Ο εμβολιασμός ήταν και παραμένει η πιο σημαντική και αποτελεσματική άμυνα απέναντι στον Sars-CoV-2, όπως συνέβη και με άλλες μολυσματικές και θανατηφόρες ασθένειες στο παρελθόν. Ακόμη και όταν βρεθεί φάρμακο ικανό να αντιμετωπίζει τη νόσο και να αποτρέπει τα σοβαρά συμπτώματα, η αξία των εμβολιασμών δεν θα είναι μικρότερη.

Με δεδομένες, πλέον, τις επιπτώσεις που έχει στις ζωές δισεκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο ο νέος κορονοϊός, ο οποίος ακόμη δεν έχει τεθεί υπό έλεγχο και συνεχίζει να βρίσκει τρόπους να «τρυπά» τα όποια τείχη υψώνονται μπροστά του, μπορούμε πλέον να είμαστε κατηγορηματικοί: Τα εμβόλια κατά της Covid-19 αποτελούν ένα είδος πρώτης ανάγκης.

Ως εκ τούτου, τα εμβόλια θα πρέπει να είναι τόσο διαθέσιμα όσοι και προσιτά σε όλους τους ανθρώπους, σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Όπως είναι δε προφανές, οι φαρμακευτικές εταιρείες και ειδικά εκείνες ων οποίων τα σκευάσματα έχουν λάβει την έγκριση των αρμόδιων αρχών, επωμίζονται μεγάλο μέρος της ευθύνης προκειμένου αυτό να διασφαλιστεί.

Επιλεκτικές στα συμβόλαια

Τι δείχνει, λοιπόν, η μέχρι σήμερα εμπειρία; Όσον αφορά στις διαδικασίες που ακολουθούνται, την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως με βάση τα μέχρι στιγμής δεδομένα και το κατεπείγον της κατάστασης, η εικόνα είναι ικανοποιητική. Εξάλλου, είναι γεγονός ότι οι συνήθεις φάσεις από τις οποίες περνούσε μέχρι τώρα κάθε εμβόλιο μέχρις ότου φτάσει στο σημείο να εγκριθεί και να χορηγηθεί έχουν συντομευθεί και συμπυκνωθεί, με τη «δοκιμή» να συνεχίζεται και σε πραγματικές πλέον συνθήκες.

Σε επίπεδο διαθεσιμότητας, είναι φανερό ότι οι μεγάλες εταιρείες και ειδικά εκείνες που αξιοποίησαν τη σχετικά νέα τεχνολογία m-RNA, έσπευσαν να συνάψουν συμβόλαια πρωτίστως με τις πλούσιες χώρες, θεωρώντας ότι μαζί τους θα διασφάλιζαν και τις πωλήσεις και τα έσοδά τους. Άφησαν δε τις φτωχότερες σε δεύτερη ή και τρίτη μοίρα, με αποτέλεσμα αυτές να στραφούν προς τις εταιρείες με εμβόλια παραδοσιακής τεχνολογίας – κυρίως την AstraZeneca και τις κρατικές φαρμακευτικές της Ρωσίας και της Κίνας.

Είναι πολλά τα λεφτά…

Τα οικονομικά αποτελέσματα και οι προβλέψεις που κάνουν Pfizer/BioNTech και Moderna φαίνεται πως δικαιώνουν τις επιλογές τους. Για του λόγου το αληθές, μόλις πρόσφατα η πρώτη αναθεώρησε ανοδικά τις εκτιμήσεις της για το 2021, κατά 29%, υπολογίζοντας ότι τα έσοδα από τις πωλήσεις του εμβολίου κατά της Covid-19 θα ανέλθουν σε 33,5 δισ. δολάρια ως το τέλος του έτους.

Την ίδια στιγμή, η Moderna υπολογίζει ότι τα έσοδα από τις πωλήσεις του δικού της εμβολίου θα ανέλθουν σε 19,2 δισ. δολάρια σε ετήσια βάση. Είναι κάτι που, εκτός των άλλων, έχει εκτινάξει τη χρηματιστηριακή της αξία κατά πάνω από 200% στο πρώτο επτάμηνο του έτους, ενώ διασφάλισε στη μετοχή της και μια θέση στον δείκτη S&P 500.

Σε αυτό το φόντο, ακούστηκε τουλάχιστον περίεργα η είδηση ότι οι δύο εταιρείες προχωρούν, στα νέα συμβόλαια που υπογράφουν με την Κομισιόν, σε σημαντικές αυξήσεις στις τιμές των εμβολίων τους για την Ευρώπη – δηλαδή, για να μην ξεχνιόμαστε, των σκευασμάτων που αποτελούν είδος πρώτης ανάγκης.

Αυξήσεις 26-34%

Συγκεκριμένα, όπως έγινε ήδη γνωστό από την Κυριακή μέσω δημοσιεύματος των Financial Times και επιβεβαιώθηκε σήμερα από τις δηλώσεις του Γάλλου υπουργού Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, η Pfizer/BioNTech αυξάνει την τιμή κάθε δόσης από τα 15,5 στα 19,5 δολάρια, ήτοι κατά 26%. Όσο για την Moderna, η νέα τιμή διαμορφώνεται στα 25,5 ευρώ, έναντι 19 που ήταν ως σήμερα – μια αύξηση της τάξης του 34%.

Με τον τρόπο αυτό και με σχεδόν δεδομένο ότι θα απαιτηθεί – από το φθινόπωρο του 2021 και στη διάρκεια του 2022 – η χορήγηση επαναληπτικών δόσεων σε εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον πλανήτη, τα έσοδα των δύο εταιρειών αναμένεται σχεδόν να διπλασιαστούν το επόμενο έτος, πλησιάζοντας τα 90 δισ. δολάρια! Κι αυτό, στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, προκαλεί εύλογες απορίες και αντιδράσεις.

Οι ίδιες οι εταιρείες, βεβαίως, επικαλούνται τον βασικό νόμο της αγοράς προκειμένου να αιτιολογήσουν την επιλογή τους: Την αυξημένη ζήτηση και την περιορισμένη προσφορά και παραγωγική δυνατότητα, ένας συνδυασμός που οδηγεί σε – αναπόφευκτες, όπως ισχυρίζονται – αυξήσεις τιμών.

Τι θα πουν οι αντιεμβολιαστές;

Πλέον, εναπόκειται στον καθένα και την καθεμία να κρίνει το εάν και κατά πόσο καλύπτεται από αυτού του είδους τις ερμηνείες. Ειδικά σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης για την ανθρωπότητα, η οποία έχει αναγκάσει τους περισσότερους (αρκετούς δε παρά τη θέλησή τους) να πληρώσουν τεράστιο κόστος.

Σίγουρα, πάντως, οι υπεύθυνοι των εταιρειών είναι αρκετά έξυπνοι για να καταλάβουν ότι, εκτός των άλλων, προσφέρουν ένα ακόμη ισχυρό επιχείρημα στο αντιεμβολιαστικό κίνημα. Σε μια στιγμή, μάλιστα, που οι κυβερνήσεις αναζητούν διάφορους τρόπους προκειμένου να πείσουν τα μέλη του να αλλάξουν στάση…

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή