Η παραίτηση του Γάλλου πρωθυπουργού Σεμπαστιέν Λεκορνί, μόλις 27 ημέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, αναδεικνύει για άλλη μια φορά την πολιτική αβεβαιότητα που επικρατεί στη Γαλλία, καθιστώντας εξαιρετικά δύσκολη την ψήφιση ενός προϋπολογισμού που θα μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα.
Αυτή είναι η πρώτη «ανάγνωση» των εξελίξεων από την Capital Economics, η οποία εκτιμά ότι αυτή η εξέλιξη ενισχύει τη πεποίθηση ότι, με το δημόσιο έλλειμμα να ξεπερνά το 5% του ΑΕΠ και το χρέος να αυξάνεται, το ασφάλιστρο κινδύνου των γαλλικών κρατικών ομολόγων θα συνεχίσει να διευρύνεται.
Η δουλειά του Λεκορνί ήταν ανέκαθεν δύσκολη, και τελικά παρέμεινε πρωθυπουργός για ακόμη λιγότερο χρόνο από τη Λιζ Τρας στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2022 (η οποία παρέμεινε 49 ημέρες, κάτι που θεωρείται σχετικά εντυπωσιακό).
Είχε γίνει σαφές ότι το νέο υπουργικό συμβούλιο του Λεκορνί – το οποίο ανακοινώθηκε χθες (5 Οκτωβρίου 2025) και ήταν πολύ παρόμοιο με το προηγούμενο – δεν θα έβρισκε υποστήριξη στο κοινοβούλιο, ενώ οι προσπάθειές του να περάσει έναν προϋπολογισμό θα απέτυχαν. Έτσι, αποφάσισε να αποχωρήσει πριν τον πιέσουν να φύγει.
Πιθανά σενάρια για το μέλλον
Ακόμη δεν είναι ξεκάθαρο ποια θα είναι η επόμενη κίνηση, ωστόσο υπάρχουν αρκετές πιθανότητες. Ο πρόεδρος Μακρόν θα μπορούσε να διορίσει έναν νέο πρωθυπουργό και να ξεκινήσει εκ νέου τη διαδικασία.
Αυτή τη φορά, ίσως επιλέξει έναν υποψήφιο από το αριστερό κέντρο, ο οποίος θα είχε περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει την υποστήριξη των Σοσιαλιστών, όμως αυτή η στρατηγική ενέχει τον κίνδυνο να χάσει την υποστήριξη των κεντροδεξιών Ρεπουμπλικάνων. Έτσι, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι αυτή η προσέγγιση θα είχε μεγαλύτερη επιτυχία.
Εναλλακτικά, ο Μακρόν θα μπορούσε να προκηρύξει πρόωρες κοινοβουλευτικές εκλογές. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι παρόμοιο με τις εκλογές του προηγούμενου έτους, κάτι που πιθανότατα θα οδηγούσε σε συνεχιζόμενο αδιέξοδο.
Ο Εθνικός Συναγερμός (Rassemblement National) και οι σύμμαχοί του θα κερδίσουν τις περισσότερες ψήφους, φτάνοντας στο 33%-34%, ελαφρώς αυξημένο ποσοστό σε σχέση με το 2024.
Ωστόσο, ο αριστερός συνασπισμός είναι τώρα πιο κατακερματισμένος απ’ ό,τι πέρυσι, όταν το λεγόμενο «cordon sanitaire» (φράγμα) στον δεύτερο γύρο των εκλογών είχε περιορίσει τον αριθμό των εδρών που κατέκτησε ο Εθνικός Συναγερμός. Αυτή τη φορά, τέτοιος συντονισμός μοιάζει λιγότερο πιθανός, με τον Εθνικό Συναγερμό να κερδίζει περισσότερες έδρες, ακόμη και με το ίδιο ποσοστό ψήφων.
Πρόωρες εκλογές;
Είναι επίσης πιθανό ο Macron να καλέσει πρόωρες προεδρικές εκλογές. Παρόλο που κάτι τέτοιο θα ήταν ιδιαίτερα ασυνήθιστο, έχει ξαναγίνει. Ο τελευταίος πρόεδρος που παραιτήθηκε ήταν ο Σαρλ ντε Γκολ το 1969.
Στην περίπτωση αυτή, η Μαρίν Λε Πεν δεν θα μπορούσε να είναι υποψήφια, οπότε το κόμμα της θα υποστηρίξει τον Ζορντάν Μπαρντελά.
Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις τον φέρνουν να συγκεντρώνει το 30%-35%, ακολουθούμενος από τον Εντουάρ Φιλίπ του Ensemble με ποσοστό 15%-20%, και τον σοσιαλιστή Ραφαέλ Γκλουκσμάν με περίπου 15%.
Τι σημαίνουν για την οικονομία και τις αγορές;
Η Capital Economics υποστηρίζει ότι η αδύναμη κατάσταση των δημόσιων οικονομικών και το κατακερματισμένο πολιτικό τοπίο θα προκαλέσουν άνοδο των spreads (διαφορές επιτοκίων) των γαλλικών κρατικών ομολόγων σε σχέση με αυτά της Ιταλίας.
Πράγματι, τα spreads της Γαλλίας έχουν ήδη ξεπεράσει εκείνα της Ιταλίας το πρωί της Δευτέρας (6/10). Εκτιμάται ότι αυτά θα αυξηθούν περαιτέρω, καθώς το δημοσιονομικό έλλειμμα της κυβέρνησης αναμένεται να παραμείνει διευρυμένο και η αναλογία χρέους θα συνεχίσει να αυξάνεται.
Σημειώνεται ότι, ενώ η Ιταλία έχει υψηλότερη αναλογία χρέους από τη Γαλλία, βρίσκεται σε πιο σταθερή πορεία, χάρη στο μικρότερο δημοσιονομικό έλλειμμα της κυβέρνησής της.
Αν και ο κίνδυνος μετάδοσης σε άλλες χώρες είναι περιορισμένος, καθώς τα δημοσιονομικά προβλήματα της Γαλλίας είναι ειδικά για τη χώρα, η Στρατηγική Προστασίας Μετάδοσης (Transmission Protection Instrument) της ΕΚΤ προσφέρει ένα δίχτυ ασφαλείας για τις αγορές ομολόγων.
Η οικονομική επίδραση αναμένεται να είναι περιορισμένη. Οι τράπεζες είναι σε καλή κατάσταση και κατέχουν σχετικά μικρό ποσοστό γαλλικών κρατικών ομολόγων, ενώ οι χρηματοδοτικές συνθήκες στον ιδιωτικό τομέα μπορεί να μην επηρεαστούν ακόμα κι αν αυξηθούν τα κόστη δανεισμού της κυβέρνησης.
Ωστόσο, η πολιτική αβεβαιότητα δεν είναι βοηθητική και η οικονομική ανάπτυξη αναμένεται να παραμείνει περιορισμένη τα επόμενα χρόνια.