Από την ημέρα της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Ευρώπη έκανε μια στροφή σε ό,τι αφορά τις αμυντικές δαπάνες. Από την ημέρα που ο πρώην Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς -πιεζόμενος και από τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν- «έκλεισε» το μάτι στις γερμανικές βιομηχανίες με την υπόσχεση για την κατακόρυφη αύξηση των αμυντικών δαπανών της χώρας κατά 100 δισ. ευρώ μέχρι την προχθεσινή απόφαση των ευρωπαϊκών χωρών για άνοδο των αμυντικών τους δαπανών στο 5%, με την ευθεία παραίνεση του νυν προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, η διάταξη έχει τεθεί σε λειτουργία.
Η Ευρώπη βρίσκεται σε μια διαδικασία μεγάλης κούρσας εξοπλισμών, η οποία ενδέχεται να οδηγήσει σε οδηγήσει σε πολεμικές συγκρούσεις με δυσμενή αποτελέσματα για τους πολίτες. Ιστορικά, οι εξοπλισμοί αναδείχθηκαν σε κινητήριο δύναμη της Μεσοπολεμικής Ευρώπης. Ωστόσο, ο ανταγωνισμός εξοπλιστικών προγραμμάτων των ευρωπαϊκών χωρών πριν την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου είχε ως συνέπεια τις δραματικές εξελίξεις στα πολεμικά μέτωπα και έναρξη γενικευμένων συγκρούσεων, οι οποίες τελικά οδήγησαν σε απώλειες τουλάχιστον 60 εκατομμυρίων ανθρώπων.
Σήμερα, η Ευρώπη δείχνει να έχει βάλει «μπροστά» την υλοποίηση ενός Μιλιταριστικού Κεϋνσιανισμού, εκτιμώντας ότι θα υπάρξουν τεράστια οικονομικά οφέλη για τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες, οι οποίες έχουν στερηθεί τη «φθηνή ενέργεια» που παρείχε η Ρωσία πριν τον πόλεμο. Άλλωστε, αυτό ήταν και το «τυράκι» που πρόσφερε ο Σολτς το 2022, προκειμένου να αντισταθμίσει την επιβάρυνση κόστους που θα έφερνε στις γερμανικές βιομηχανίες η διακοπή της ροής του ρωσικού φυσικού αερίου και πετρελαίου, εξαιτίας των κυρώσεων.
Αυτό προφανώς δε θα αφορά μόνο τις παραδοσιακές εταιρείες που ασχολούνται με τον πολεμικό εξοπλισμό, αλλά και άλλες εταιρείες, οι οποίες ενδέχεται να αντιμετωπίζουν προβλήματα αυτή τη στιγμή. Για παράδειγμα, η Volkswagen θα μπορεί να δίνει ολόκληρες γραμμές παραγωγής στη Rheinmetall για την παραγωγή αρμάτων μάχης.
Σε κάθε περίπτωση, το ReArm Europe βρίσκεται σε εξέλιξη και η υποχρέωση των χωρών να φτάσουν τις αμυντικές τους δαπάνες στο 5% μέχρι το 2035 δείχνει να επιταχύνει τις διαδικασίες.
Άλλωστε, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 6 Μαρτίου 2025 υπογράμμισε -εντός της λεγόμενης Λευκής Βίβλου- την ανάγκη τόνωσης της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, με έμφαση στην αύξηση της παραγωγικής ικανότητας και στη διευκόλυνση κοινών προμηθειών μεταξύ πολλών κρατών-μελών της ΕΕ σε στρατιωτικό εξοπλισμό.
Το σχέδιο ReArmEurope/Readiness 2030, που συνοδεύει τη Λευκή Βίβλο, παρέχει χρηματοδοτικά μέσα για την ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων της ΕΕ μέσω σημαντικών επενδύσεων και διαρθρωτικών αλλαγών. Προβλέπει την κινητοποίηση έως και 800 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 150 δισ. ευρώ προέρχονται από το νέο χρηματοδοτικό μέσο δράσης SAFE (Security Action For Europe). Παράλληλα, προτείνεται η ενεργοποίηση της εθνικής ρήτρας διαφυγής που προβλέπεται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) για την περίοδο 2025-28.
Έχει καταστεί σαφές ότι η -βιομηχανικά προβληματική- Ευρώπη «ποντάρει» πολλά στην υλοποίηση ενός δημόσιου επενδυτικού προγράμματος για να εξοπλιστεί και θεωρεί ότι αυτό θα συνδράμει στην αναζωογόνηση των βιομηχανικών τομέων και την ενίσχυση της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Σε οικονομικούς όρους, η αύξηση θα βασιστεί σε δημόσιο δανεισμό, ο οποίος θα φορτωθεί στις «πλάτες» των Ευρωπαίων πολιτών από δημοσιονομικά επιβαρυμένες οικονομίες. Κι αυτή είναι μόνο μία από τις ενδεχόμενες συνέπειες…