Στην φορολογία εισοδήματος όλα τα ποσά που εισπράττονται από έναν φορολογούμενο δεν έχουν την ίδια φορολογική αντιμετώπιση.

Υπάρχουν ποσά, που αντιμετωπίζονται ως «φορολογητέο εισόδημα» και παράγουν φόρο, ενώ άλλα εισοδήματα είναι αφορολόγητα ή φορολογούνται με ειδικό τρόπο αυτοτελώς.

Τέλος υπάρχουν και τα ποσά που εισπράττονται από τους φορολογούμενους αλλά δεν εμφανίζονται στην φορολογική δήλωση, διότι θεωρούνται ως έσοδα του φορολογούμενου για κάλυψη, μέρους ή όλου, των δαπανών που έχει κάνει.

Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ορισμένα από τα αυτοτελώς φορολογούμενα εισοδήματα, με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης πρέπει να αναγραφούν στην Δήλωση Φορολογίας Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων, όπως τα εισοδήματα από τόκους, δικαιώματα, μερίσματα κ.λπ.

Παρόλο που με την παρακράτηση του φόρου θεωρείται ότι εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του φορολογούμενου, αν δεν αναγραφούν στην φορολογική δήλωση η δήλωση αυτή θεωρείται ανακριβής.

Ασφαλιστικά συμβόλαια

Το ποσό που επιστρέφεται στον φορολογούμενο κατά την διακοπή ή την λήξη του ασφαλιστικού συμβολαίου διαχωρίζεται σε δυο κατηγορίες:

α) στο ποσό της υπεραπόδοσης επενδύσεων μαθηματικών αποθεμάτων.

Το ποσό αυτό  αντιπροσωπεύει το καθαρό προϊόν της υπεραποδόσεως που δικαιούται από την επένδυση του συνολικού μαθηματικού αποθέματος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ζωής.

Για το ποσό αυτό έχει παρακρατηθεί φόρος 15% ,(αυτοτελή φορολόγηση της υπεραπόδοσης επενδύσεων μαθηματικών αποθεμάτων) και έχει εξαντληθεί η φορολογική υποχρέωση του δικαιούχου.

Με την αυτοτελή αυτή φορολόγηση εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων και δεν υπάρχει άλλη φορολογική υποχρέωση είτε το ποσό αυτό δίνεται εφάπαξ, είτε μορφή σύνταξης. Το ποσό αυτό εγγράφεται στων κωδικό 659, έχει εισφορά αλληλεγγύης και μπορεί να καλύψει τεκμήρια.

β) στο ποσό του επενδεδυμένου κεφαλαίου.

Το ποσό αυτό  αντιπροσωπεύει την ολική αξία εξαγοράς του συμβολαίου ζωής, το δεύτερο ποσό η ασφαλιστική εταιρία το χαρακτηρίζει επιστροφή καταβληθέντων ασφαλίστρων μέχρι την ημερομηνία διακοπής του συμβολαίου.

Η επιστροφή των ασφαλίστρων (δεύτερο ποσό) δε θεωρείται εισόδημα γιατί δε συγκεντρώνει τα εννοιολογικά γνωρίσματα του εισοδήματος. Το ποσό αυτό δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κάλυψη τεκμηρίου γιατί αποτελεί το επενδεδυμένο κεφάλαιο που επιστρέφεται (Σχετ. έγγρ. 1049513/1005/26-5-2003).

Φορολογική αντιμετώπιση αποζημίωσης που λαμβάνουν κληρονόμοι από ασφαλιστική εταιρία σε περίπτωση θανάτου εργαζομένου.

Με έγγραφο της  (1133212/1022/Α0013/ ΠΟΛ.1001/2.1.1996), η διοίκηση έκανε δεχθεί την γνωμοδότηση του Δ΄ τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Με βάση το ανωτέρω έγγραφο:

Με τη γνωμοδότηση αυτή, γίνεται δεκτό ότι, η σύμβαση ασφάλειας ζωής δεν θεωρείται ούτε δωρεά εν ζωή ούτε δωρεά αιτία θανάτου αλλά θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου από το φορολογικό νόμο, ως δωρεά και εξαρτάται από την αναβλητική αίρεση του θανάτου του κληρονομουμένου. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να συνυπολογίζεται στην αιτία θανάτου κτήση και σε περίπτωση που καταβάλλεται αποζημίωση η οποία προέρχεται από περισσότερα συμβόλαια ασφάλειας ζωής του δικαιοπαρόχου, τότε τα ποσά αυτά συνυπολογίζονται αθροιστικά στην αιτία θανάτου κτήση.

Στην γνωμάτευση (720/1995) σημειώνει ότι:

α) Η σύμβαση ασφαλίσεως ζωής, στην οποία η αποζημίωση καταβάλλεται σε δικαιούχο κατονομαζόμενο έστω και αν αυτός είναι κληρονόμος δεν είναι ούτε δωρεά εν ζωή ούτε δωρεά αιτία θανάτου αλλά θεωρείται, κατά πλάσμα δικαίου, από το φορολογικό νόμο, ως δωρεά, η οποία βέβαια εξαρτάται από την αναβλητική αίρεση του θανάτου του ασφαλισμένου.

β) Σε περίπτωση κτήσεως αιτία θανάτου η παραπάνω πλασματική δωρεά θα συνυπολογισθεί στην κτώμενη από τον κληρονόμο – δικαιούχο της αποζημιώσεως περιουσία για την επιβολή του φόρου κληρονομίας.

γ) Σε περίπτωση περιελεύσεως στον δικαιούχο – κληρονόμο ποσών αποζημιώσεως από περισσότερα συμβόλαια ασφαλίσεως ζωής, που είχε συνάψει ο ίδιος δικαιοπάροχος, τότε τα ποσά αυτά συνυπολογίζονται αθροιστικά στην κτώμενη αιτία θανάτου περιουσία για την επιβολή του φόρου κληρονομίας.

Φορολογική αντιμετώπιση ληφθέντος ασφαλίσματος στο πλαίσιο προγράμματος εθελούσιας εξόδου.

Με τις διατάξεις της παρ.4 του άρθρου 15 του ν.4172/2013 ορίζεται ότι το ασφάλισμα που καταβάλλεται στο πλαίσιο ομαδικών ασφαλιστηρίων συνταξιοδοτικών συμβολαίων φορολογείται αυτοτελώς:

α) Με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) για κάθε περιοδικά καταβαλλόμενη παροχή.

β) Με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%) για εφάπαξ καταβαλλόμενη παροχή μέχρι σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ και με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) για εφάπαξ καταβαλλόμενη παροχή κατά το μέρος που υπερβαίνει τις σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ.

Οι συντελεστές των ανωτέρω περιπτώσεων αυξάνονται κατά πενήντα τοις εκατό (50%) σε περίπτωση είσπραξης από τον δικαιούχο ποσού πρόωρης εξαγοράς. Δεν θεωρείται πρόωρη εξαγορά κάθε καταβολή που πραγματοποιείται σε εργαζόμενο ο οποίος έχει θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα ή έχει υπερβεί το 60ο έτος της ηλικίας του, καθώς και κάθε καταβολή που γίνεται χωρίς τη βούληση του εργαζομένου, όπως σε περίπτωση απόλυσης του εργαζομένου ή πτώχευσης του εργοδότη.

Όπως έχει γίνει δεκτό με το αριθ. ΔΕΑΦ 1160724 ΕΞ 2016/3.11.2016 έγγραφο μας στην περίπτωση ομαδικών συνταξιοδοτικών ασφαλιστηρίων συμβολαίων, των οποίων η διάρκεια πληροί τις ελάχιστες προϋποθέσεις θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος με βάση την κείμενη νομοθεσία (ενδεικτικά, ομαδικά συνταξιοδοτικά ασφαλιστήρια συμβόλαια με διάρκεια άνω των 15 ετών), έστω κι αν κατά τη λήξη του ομαδικού συνταξιοδοτικού ασφαλιστηρίου οι δικαιούχοι δεν συνταξιοδοτούνται πράγματι από τον ασφαλιστικό τους φορέα, η καταβολή του ασφαλίσματος δεν θεωρείται πρόωρη εξαγορά και συνεπώς εφαρμόζονται οι φορολογικοί συντελεστές των περιπτώσεων α’ και β’ της παρ. 4 του άρθρου 15 του ν.4172/2013 χωρίς την προσαύξηση του πενήντα τοις εκατό (50%).

Μετά από όλα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω και δεδομένου ότι στην περίπτωση που λαμβάνει χώρα πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου για τους εργαζόμενους μιας επιχείρησης, αυτοί συμμετέχουν στο εν λόγω πρόγραμμα με τη βούλησή τους, συνάγεται ότι η καταβολή του ασφαλίσματος στους εργαζομένους αυτούς στο πλαίσιο ομαδικών ασφαλιστικών συμβολαίων θεωρείται πρόωρη εξαγορά και συνεπώς εφαρμόζονται οι φορολογικοί συντελεστές των περιπτώσεων α’ και β’ της παρ. 4 του άρθρου 15 του ν.4172/2013 με την προσαύξηση του πενήντα τοις εκατό (50%).

Διευκρινίζεται ότι η ανωτέρω θέση, που έγινε δεκτή με το αριθ. ΔΕΑΦ 1160724 ΕΞ 2016/3.11.2016 έγγραφο μας, ισχύει για περιπτώσεις υποχρεωτικής λήξης συμβολαίων. Αφορά δηλαδή σε περιπτώσεις που η λήξη του ομαδικού ασφαλιστήριου συμβολαίου γίνεται υποχρεωτικά και ανεξαρτήτως από τη βούληση των ασφαλισμένων.

*Ο Αποστόλης Αλωνιάτης είναι οικονομολόγος – φοροτεχνικός, Α’ Αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών & Φορολογικών Μελετών (Ι.Ο.ΦΟ.Μ), Σύμβουλος Διοίκησης της PROSVASIS AEBE και συγγραφέας.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts