Υψηλότερες τιμές ανά δωμάτιο και χαμηλότερες πληρότητες κατέγραψε το 2025 το ελληνικό ξενοδοχείο, σύμφωνα με σχετική έρευνα του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ), η οποία παρουσιάστηκε από την πρόεδρο του Ινστιτούτου, Κωνσταντίνα Σβύνου, στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος το περασμένο Σάββατο.
Η μέση τιμή δωματίου στα ελληνικά ξενοδοχεία συνέχισε την ανοδική της τροχιά το 2025, φτάνοντας σε επίπεδα που αντανακλούν τόσο την αυξημένη ζήτηση όσο και την προσπάθεια των μονάδων να καλύψουν το υψηλό λειτουργικό κόστος. Σύμφωνα με τη Μηνιαία Έρευνα Πάνελ του ΙΤΕΠ, η μέση τιμή δίκλινου δωματίου τους μήνες Ιανουάριο–Οκτώβριο κυμάνθηκε μεταξύ 79 και 190 ευρώ, καταγράφοντας άνοδο όλους τους μήνες εκτός από τον Ιούλιο, σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

Η υψηλότερη μέση τιμή (190 ευρώ) καταγράφηκε τον Αύγουστο, ενώ η χαμηλότερη (79 ευρώ) καταγράφηκε τον Φεβρουάριο. Όπως προαναφέρθηκε, όλοι οι μήνες ήταν καλύτεροι, εκτός από τον Ιούλιο, κατά τον οποίο η μέση τιμή δωματίου φέτος μειώθηκε στα 168 ευρώ έναντι 174 ευρώ τον ίδιο μήνα του 2024. Ειδικά τον Οκτώβριο, έναν μήνα «θερμό» ακόμη για τον ελληνικό τουρισμό, η μέση τιμή διάθεσης του δίκλινου δωματίου ήταν στα 116 ευρώ έναντι 114 ευρώ τον ίδιο μήνα του 2024.
Πτώση στις πληρότητες
Η μέση πληρότητα, όμως, στα ανοιχτά ξενοδοχεία τον Οκτώβριο του 2025 ήταν μόλις 61,0%, όταν πέρυσι τον Οκτώβριο ήταν στο 64,3%. Η εικόνα του Οκτωβρίου στις πληρότητες είναι ανάλογη με αυτήν που καταγράφεται σε άλλους έξι μήνες κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους. Σε αντίθεση με τη μέση τιμή δωματίου, οι πληρότητες στους επτά από τους δέκα μήνες που περιλαμβάνονται στην έρευνα κινήθηκαν ελαφρώς πτωτικά (από 0,4% έως και 3,3% κατά μέσο όρο), παρά τη σημαντική αύξηση των διεθνών αφίξεων, γεγονός που μπορεί να αποδοθεί στον έντονο ανταγωνισμό από τα καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης.

Από τη σύγκριση προκύπτει ότι, παρά τη σημαντική αύξηση των αφίξεων σε όλους τους μήνες, η πληρότητα δεν ακολούθησε αντίστοιχη πορεία. Αυτό δείχνει ότι η ενίσχυση των αφίξεων δεν μεταφράζεται αυτομάτως σε αύξηση της ξενοδοχειακής ζήτησης, αλλά ένα σημαντικό μέρος απορροφάται από άλλα είδη καταλυμάτων (π.χ. βραχυχρόνια μίσθωση), αναφέρει το ΙΤΕΠ.
Υπερδιπλασιάστηκαν τα 5στερα
Αξιοσημείωτη είναι ωστόσο η εξέλιξη του ξενοδοχειακού δυναμικού τη δεκαετία 2015–2024. Συνολικά, σε επίπεδο χώρας, τα ξενοδοχεία αυξήθηκαν κατά 4%, ενώ σε όρους δωματίων κατά 11%.
Ωστόσο, τα ξενοδοχεία 5* υπερδιπλασιάστηκαν (+103%), φτάνοντας τις 835 μονάδες, και αποτελούν πλέον το 8,3% του συνόλου των ξενοδοχείων. Τα ξενοδοχεία 4* και 3* κατέγραψαν αύξηση 43% και 23% αντίστοιχα, και αποτελούν το 18,8% και το 29,4% του συνόλου. Αντιθέτως, τα ξενοδοχεία 2* και 1* κατέγραψαν μείωση περίπου 20%, ωστόσο εξακολουθούν να αποτελούν το 43,6% του συνόλου των ξενοδοχείων της χώρας.

Βελτιώθηκε η απασχόληση
Η κ. Σβύνου, στην παρουσίασή της, αναφέρθηκε και στην απασχόληση στον ξενοδοχειακό κλάδο, η οποία παρουσίασε βελτίωση, με τις ελλείψεις προσωπικού να υποχωρούν στο 14% το 2025, από 19% το 2024 και πολύ υψηλότερα επίπεδα τα προηγούμενα χρόνια. Ενδεικτικά, το 2022 το έλλειμμα έφτασε στο υψηλότερο σημείο του, 23%. Η έρευνα αποτυπώνει σημαντικές προκλήσεις, όπως την ανάγκη για εργαζομένους με κατάλληλες δεξιότητες, τη δυσκολία κάλυψης θέσεων από την εγχώρια αγορά και την αυξανόμενη ζήτηση για προσωπικό από τρίτες χώρες.
Ταυτόχρονα, ο κλάδος εξακολουθεί να στηρίζει την τοπική απασχόληση, ενώ εξελίσσεται και ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ανθρώπινου δυναμικού του.
Πέρα από τις τιμές και την αγορά εργασίας, τα στοιχεία του ΙΤΕΠ δείχνουν μια συνολικά θετική εικόνα για τις επιδόσεις των ελληνικών ξενοδοχείων. Ο τζίρος του κλάδου το 2024 ανήλθε σε 11,5 δισ. ευρώ, αυξημένος κατά 8,5%, ενώ οι επενδύσεις σε ανακαινίσεις, συντηρήσεις και δράσεις βιωσιμότητας ξεπέρασαν το 1 δισ. ευρώ, με ένα 20% αυτών να αφορά δράσεις ESG.
Παράλληλα, οι εξελίξεις στη βιωσιμότητα και την τεχνητή νοημοσύνη αποτελούν πλέον βασικούς άξονες ανάπτυξης. Τα ελληνικά ξενοδοχεία ενισχύουν σταδιακά την ενεργειακή τους αποδοτικότητα, τη διαχείριση αποβλήτων και την υιοθέτηση σύγχρονων εργαλείων λειτουργίας, ενώ η Τεχνητή Νοημοσύνη αποκτά ολοένα και πιο κεντρικό ρόλο στη λειτουργία και τις αποφάσεις των μονάδων.
Όλα τα παραπάνω αναδεικνύουν έναν κλάδο που εξελίσσεται δυναμικά, επενδύει, αναβαθμίζεται και παραμένει ένας από τους σημαντικότερους πυλώνες της ελληνικής οικονομίας.





































