Τα ποσοστά μερικής απασχόλησης παρουσιάζουν σημαντικές διακυμάνσεις στην Ευρώπη, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat.
«Οι περισσότερες οικονομίες της Ανατολικής Ευρώπης είναι περισσότερο προσανατολισμένες προς τη μεταποίηση, όπου οι θέσεις πλήρους απασχόλησης είναι ο κανόνας»
Με βάση τα στοιχεία της ευρωπαϊκής υπηρεσίας, το 17,1% των απασχολούμενων στην ΕΕ εργάζονταν υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης το 2024.
Η Eurostat ορίζει ως εργαζόμενο μερικής απασχόλησης κάποιον του οποίου οι ώρες δουλειάς είναι λιγότερες σχετικά με έναν εργαζόμενο πλήρους απασχόλησης στην κύρια εργασία του, όπως σημειώνει το Euronews.
Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) σημειώνει ότι αυτό συνήθως σημαίνει εργασία λιγότερο από 30 ώρες την εβδομάδα, και αυτό ισχύει τόσο για τους μισθωτούς όσο και για τους αυτοαπασχολούμενους.
Ελβετία και Ολλανδία στην κορυφή της σχετικής λίστας
Σε 33 ευρωπαϊκές χώρες, το ποσοστό μερικής απασχόλησης κυμαίνεται από 1,5% στη Βουλγαρία έως 40,5% στην Ελβετία, με την Ολλανδία να ακολουθεί από κοντά με 38,9%.
Το ποσοστό είναι επίσης πολύ υψηλό στην Αυστρία και τη Γερμανία, όπου περίπου τρεις στους δέκα ανθρώπους εργάζονται με μερική απασχόληση.
Στο άλλο άκρο της κατάταξης, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, η Ρουμανία, η Κροατία, η Σλοβακία και η Ουγγαρία παρουσιάζουν ποσοστά κάτω του 5%.
Σύμφωνα με την Eurostat, το ποσοστό μερικής απασχόλησης στην Ελλάδα είναι 6,2%.
Τα στοιχεία αποτυπώνουν μια περιφερειακή τάση σε ολόκληρη την Ευρώπη, δείχνοντας ότι η μερική απασχόληση είναι γενικά πολύ λιγότερο διαδεδομένη στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη σε σύγκριση με τη Δυτική και Βόρεια Ευρώπη.

Πηγή: Eurostat / Euronews
Πιο συνηθισμένη η μερική απασχόληση για γυναίκες, νέους και γηραιότερους εργαζόμενους
«Οι γυναίκες, οι νέοι, οι εργαζόμενοι μεγαλύτερης ηλικίας και τα άτομα με μειωμένη ικανότητα εργασίας τείνουν να προτιμούν την μερική απασχόληση. Ως εκ τούτου, οι χώρες όπου αυτές οι ομάδες έχουν υψηλά ποσοστά απασχόλησης τείνουν να παρουσιάζουν υψηλότερα επίπεδα μερικής απασχόλησης», δήλωσαν οι Ράσα Μιέζινε και Σάντρα Κρουτουλιένε από το Λιθουανικό Κέντρο Κοινωνικών Επιστημών στο Euronews Business.
Για παράδειγμα, Μιέζινε και Κρουτουλιένε εξήγησαν ότι το 2024 η Ολλανδία είχε το υψηλότερο ποσοστό απασχόλησης γυναικών στην ΕΕ, 12,7 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Η απασχόληση των νέων (15-24 ετών) στην Ολλανδία ήταν πάνω από 40 μονάδες υψηλότερη, ενώ το ποσοστό απασχόλησης των εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας (60-64 ετών) ήταν πάνω από 15 μονάδες υψηλότερο.
«Όλοι αυτοί οι δείκτες ήταν πολύ υψηλότεροι από τους μέσους όρους της ΕΕ των 27. Αντίθετα, σε χώρες όπου αυτές οι ομάδες είναι λιγότερο ενεργές στην αγορά εργασίας, τα επίπεδα μερικής απασχόλησης τείνουν να είναι χαμηλότερα», ανέφεραν.
Για παράδειγμα, στη Βουλγαρία, το ποσοστό απασχόλησης των νέων ήταν λιγότερο από το μισό του μέσου όρου της ΕΕ.
«Οι θέσεις μερικής απασχόλησης είναι επίσης πιο συνηθισμένες σε τομείς που σχετίζονται με τις υπηρεσίες — όπως το λιανικό εμπόριο, η υγεία, η εκπαίδευση και η φιλοξενία — όπου οι ανάγκες σε προσωπικό ποικίλλουν κατά τη διάρκεια της ημέρας ή της εβδομάδας», πρόσθεσαν Μιέζινε και Κρουτουλιένε.
Η μείωση του κόστους εργασίας, ένας από τους στόχους των εργοδοτών
Οι ερευνήτριες σημείωσαν επίσης ότι οι εργοδότες χρησιμοποιούν συμβάσεις μερικής απασχόλησης για να επιτύχουν ευελιξία στο προσωπικό, να μειώσουν το κόστος εργασίας και να προσαρμοστούν στις διακυμάνσεις της ζήτησης.
Για παράδειγμα, οι μίνι-θέσεις εργασίας αποτελούν ένα σημαντικό τμήμα της γερμανικής αγοράς εργασίας και δημιουργούν μεγάλο αριθμό θέσεων μερικής απασχόλησης.
Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ), η απασχόληση στον τομέα των υπηρεσιών αντιπροσώπευε πάνω από το 80% της συνολικής απασχόλησης στη Σουηδία, την Ολλανδία και το Λουξεμβούργο, ενώ ήταν σημαντικά χαμηλότερη στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης (Βουλγαρία, Ρουμανία) ή της Κεντρικής Ευρώπης (Πολωνία, Σλοβακία, Ουγγαρία).
«Οι περισσότερες οικονομίες της Ανατολικής Ευρώπης είναι περισσότερο προσανατολισμένες προς τη μεταποίηση, όπου οι θέσεις πλήρους απασχόλησης είναι ο κανόνας», πρόσθεσαν οι ερευνήτριες.
Το επίπεδο των μισθών είναι ένας άλλος παράγοντας.
Μιέζινε και Κρουτουλιένε επεσήμαναν ότι στις οικονομίες με υψηλότερους μισθούς, η μερική απασχόληση μπορεί να προσφέρει επαρκές εισόδημα, ενώ στις οικονομίες με χαμηλότερους μισθούς, μπορεί να μην είναι οικονομικά βιώσιμη — μειώνοντας τόσο το ενδιαφέρον των εργαζομένων όσο και τις προσφορές των εργοδοτών.
«Αυτό εξηγεί γιατί η μερική απασχόληση παραμένει σχετικά χαμηλή σε πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης», ανέφεραν.
Δραματικό το έμφυλο χάσμα – Η εξαίρεση της Ρουμανίας
Η μερική απασχόληση είναι πολύ υψηλότερη μεταξύ των γυναικών από ό,τι μεταξύ των ανδρών, φτάνοντας συνολικά το 27,8% σε σύγκριση με το 7,7%.
Στην Ελβετία, την Ολλανδία και την Αυστρία, περισσότερες από τις μισές γυναίκες που εργάζονται απασχολούνται με μερική απασχόληση.
Η Γερμανία βρίσκεται επίσης πολύ κοντά σε αυτό το επίπεδο.
Η Ρουμανία αποτελεί τη μόνη εξαίρεση, όπου το ποσοστό είναι ελαφρώς υψηλότερο μεταξύ των ανδρών, ενώ στη Βουλγαρία δεν υπάρχει διαφορά.
Εάν το ποσοστό μερικής απασχόλησης είναι χαμηλό, το χάσμα μεταξύ των φύλων είναι μικρότερο σε απόλυτους αριθμούς, αλλά μπορεί να εξακολουθεί να είναι μεγάλο σε σχετικούς όρους, τονίζεται.

Δραματικό είναι το έμφυλο χάσμα όσον αφορά τη μερική απασχόληση στην Ευρώπη.
Η περίπτωση της Ολλανδίας
«Ένας βασικός λόγος (σ.σ. για το χάσμα) είναι οι ιστορικές διαφορές τόσο στη θέση των γυναικών στην αγορά εργασίας όσο και στις γενικότερες εξελίξεις στην αγορά εργασίας», δήλωσε η καθηγήτρια Μάρα Γέρκες από το Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης στο Euronews Business.
Η Γέρκες σημείωσε ότι στην Ολλανδία, η ιστορική εξέλιξη της μερικής απασχόλησης αρχικά οφείλεται στην ανάγκη για περισσότερους εργαζόμενους κατά τη διάρκεια της έλλειψης εργατικού δυναμικού στη δεκαετία του 1960.
Το 1957, η Ολλανδία κατάργησε τον νόμο «marriage bar» που απαιτούσε από τις γυναίκες να εγκαταλείπουν ορισμένες θέσεις εργασίας μετά τον γάμο τους.
«Σιγά-σιγά, η μερική απασχόληση άρχισε να θεωρείται ως ένας τρόπος για τις γυναίκες να συνδυάζουν τις οικιακές εργασίες με την αμειβόμενη εργασία, καθώς θεωρούνταν – και γενικά εξακολουθούν να θεωρούνται – ως οι υπεύθυνες για το μεγαλύτερο μέρος των οικιακών εργασιών», είπε η καθηγήτρια.
Η Μάρα Γέρκες δήλωσε ότι σε διάφορες χώρες, η μερική απασχόληση εδραιώθηκε από άλλες εξελίξεις στην αγορά εργασίας, όπως για παράδειγμα η επιθυμία για συλλογική μείωση των ωρών εργασίας σε αντάλλαγμα για συγκράτηση της αύξησης των μισθών στις αρχές της δεκαετίας του 1980.
Ως αποτέλεσμα, οι θέσεις μερικής απασχόλησης έχουν γίνει πολύ συνηθισμένες, αποδεκτές και προστατευόμενες, με αποτέλεσμα να συνεχίζουν να είναι δημοφιλείς, ιδίως μεταξύ των γυναικών, σύμφωνα με την ίδια.
Άλλοι παράγοντες
Ο Σταν Ντε Σπιγκελάρε του Πανεπιστημίου της Γάνδης εντοπίζει επίσης διάφορους παράγοντες που επηρεάζουν τα ποσοστά μερικής απασχόλησης.
Αυτοί περιλαμβάνουν τις μεταβαλλόμενες πολιτισμικές νόρμες σχετικά με την εργασία των γυναικών και τους στάσιμους μισθούς, που καθιστούν την πλήρη απασχόληση ανεπαρκή ως «οικογενειακό εισόδημα», αναγκάζοντας τους ανθρώπους να αναζητήσουν δευτερεύουσες εργασίες.
Επιπλέον, επισημαίνει τις ανεπαρκείς υποδομές που περιορίζουν τη δυνατότητα των μητέρων να εργάζονται με πλήρη απασχόληση, καθώς και την αυξανόμενη ευελιξία των εργασιακών κανονισμών σε χώρες όπως η Γερμανία.
Πηγή: in.gr








































