Εντυπωσιακή αύξηση της αγοραστικής δύναμης των Γάλλων κατά τη θητεία του Εμανουέλ Μακρόν δείχνουν τα στοιχεία που ανακοίνωσε το Γαλλικό Παρατηρητήριο των Οικονομικών Συγκυριών (OFCE). Μόνο επί των ημερών του Ζακ Σιράκ η δύναμη των καταναλωτών της χώρας μπροστά στο γκισέ του ταμείου είχε ενισχυθεί κατά μέσον όρο περισσότερο από τα 334 ευρώ ετησίως, που ενισχύθηκε κατά τη θητεία του σημερινού προέδρου η οποία λήγει, ως γνωστόν, τον προσεχή Απρίλιο. Ξεχωριστή έρευνα του συνδικάτου CGT, ωστόσο, αμφισβητεί τα ευρήματα του OFCE – για την ακρίβεια υποστηρίζει ότι δεν ισχύουν στα χαμηλά εισοδήματα.

Από το 1995 καταγράφει το Παρατηρητήριο την αγοραστική δύναμη των Γάλλων πολιτών αποπληθωρίζοντας βεβαίως τις ονομαστικές τους αποδοχές και τις εξελίξεις στις τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών. Και απεφάνθη ότι την περίοδο 2017-2022 (η εφετινή χρονιά και το 2002 υπολογίζονται κατ’ εκτίμηση) η μέση αγοραστική δύναμη των Γάλλων αυξήθηκε κατά 1% ετησίως ανά μονάδα κατανάλωσης, ποσοστό που αναλογεί σε μια αύξηση της τάξεως άνω των 330 ευρώ ετησίως.

«Είναι σαφώς υψηλότερη η αύξηση από εκείνη της θητείας του Φρανσουά Ολάντ (+0,2% ετησίως και ανά μονάδα κατανάλωσης την περίοδο 2012-2017) που χαρακτηρίστηκε από μια παρατεταμένη περίοδο δημοσιονομικής λιτότητας, η οποία επηρέασε την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών», σημειώνουν οι οικονομολόγοι του OFCE. Όσο για την προηγούμενη περίοδο, την πενταετία του Νικολά Σαρκοζί (2007-2012), η αγοραστική δύναμη των γαλλικών νοικοκυριών παρέμεινε μηδενική καθώς τα χρόνια εκείνα συνέπεσαν με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και την οικονομική ύφεση που ακολούθησε.

«Χρυσή» δωδεκαετία Σιράκ

Τρεις είναι οι βασικοί λόγοι για τους οποίους ενισχύθηκε αισθητά η αγοραστική δύναμη των Γάλλων επί Εμμανουέλ Μακρόν: «η μείωση της φορολόγησης που πέτυχε επί των ημερών του, η αύξηση των παροχών κοινωνικής ασφάλισης, αλλά και η δυναμική ανόδου των μισθών που σχετίζεται στενά με τη βελτίωση της γαλλικής αγοράς εργασίας».

Οι επιδόσεις του Μακρόν πάντως πόρρω απέχουν από εκείνες που είχε πετύχει ο Ζακ Σιράκ κατά τις δύο διαδοχικές προεδρικές θητείες του, την πρώτη επταετή (1995-2002) και τη δεύτερη πενταετή (2002-2007). Κατά την πρώτη η αγοραστική δύναμη των Γάλλων πολιτών είχε αυξηθεί κατά 2%, ενώ τη δεύτερη κατά 1,3%. Ήταν μια χρονική περίοδος βέβαια ισχυρής ανάκαμψης των οικονομιών σε ολόκληρο τον κόσμο.

1,5% η εφετινή αύξηση

Για την εφετινή χρονιά το Γαλλικό Παρατηρητήριο προβλέπει μια διόλου ευκαταφρόνητη αύξηση της αγοραστικής δύναμης του διαθέσιμου Ακαθάριστου Εισοδήματος των γαλλικών νοικοκυριών κατά 1,5% χάρη στα μέτρα στήριξης της γαλλικής οικονομίας και των εισοδημάτων που έλαβε η κυβέρνηση του Ζαν Καστέξ υπό την αιγίδα του προέδρου Μακρόν φυσικά. Σημειωτέον ότι το 2020, έτος της πανδημικής ύφεσης, η αύξηση της αγοραστικής δύναμης των Γάλλων ήταν μηδενική.

Για το 2002 το OFCE προβλέπει αύξηση 0,7% παρά τον τερματισμό της επεκτατικής οικονομικής πολιτικής «με κάθε κόστος» (για την αρωγή των νοικοκυριών και της οικονομίας), που εφάρμοσε ο Μακρόν. Κι αυτό «χάρη κυρίως στο δυναμισμό που έχει ανακτήσει η μεγάλη πλειονότητα των μισθωτών στη χώρα», όπως σημειώνει το Παρατηρητήριο.

Τα ευρήματα του OFCE αμφισβητεί, πάντως, ένα από τα μεγαλύτερα και ισχυρότερα εργατικά συνδικάτα της Γαλλίας, το CGT, το οποίο υποστηρίζει ότι την τελευταία 20ετία η αγοραστική δύναμη των δημοσίων υπαλλήλων (και δη των χαμηλόμισθων) έχει εμφανίζει «μια σημαντική τάση συρρίκνωσης».

«Αδικημένη η κατηγορία C»

Το CGT βασίζει την άποψή του σε δεδομένα και ετήσιες έρευνες που διεξήγαγαν τη Γενική Διοικητική Διεύθυνση των Δημοσίων Υπηρεσιών (DGAFP) και το Εθνικό Ινστιτούτο Οικονομικών Μελετών (Insee). Το συνδικάτο αναφέρεται συγκεκριμένα στους Γάλλους εργαζόμενους στο δημοσιο τομέα και αμείβονται με το βασικό μισθό (Smic) ή βρίσκονται κοντά στη βάση της μισθολογικής κλίμακας (κατηγορία C).

Ειδικά οι τελευταίοι αμείβονταν κατά μέσον όρο με μισθό υψηλότερο κατά 3% του Smic το έτος 2000, ενώ είκοσι χρόνια αργότερα αμείβονται με υψηλότερο μισθό μόλις κατά 0,8% του κατώτατου. Στην έκθεση που δημοσίευσε στις αρχές Οκτωβρίου το CGT σημειώνει ότι η μισθολογική πρόοδος των χαμηλόμισθων δημοσίων υπαλλήλων στη Γαλλία (οι ανήκοντες στην κατηγορία C) καθ’ όλη τη διάρκεια του επαγγελματικού τους βίου περιορίστηκε από το 50% στο 43%.

Από το 2010 ειδικότερα και σε ορίζοντα δεκαετίας η αγοραστική δύναμη των χαμηλόμισθων δημοσίων υπαλλήλων παρέμεινε «παγωμένη» παρά τις δύο αυξήσεις κατά 0,6% που έκανε τον Ιούλιο του 2016 και το Φεβρουάριο του 2017 ο πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ και οι οποίες εξάλλου ουδόλως βοήθησαν τον τότε υποψήφιο του Σοσιαλιστικού Κόμματος Μπενουά Αμόν, που καταποντίστηκε συγκεντρώνοντας μόλις το 6,36% του συνόλου των ψήφων στον πρώτο γύρο τον Απρίλιο του 2017 – ο Ολάντ, ως γνωστόν, δεν είχε διεκδικήσει μια δεύτερη θητεία.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή