Νέο καμπανάκι συναγερμού χτυπά για το μέλλον της ευρωπαϊκής βιομηχανίας. Τους τελευταίους δώδεκα μήνες, το σωρευτικό εμπορικό πλεόνασμα του Πεκίνου με την ΕΕ ξεπέρασε το πλεόνασμα με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν τη Δευτέρα από τα κινεζικά τελωνεία και αφορούν το εμπορικό ισοζύγιο της Κίνας με τον υπόλοιπο κόσμο τον μήνα που πέρασε δείχνουν μια εξέλιξη που ουδέποτε έχει παρατηρηθεί στο παρελθόν, αν εξαιρέσει κανείς τρεις μήνες του έτους 2008, μετά την κατάρρευση των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου που βύθισε απότομα την αμερικανική οικονομία.
Συγκεκριμένα το διάστημα μεταξύ Οκτωβρίου 2024 και Οκτωβρίου 2025 το πλεόνασμα της Κίνας με την Ευρώπη έφτασε τα 310 δισ. δολάρια, ξεπερνώντας το πλεόνασμα με τις ΗΠΑ που καταγράφτηκε στα 302 δισ. δολάρια. Όπως υπολογίζει ο Αντονί Μορλέ-Λαβινταλί του εδρεύοντος στο Παρίσι Κέντρου Οικονομικών και Επιχειρηματικών Rexecode, από το 2019 το πλεόνασμα της Κίνας με την Ευρώπη έχει σχεδόν διπλασιαστεί. Και όλα δείχνουν ότι με τους δασμούς του Τραμπ, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό κλείνουν την πόρτα της αμερικανικής αγοράς στις κινεζικές εξαγωγές, αυτό το φαινόμενο πρόκειται να ενταθεί περαιτέρω στο μέλλον καθώς οι Κινέζοι εξαγωγείς θα στρέφονται περισσότερο στις εκτός των ΗΠΑ αγορές.

«Είναι γνωστό ότι τα κινεζικά προϊόντα συχνά παρακάμπτουν τους παραδοσιακούς διαύλους μεταφοράς τους προς τις ΗΠΑ και διαμετακομίζονται στη βουλιμικότερη καταναλωτική αγορά του πλανήτη μέσω Βιετνάμ, Μεξικού ή άλλων χωρών. Ως εκ τούτου το μετρήσιμο εμπορικό πλεόνασμα του Πεκίνου με την Ουάσινγκτον πιθανότατα υποτιμάται. Παρ ‘όλα αυτά, οι ΗΠΑ περνούν μια φάση πρωτόγνωρης εσωστρέφειας, ενώ με την Ευρώπη δεν συμβαίνει κάτι παρόμοιο. Επόμενο είναι η ευρωπαϊκή βιομηχανία να αντιπαρατίθεται ευθέως με την κινεζική», γράφει ο Γκιγιόμ ντε Καλινιόν στη «Les Echos». Ε, σ’ αυτή την όλο και πιο ανταγωνιστική σχέση χαμένη βγαίνει διαρκώς η Ευρώπη.
Στο στόχαστρο οι Γερμανοί
Το εντυπωσιακό στην όλη υπόθεση είναι ότι η Κίνα βελτιώνει την ανταγωνιστικότητά της εκεί ακριβώς που η ανέκαθεν Ευρώπη πλεονεκτούσε. «Η ανοδική πορεία της Κίνας εντοπίζεται ακριβώς στους κλάδους στους οποίους η Ευρώπη ιστορικά κατείχε τα κύρια ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα, δηλαδή στις μεταφορές, στην αυτοκινητοβιομηχανία, στην αεροδιαστημική, καθώς και στα κεφαλαιουχικά αγαθά όπως είναι οι εργαλειομηχανές και επίσης στις πρωτογενείς βιομηχανίες, στις χημικές για παράδειγμα», εξηγεί ο Αντονί Μορλέ-Λαβινταλί.
«Η Ευρώπη δέχεται επίθεση από την Κίνα όχι μόνο στην εγχώρια αγορά της αλλά και στις τρίτες αγορές, δεδομένου ότι πλέον η κινεζική βιομηχανία έχει αποκτήσει παγκόσμια ισχύ, άρα και διεθνή παρουσία. Οι Ευρωπαίοι επομένως δεν έχουν εναλλακτική λύση για τις εξαγωγές τους», υποστηρίζει ο οικονομολόγος του Rexecode.
Για την Ευρώπη αυτό είναι επομένως ένα δεύτερο κινεζικό σοκ, μετά το πρώτο που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 με την ένταξη της χώρας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ). Και η ευρωπαϊκή βιομηχανία είναι πρώτα και κύρια γερμανική βιομηχανία. Η Κίνα είναι αυτή που έχει στο στόχαστρό της η κινεζική κυβέρνηση, όπως παρατηρεί ο ρεπόρτερ της «Les Echos», ο οποίος παραπέμπει σε παρατηρήσεις οικονομολόγων της Deutsche Bank: «Η Κίνα ανταγωνίζεται ολοένα και περισσότερο τη Γερμανία στις παγκόσμιες αγορές, ακόμη και στις αγορές μέσα στην ίδια την Ευρώπη».
Όπλο τους οι τιμές
Μεταξύ 2019 και 2024 οι γερμανικές εξαγωγές προς την Κίνα μειώθηκαν κατά 9%, ενώ οι κινεζικές εξαγωγές προς τη Γερμανία αυξήθηκαν κατά 40%. Η Γερμανία, η οποία μόλις πριν από έξι χρόνια είχε εμπορικό πλεόνασμα περίπου 30 δισ. δολαρίων με την Κίνα, το δωδεκάμηνο Οκτωβρίου 2024-Οκτωβρίου 2025 είχε εμπορικό έλλειμμα 25 δισ. δολαρίων, πάντα με βάση τα στοιχεία του Πεκίνου.
Σε μελέτη που δημοσιεύθηκε αυτή την εβδομάδα οικονομολόγοι από το Ινστιτούτο Οικονομικών της Κολωνίας επισημαίνουν ότι κατά το πρώτο εξάμηνο του 2025 οι εισαγωγές των ΗΠΑ από την Κίνα μειώθηκαν κατά σχεδόν 16% σε σύγκριση με το αντίστοιχο εξάμηνο πέρυσι, ενώ οι γερμανικές εισαγωγές από την Κίνα αυξήθηκαν κατά περίπου 11%.
Εν τω μεταξύ, οι τιμές των κινεζικών αγαθών ήσαν μειωμένες σχεδόν κατά 4%. «Αυτό υποδηλώνει ότι οι Κινέζοι προμηθευτές κατακλύζουν τη γερμανική αγορά με προϊόντα σε χαμηλές, ανταγωνιστικές τιμές», συμπεραίνουν οι οικονομολόγοι της Κολωνίας.
«Επί του πεδίου οι συνέπειες είναι πολύ σημαντικές», υπογραμμίζει ο ρεπόρτερ της «Les Echos». Ασφαλώς δεν έχει η κινεζική βιομηχανία την αποκλειστική ευθύνη για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η γερμανική ανταγωνίστριά της, αποτελεί ωστόσο έναν σημαντικό παράγοντα που συμβάλλει στην όξυνση των προβλημάτων αυτών.
«Από το 2019 και εντεύθεν η γερμανική βιομηχανία έχει χάσει σχεδόν το 7% του εργατικού δυναμικού της σε απόλυτες τιμές. Πρόκειται για 500.000 θέσεις εργασίας στον τομέα της μεταποίησης που χάθηκαν μέσα σε έξι χρόνια», σημειώνει ο Αντονί Μορλέ-Λαβινταλί, ο οποίος εκτιμά ότι «δεν υπάρχει απλή και αποτελεσματική λύση σε αυτό το πολύπλοκο πρόβλημα».
Τι να κάνουμε;
Τι προτείνουν λοιπόν οι ειδικοί; Οι απόψεις τους διίστανται και οι συνταγές τους είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Από τη μια πλευρά βρίσκονται οι συντασσόμενοι με τη συγκρουσιακή πολιτική και τους παλικαρισμούς που έχει εισαγάγει και ουσιαστικά επιβάλλει ως παγκόσμια «νέα εμπορική κανονικότητα» ο Ντόναλντ Τραμπ. Την άποψη αυτή υιοθετεί το Ινστιτούτο Οικονομικών της Κολωνίας. Είναι η λύση του οικονομικού απομονωτισμού και της αύξησης των δασμών.
«Χάρη στη γενναιόδωρη κρατική βοήθεια και σε ένα υποτιμημένο νόμισμα, η κινεζική βιομηχανία επωφελείται από αθέμιτες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού για να προσφέρει εξαιρετικά χαμηλές τιμές. Συνεπώς οι Βρυξέλλες πρέπει να βασίζονται σε μεγαλύτερο βαθμό σε αντισταθμιστικούς δασμούς προκειμένου να αποκαταστήσουν ισότιμους όρους ανταγωνισμού», υποστηρίζει ο Γιούργκεν Μάτες της Κολωνίας.
Ανάλογες απόψεις εξέφρασε με άρθρο του στην εφημερίδα «Les Echos» την περασμένη εβδομάδα και ο Νικολά Ντιφούρκ, επικεφαλής της δημόσιας τράπεζας επενδύσεων Bpifrance (πρόκειται για κοινοπραξία του γαλλικού Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων και του επίσης κρατικού ομίλου EPIC Bpifrance). Ο Ντιφούρκ υποστήριξε ότι η Ευρώπη «θα πρέπει να κλειστεί προσωρινά τον εαυτό της».
Μια τελείως διαφορετική πολιτική αντιπροτείνει η οικονομολόγος του Ινστιτούτου Bruegel στις Βρυξέλλες και καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Μονάχου, Ντάλια Μαρίν: «Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να σφυρηλατήσει μια συνεργασία με την Κίνα προσφέροντάς της πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά με αντάλλαγμα τη δέσμευση ότι θα επενδύσει στην Ευρώπη και θα δημιουργήσει κοινοπραξίες με εταιρείες από τη Γηραιά Ήπειρο».
Ουσιαστικά η Γερμανίδα οικονομολόγος προτείνει να πράξει η Ευρώπη ό,τι έπραττε η Κίνα επί δεκαετίες ολόκληρες και δη μετά την ένταξή της στον ΠΟΕ. Να ανοίξει δηλαδή τις πόρτες της στις κινεζικές επιχειρήσεις και την τεχνογνωσία με την υποχρέωση οι Κινέζοι να συνεργαστούν με τους Ευρωπαίους μεταλαμπαδεύοντας τις τεχνολογίες αιχμής και τις ανταγωνιστικές καινοτομίες που έφθασαν αίφνης να κατέχουν. Με αμοιβαίο όφελος ασφαλώς.







![Air India: Η ένταση με το Πακιστάν αυξάνει το κόστος των πτήσεων [γράφημα]](https://www.ot.gr/wp-content/uploads/2025/06/AIR-INDIA-300x300.jpg)












![Air India: Η ένταση με το Πακιστάν αυξάνει το κόστος των πτήσεων [γράφημα]](https://www.ot.gr/wp-content/uploads/2025/06/AIR-INDIA-scaled.jpg)










