Η θάλασσα είναι μέσα μας γιατί μας τριγυρίζει σχεδόν από παντού, όπου κι αν στρέψουμε το βλέμμα μας. Εχουμε δει λοιπόν πολλά λιμάνια όπου, όπως περιγράφει ο ποιητής, «στοιβαγμένες πράσινες βάρκες πήγαιναν πέρα δώθε σαν εύθυμοι μικροί μαθητές. Κουρασμένα πλοία, με ονόματα περίεργα, εξωτικά, ύψωναν κάθε πρωί τη σκιά τους. Ανθρωποι σκεφτικοί, ώριμοι από την άλμη, ανέβαιναν σταθερά τις απότομες, κρεμαστές σκάλες. Αγρια περιστέρια ζυγίζονταν στις κεραίες» («Το εγκώμιο της θαλάσσης», Κώστας Καρυωτάκης).

Ζώντας σε μια χώρα ναυτική, με έναν από τους μεγαλύτερους εμπορικούς στόλους διεθνώς, μάθαμε ότι δεν θα μπορούσαμε ποτέ να προδώσουμε τη θάλασσα κι ας έχει «τρόπους να μας καταπίνει», όπως έλεγε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Οι ημέρες μας είναι σταθερά βουτηγμένες σε αποχρώσεις του μπλε όπως τις απαθανάτισαν σπουδαίοι Έλληνες ζωγράφοι, όπως για παράδειγμα ο Σπύρος Βασιλείου (1902 ή 1903-1985) σε πίνακες όπως «Η γαλάζια μέρα» (1977), όπου τα όρια μεταξύ της θάλασσας, των σπιτιών και των ανθρώπων καταργούνται για να γίνουν ένα αδιαίρετο όλον, ή ο Κώστας Γραμματόπουλος (1916-2003) ο οποίος διαμόρφωσε τον εθνικό χαρακτήρα της σύγχρονης χαρακτικής της χώρας μαζί με τον Τάσσο και τη Βάσω Κατράκη, με τα ανάλαφρα καΐκια του να νιώθεις ότι λικνίζονται σε λιμάνια και λιμανάκια.

Η διαχρονική σχέση της χώρας με τη ναυτιλία

Ορισμένοι από τους σπουδαιότερους Έλληνες καλλιτέχνες αποτύπωσαν με κάποιον τρόπο και με το προσωπικό τους ιδίωμα αυτή τη διαχρονική σχέση της χώρας με τη ναυτιλία της και δημιούργησαν πίνακες που είναι συνώνυμοι με την ελληνική τέχνη αλλά και την ίδια την ελληνικότητα.
Οπως «Το λιμάνι της Καλαμάτας» (1911) του Κωνσταντίνου Παρθένη (1878-1967), μια λιτή σύνθεση όπου εικονογραφείται με λυρική διάθεση μια οικεία εικόνα, συνήθης αν και ελαφρώς διαφοροποιημένη στις μεγάλες παραθαλάσσιες ελληνικές πόλεις: η προκυμαία με τα παγκάκια, ένας κόκκινος φάρος και το ιστιοφόρο με τα ανοιχτά πανιά να προσεγγίζει ήσυχα-ήσυχα το λιμάνι. Από κοντά και ο πίνακας «Βάρκα με πανί (Πάνορμος, Τήνος)» (π. 1925) του Νικόλαου Λύτρα (1883-1927), ενός συνοδοιπόρου του Παρθένη στις αισθητικές αναζητήσεις που θα οδηγούσαν στην αποδέσμευση της ζωγραφικής από την ακαδημαϊκή προσέγγιση. Οι ρευστές πινελιές του με το πηχτό χρώμα αποδίδουν μια εικόνα που δεν έχει αλλάξει και πολύ εδώ και εκατό περίπου χρόνια: τον μόχθο και τη μοναχικότητα του ψαρά που βρίσκεται σε αρμονία με τη φύση και παλεύει καθημερινά να δαμάσει τα κύματα και τις δυσκολίες της ζωής.

Θαλασσογράφος, πλοιογράφος και λιμενογράφος

Αν πάμε ακόμα πιο πίσω, όταν δεν είχαν γίνει ακόμη αυτά τα βήματα αποδέσμευσης από την ακαδημαϊκή προσέγγιση που επικρατούσε στη ζωγραφική, θα συναντήσουμε τους ζωγράφους που έρχονται συνήθως στον νου όταν ακούμε τη λέξη «θαλασσογραφία».

Ολα ξεκινούν από τον Κωνσταντίνο Βολανάκη (1837-1907), τουλάχιστον σε συμβολικό επίπεδο, καθώς θεωρείται από πολλούς «ο πατέρας της ελληνικής θαλασσογραφίας» ή και συγκεκριμένα «πλοιογράφος» αλλά και «λιμενογράφος», ο οποίος αναμενόμενα επηρέασε πολλούς ζωγράφους της εποχής του. Η ακαδημαϊκή του προσέγγιση θεωρείται περίπου ταυτόσημη με το συγκεκριμένο ζωγραφικό είδος. Aλλωστε, ο συγκεκριμένος ζωγράφισε πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ στόλων, πλοία αλλά και λιμάνια τόσο των μεγάλων ναυτικών κέντρων της Ελλάδας, με τους περιπατητές να κάνουν τη βόλτα τους στην προκυμαία δίπλα στα αραγμένα ιστιοφόρα, όσο και μικρούς, «αφανείς» κόλπους, τρικυμισμένες ακρογιαλιές, αλλά και πλοία της γραμμής, συνήθως έπειτα από παραγγελίες μεγάλων ναυτιλιακών εταιρειών.

Εντυπωσιακές πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ στόλων

Ο, για χάρη συντομίας απλώς «θαλασσογράφος», Βολανάκης ζωγράφισε εντυπωσιακές πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ στόλων, όπως την περίφημη «Ναυμαχία του Τραφάλγκαρ» (1877), η οποία αγοράστηκε από το υπουργείο Ναυτικών της Αγγλίας (είναι άγνωστο πού βρίσκεται σήμερα), όπως και θαλάσσιες εικόνες με βάρκες, καϊκια, ιστιοφόρα και ατμόπλοια. «Φορείς ενός μεσογειακού ρομαντισμού, τα πλοία του Βολανάκη δεν ανακαλούν την πεζότητα του μεταφορικού μέσου. Θεωρούνται περισσότερο αντικείμενα ενός ευπρόσιτου ποιητικού χώρου» σημειώνει ο καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης Μανόλης Βλάχος. Σπουδαγμένος στο Μόναχο, ο Βολανάκης κατείχε την εσωτερικευμένη γνώση των εικόνων της ζωής του λιμανιού χάρη στις πρότερες εμπειρίες της ζωής του. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, σπούδασε στο Γυμνάσιο της Σύρου και έζησε για ένα διάστημα και στην Τεργέστη, όταν εργάστηκε ως λογιστής στον εμπορικό οίκο του Γεωργίου Αφεντούλη.
Το μεγάλο λιμάνι της ιταλικής πόλης τού έδωσε τη δυνατότητα να μελετήσει μέσα από ζωγραφικά σχέδια την κίνηση των πλοίων κατά την είσοδό τους ή την έξοδό τους από αυτό, μια προϋπηρεσία που του φάνηκε ιδιαίτερα χρήσιμη όταν αποφάσισε να εστιάσει στη θαλασσογραφία. Σήμερα οι θαλασσογραφίες του Βολανάκη βρίσκονται σε πολλές ιδιωτικές συλλογές και πολλοί από τους πίνακές του έχουν πωληθεί σε υψηλότατες τιμές – για παράδειγμα «Η άφιξη του Καραϊσκάκη στο Φάληρο» είχε πωληθεί από τους Sotheby’s για το ποσό των 1.970.000 ευρώ το 2018. Ως μια ακόμη ειρωνεία της ζωής των καλλιτεχνών, ο ίδιος είχε πεθάνει πάμπτωχος και στην κηδεία του είχαν παρευρεθεί μόλις πέντε άτομα.

Ο μαθητής του Κωνσταντίνου Βολανάκη στη Σχολή Καλώντης Αθήνας, Βασίλειος Χατζής (1870-1915), ο οποίος εντάσσεται από τεχνοκριτικούς στη Σχολή του Μονάχου εξαιτίας της συνάφειας του ύφους του, άφησε πίσω του πολλούς πίνακες με ναυμαχίες, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι πεθαίνοντας έμεινε ημιτελές ένα τέτοιο έργο του, η «Τελευταία ναυμαχία του Βυζαντίου». Αλλωστε, είχε επιβιβαστεί σε πολεμικά πλοία του ελληνικού στόλου στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων με εντολή της ελληνικής κυβέρνησης και είχε φιλοτεχνήσει σκηνές δράσης στη θάλασσα.

Aπό τον ακαδημαϊσμό του Βολανάκη στο συναίσθημα

Ο Βολανάκης ήταν αναμφίβολα ο master του είδους του και ταλαντούχοι έτεροι θαλασσογράφοι, όπως ο Ιωάννης Αλταμούρας (1852-1878), δεν μπόρεσαν να του πάρουν τα σκήπτρα του τίτλου στην ιστορία της τέχνης, αν μη τι άλλο επειδή στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπήρξε ο απαραίτητος χρόνος. Ο Αλταμούρας, ο οποίος υπήρξε ο πιο ακριβοπληρωμένος Έλληνας ζωγράφος της εποχής του, πέθανε πολύ νέος, μόλις 26 ετών, όταν προσβλήθηκε από φυματίωση. Πρόλαβε ωστόσο να επιδείξει μια ζωγραφική προσέγγιση που απομακρυνόταν από τον ακαδημαϊσμό του Βολανάκη και εμπεριείχε περισσότερο συναίσθημα.

Ο Αλταμούρας αναδείκνυε τα παιχνιδίσματα του φωτός με τη θάλασσα, κάτι που φανερώνει την επαφή του με τις τάσεις του πρώιμου ιμπρεσιονισμού, ακόμα και όταν ζωγράφιζε ναυμαχίες, μια αγαπημένη θεματική της εποχής, όπως το προσωπικό του αριστούργημα «Ναυμαχία στην Πατραϊκό Κόλπο» (1874). Αυτή η προσέγγιση ήταν απότοκο της θητείας του στο πλευρό του σπουδαίου ζωγράφου της εποχής Καρλ Φρέντερικ Σόρενσεν, όταν βρέθηκε στην Κοπεγχάγη με υποτροφία του βασιλιά Γεωργίου Α’. Γνωρίζοντας την ευρωπαϊκή παράδοση της θαλασσογραφίας αλλά και τις νεωτεριστικές απόψεις του δασκάλου του, δημιούργησε ατμοσφαιρικούς πίνακες με δραματικό χαρακτήρα που ενίοτε παραπέμπουν και στη φλαμανδική ζωγραφική παράδοση.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Ναυτιλία
ΟΛΘ Α.Ε.: Αυξημένες επιδόσεις το 2023 με ρεκόρ διακίνησης εμπορευματοκιβωτίων
Επιχειρήσεις |

Αυξημένες επιδόσεις το 2023 για τον ΟΛΘ - Σε «ΜΕΤΚΑ - ΤΕΚΑΛ» το έργο του 6ου προβλήτα

Στον τερματικό σταθμό εμπορευματοκιβωτίων, σημειώθηκε αύξηση άνω του 12% (στα € 59,8 εκατ.), ενώ στους τομείς εκμετάλλευσης χώρων και επιβατικής κίνησης σημειώθηκαν αυξήσεις 18,2% και 31,3% αντίστοιχα