Η νέα χρονιά ξεκινά από μία ευνοϊκή αφετηρία, με την ελληνική οικονομία να έχει επιδείξει αξιοσημείωτη αντοχή σε δύο αλλεπάλληλες, ιδιαιτέρως σοβαρές, διεθνείς διαταραχές -την πανδημία και την ενεργειακή κρίση, με αφετηρία τον πόλεμο στην Ουκρανία-, οι οποίες συνοδεύτηκαν και από τη σφοδρότερη πληθωριστική κλιμάκωση εδώ και 40 έτη. Με εξαίρεση την πανδημία, που βρίσκεται σε ύφεση, οι υπόλοιποι παράγοντες συνεχίζουν να συνιστούν εστίες ανησυχίας και επίμονων προκλήσεων. Ωστόσο, με τα έως τώρα δεδομένα, σημαντικό μέρος των προαναφερθέντων κίνδυνων έχει προεξοφληθεί ήδη από τα μέσα του 2022.

Οι εστίες αβεβαιότητας για το 2023 εντοπίζονται στην επιμονή των ενεργειακών προκλήσεων και το πρόσθετο κόστος της απαιτούμενης ενεργειακής μετάβασης, την ένταση της οικονομικής επιβράδυνσης της Ευρωζώνης και την προσαρμογή της διεθνούς και εγχώριας οικονομίας σε ένα περιβάλλον υψηλότερων επιτοκίων και πιο παρατεταμένων, από τις αρχικές εκτιμήσεις, πληθωριστικών πιέσεων. Παρά τους δικαιολογημένους φόβους, η ανταπόκριση της ευρωπαϊκής οικονομίας στο σύνολό της ήταν μέχρι στιγμής καλύτερη από το αναμενόμενο, παρά τις καθυστερήσεις σε κρίσιμες αποφάσεις στο ενεργειακό πεδίο – και με τη θετική συνδρομή και συγκυριακών παραγόντων (ήπιες καιρικές συνθήκες) – με αποτέλεσμα οι άμεσοι κίνδυνοι να φαίνονται πιο διαχειρίσιμοι πλέον, αν και απομένουν αρκετοί δύσκολοι μήνες μπροστά μας. Ομως, οι γεωπολιτικές συνθήκες παραμένουν δυσμενείς και απρόβλεπτες, με απροσδιόριστες παγκόσμιες προεκτάσεις σε περίπτωση νέας κλιμάκωσης στην Ουκρανία, αλλά και αυξανόμενες περιφερειακές απειλές στη γειτονιά μας, και ευρύτερα, εν μέσω πρωτόγνωρων εντάσεων, επιθετικότητας και αναθεωρητισμού.

Μετά την καταβύθιση της δραστηριότητας λόγω πανδημίας, η ελληνική οικονομία έχει εκπλήξει ευχάριστα με τη δυναμική της. Η μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ εκτιμάται ότι ανήλθε σε περίπου 7% το 2021-22 – ρυθμός διπλάσιος από τον μ.ό. στη ευρωζώνη – με σταθερή βελτίωση της αγοράς εργασίας, με την ανεργία σε χαμηλό 11 ετών και τις επιχειρηματικές επιδόσεις, τόσο σε όρους κερδοφορίας όσο και κύκλου εργασιών, στο καλύτερό τους σημείο εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία. Η εγχώρια ζήτηση παρέμεινε σε έντονα ανοδική τροχιά, παρά την πίεση που ασκεί ο πληθωρισμός στην αγοραστική δύναμη, με την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης να υπερβαίνει το 8% σε αποπληθωρισμένους όρους το 2022, ανακτώντας σχεδόν όλες τις απώλειες της δεκαετούς κρίσης. Ο εξωστρεφής μετασχηματισμός της οικονομίας παγιώνεται με τον όγκο των συνολικών εξαγωγών σε νέο ιστορικό υψηλό, με κομβική  συνδρομή πλέον και από τον τουρισμό που επανέκαμψε δυναμικά προσεγγίζοντας τις κορυφαίες επιδόσεις του 2019. Αν και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών δείχνει υψηλό, λόγω των έντονων ανατιμήσεων κυρίως των εισαγωγών, σε αποπληθωρισμένους όρους αντιστοιχεί στο 1/3 του επιπέδου του το 2007-08, όταν κορυφώθηκαν οι εξωτερικές ανισορροπίες της ελληνικής οικονομίας. Αναμφισβήτητα η αυξημένη εξωστρέφεια καθιστά την οικονομία περισσότερο ευάλωτη στις διεθνείς εξελίξεις, αν και οι ελληνικές εξαγωγές απαρτίζονται κυρίως από προϊόντα με σχετικά χαμηλή εισοδηματική ελαστικότητα και ηπιότερες διακυμάνσεις ζήτησης.

Σημαντικό ρόλο στις θετικές επιδόσεις διαδραμάτισε η δημοσιονομική πολιτική, που αντιστάθμισε σημαντικό μέρος των πιέσεων, ιδίως στις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και επιχειρήσεις. Η ισχύς της οικονομικής ανάκαμψης επέτρεψε ουσιαστικά την «αυτοχρηματοδότηση» των μέτρων στήριξης, μέσω της ισχυρής αύξησης των φορολογικών εσόδων, με την επιστροφή σε μικρό πρωτογενές πλεόνασμα να φαίνεται απολύτως εφικτή για το 2023, χωρίς υφεσιακό αντίκτυπο. Παράλληλα, το χρέος αναμένεται να μειωθεί κατά περισσότερο από 30 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ από την κορύφωση του 2020, με τις πρόσφατες αναλύσεις βιωσιμότητας να δείχνουν ταχύτερη μείωση βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, παρά τα υψηλότερα επιτόκια. Ως εκ τούτου, και με δεδομένη τη συνεπή τήρηση των υποχρεώσεών μας εδώ και 7 χρόνια, η αξιοπιστία της οικονομίας έχει ενισχυθεί και η προοπτική ανάκτησης της πολυπόθητης επενδυτικής βαθμίδας εντός του 2023 παραμένει.

Στο πεδίο των επενδύσεων και της ελκυστικότητας της οικονομίας, οι επιδόσεις είναι ενθαρρυντικές και συντηρούν τη θετική δυναμική τους παρά τις αβεβαιότητες. Οι επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου θα ανέλθουν σε υψηλό 12 ετών το 2022, με σημαντική ποιοτική βελτίωση σε όρους ενίσχυσης του τεχνολογικού και μηχανολογικού περιεχομένου τους και θετικότατες προοπτικές για το 2023. Οι δημόσιες επενδύσεις, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών του Ταμείου Ανάκαμψης, θα ανέλθουν σε ιστορικά υψηλό επίπεδο το 2023. Παράλληλα, οι άμεσες ξένες επενδύσεις βρίσκονται σε σταθερά ανοδική τροχιά προς νέο υψηλό το 2022, προοιωνίζοντας πρόσθετες σχετιζόμενές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου και ενίσχυση της δραστηριότητας το 2023, καθώς και τα επόμενα χρόνια. Πολλά ιδιωτικά επενδυτικά σχέδια είναι σε ώριμη φάση, με το Ταμείο Ανάκαμψης και τον τραπεζικό ανταγωνισμό να απορροφούν μέρος των επιτοκιακών πιέσεων και τις ικανότητες εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου των επιχειρήσεων να επιστρέφουν σε προ ελληνικής κρίσης επίπεδα. Παράλληλα, οι σταδιακές μισθολογικές αυξήσεις και η διατηρήσιμη ενίσχυση της απασχόλησης σε συνδυασμό με τα ισχυρότατα αποθέματα ρευστότητας, που συγκεντρώνουν τα πιο εύρωστα τμήματα επιχειρήσεων και νοικοκυριών, συνιστούν πρόσθετα αναχώματα απέναντι στους βραχυχρόνιους κινδύνους.

Συνοψίζοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι προφανώς οι οικονομικές και κοινωνικές αντοχές δεν είναι ανεξάντλητες απέναντι σε διαρκείς προκλήσεις. Αναμφισβήτητα, δεν μπορούμε να μείνουμε αλώβητοι σε μια παρατεταμένη επιδείνωση στο διεθνές περιβάλλον, αλλά παραμένω αισιόδοξος ότι στην οικονομία μας επενεργούν σημαντικοί υποστηρικτικοί παράγοντες, που την καθιστούν λιγότερο ευάλωτη σε προσθέτους, προσωρινούς κλυδωνισμούς. Ωστόσο δεν υπάρχουν περιθώρια για εφησυχασμό σε ένα περιβάλλον που το παράδοξο και αναπάντεχο τείνει να γίνει σύνηθες.

Ο κ. Νίκος Σ. Μαγγίνας είναι επικεφαλής οικονομολόγος Εθνικής Τράπεζας.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts