταρτου κύματος Covid-19 θα είναι η ζήτηση για αεροπορικά ταξίδια. Και αν «παγώσει» εν μέσω θέρους ο κλάδος των αερομεταφορών, η παγκόσμια πετρελαϊκή ζήτηση θα πέσει κάθετα.

Μια άλλη παράμετρος που απειλεί με κατάρρευση τις τιμές του πετρελαίου είναι ενδεχόμενη συμφωνία μεταξύ Ουάσιγκτον και Τεχεράνης για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Η νέα διακυβέρνηση στις ΗΠΑ έχει μια διαφορετική, πιο ορθολογική και λιγότερο θερμοκέφαλη αντίληψη των πραγμάτων συγκριτικά με την προηγούμενη και ως εκ τούτου η προοπτική άρσης των κυρώσεων κατά της Τεχεράνης και επιστροφής περισσότερων από 1 εκατ. βαρελιών ιρανικού πετρελαίου στην αγορά θα επηρεάσει, όπως όλοι αντιλαμβάνονται, καθοριστικά τις τιμές. Υπενθυμίζεται ότι το Ιράν είναι ένα από τα 5 ιδρυτικά μέλη του OPEC (Σεπτέμβριος 1960) και η δεύτερη, μετά τη Σαουδική Αραβία, χώρα σε δυνατότητα παραγωγής.

Μια τρίτη παράμετρος που απειλεί να εκτοξεύσει κι άλλο την παγκόσμια πετρελαϊκή προσφορά είναι η παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου. Ιδιαίτερα στις ΗΠΑ η παραγωγή πετρελαίου δια της μεθόδου της υδραυλικής ρωγμάτωσης είναι πολύ διαδεδομένη και καλύπτει ένα μεγάλο μερίδιο της πετρελαϊκής προσφοράς. Μόνο όμως όταν οι τιμές στην αγορά είναι υψηλότερες από τα 55 με 60 δολάρια το βαρέλι η παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου είναι συμφέρουσα. Κάτι τέτοιο συμβαίνει εδώ και μόλις λίγους μήνες και συμπεραίνει κανείς ότι η σχετική βιομηχανία θα έχει αφυπνιστεί, τουλάχιστον στις ΗΠΑ.

Παρέμβαση Λευκού Οίκου

«Νομίζω πως ο παράγων ‘νέα κρίση στον OPEC’ δεν έχει ακόμα αποτιμηθεί. Όταν ο κόσμος αντιλαμβάνεται ότι θα ζήσει με 5,8 εκατ. βαρέλια αργού ημερησίως λιγότερα, είναι λογικό να καταλαμβάνεται από νευρικότητα. Στη συνέχεια συνηθίζει τις νέες συνθήκες στην αγορά. Ο τρόπος που θα επιστρέψουν στην αγορά οι ποσότητες πετρελαίου που αποσύρθηκαν είναι πολύ σημαντικός για την ομαλή πορεία των πραγμάτων», δήλωσε η Χελίμα Κροφτ, επικεφαλής στρατηγικής εμπορευμάτων της RBC Capital Markets.

Τέλος, δεν πρέπει να υποτιμά κανείς και την παρέμβαση των «μεγάλων δυνάμεων» στην πετρελαϊκή και εν γένει ενεργειακή περιπέτεια στην οποία έχει μπει ο πλανήτης. Μιλάμε κυρίως για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Την Τρίτη ο Λευκός Οίκος προανήγγειλε έναν «αριθμό συνομιλιών με υψηλόβαθμους αξιωματούχους των ΗΠΑ, της Σαουδικής Αραβίας, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και άλλων εταίρων». Διότι, εκτός των άλλων, οι τιμές των καυσίμων έχουν εκτιναχθεί και στις ΗΠΑ και ήδη καταγράφεται δυσαρέσκεια μεταξύ των καταναλωτών για την εξέλιξη αυτή.

«Όταν οι τιμές φθάνουν στα ύψη που έχουν φθάσει σήμερα πιστεύω ότι ο Λευκός Οίκος δεν μπορεί να μείνει αδιάφορος. Και η ανάμιξή του δεν μπορεί παρά να είναι καταλυτική», σημείωσε η Κροφτ της RBC Capital Markets. Όσο για τον Κίλνταφ της Again Capital θεωρεί ότι η σημερινή κατάσταση στην αγορά δεν θα διαρκέσει για πολύ. «Θεωρώ ότι η εικόνα θα αρχίσει να αλλάζει το αργότερο περί τα μέσα Αυγούστου, όταν τα παιδιά θα αρχίσουν να επιστρέφουν στα σχολεία και η ζήτηση για βενζίνη θα πέσει κάθετα», είπε.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή