Με τον Nasdaq να έχει μπει και επισήμως σε bear market, καθώς οι απώλειες από την αρχή της χρονιάς αγγίζουν το 18%, και τους μεγάλους δυτικούς δείκτες να χάνουν πάνω από 8% στο ίδιο διάστημα, οι εκτιμήσεις για τη συνέχιση του 2022 μόνο θετικές δεν μπορεί να είναι. Άλλωστε, τους τελευταίους μήνες έχει υφανθεί ένα πέπλο μεγάλων προκλήσεων, που μέχρι τώρα δεν έχει διαφανεί ότι υπάρχουν λύσεις, παρά μόνο αποφάσεις που ενδεχομένως να εντείνουν την αρνητική επίδραση αυτών στην παγκόσμια οικονομία.

Όπως επισήμαναν πρόσφατα τόσο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, όσο και η Παγκόσμια Τράπεζα, αλλά και όπως είχαν προειδοποιήσει αρκετοί αναλυτές το προηγούμενο διάστημα, τρεις είναι οι μεγάλες απειλές για την παγκόσμια οικονομία και οι οποίες θα επιβεβαιώσουν πιθανότατα το αρνητικό σενάριο και για τις αγορές.

– Τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, όπως άλλωστε έχει φανεί από την εποχή των μεγάλων lockdown του 2020 και επανήλθαν και πρόσφατα με τα μέτρα του zero covid στην Κίνα
– Η διακοπή μεγάλων καλλιεργειών στην Ουκρανία λόγω πολέμου
– Οι αλλαγές στη νομισματική πολιτική από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες

Αυτό είναι το πλέγματα των τριών απειλών, που έχει οδηγήσει τους μεγάλους θεσμούς να σημάνουν τον κίνδυνο μιας παγκόσμιας επιβράδυνσης, αλλά και τον κίνδυνο του στασιμοπληθωρισμού, για πρώτη φορά μετά από σχεδόν μισό αιώνα. Όπως και τη δεκαετία του 1970, η Δύση ήρθε αντιμέτωπη με τον συνδυασμό, χαμηλού ρυθμού ανάπτυξης ή ακόμη και ύφεσης με την ταυτόχρονη ύπαρξη υψηλού πληθωρισμό.

Μήπως ήρθε ο στασιμοπληθωρισμός;

Τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, σε συνδυασμό με τη μείωση της παραγωγής βασικών αγαθών λόγω των πρωτογενών και δευτερογενών επιπτώσεων του ουκρανικού, έχουν οδηγήσει τους δείκτες τιμών καταναλωτή σε όλες τις μεγάλες οικονομίες σε επίπεδα που δεν είχαν εμφανιστεί την τελευταία τριακονταετία και παραπάνω. Τόσο στην αμερικανική όσο και στην ευρωπαϊκή οικονομία, οι πληθωριστικές πιέσεις έχουν υψωθεί ως τη νέα μεγάλη απειλή, μετά από την κρίση της πανδημίας που ξέσπασε πριν από δύο χρόνια.

Για να αντιμετωπιστούν οι πληθωριστικές πιέσεις, οι κεντρικές τράπεζες, ιδίως η Federal Reserve, η Bank of England και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, έχουν προχωρήσει σε αλλαγές στις μέχρι πρότινος υποστηρικτικές νομισματικές τους πολιτικές, προκειμένου να ελέγξουν την μεγάλη προσφορά χρήματος που ακολούθησαν από την έναρξη της πανδημίας. Ακόμη και αν ακόμη οι πολιτικές τους κρίνονται χαλαρές (αντικειμενικά), η προοπτική της σύσφιξης έχει αλλάξει τις προοπτικές της οικονομίας, άρα και των αγορών, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι αναλυτές βλέπουν την οικονομική ανάπτυξη να ρίχνει ρυθμούς την επόμενη διετία.

Το πόσο οι ρυθμοί αυτοί θα μειωθούν στα όρια της ανάπτυξης ή της συρρίκνωσης θα κρίνουν και την ύπαρξη του στασιμοπληθωρισμού στην οικονομία, με τους επενδυτές να καλούνται πλέον να βρουν τον συνδυασμό εκείνων των θέσεων που θα τους προστατέψει από τον πληθωρισμό (όπως ομόλογα) αλλά και από τη χαμηλή ανάπτυξη (όπως οι τίτλοι αξίας).

Αστάθεια και απώλειες

Σε αυτό το πλαίσιο, οι αγορές έχουν επιδείξει μεγάλη αστάθεια, ενώ σαφώς φλερτάρουν με την bear market, έχοντας σημειώσει σημαντικές απώλειες το πρώτο τετράμηνο του έτους. Αυτό όμως που θα κρίνει το εάν εισέλθουν σε αυτήν ή το πόσο θα διαρκέσει αυτή είναι οι αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών. Σε αυτό το ερώτημα η BlackRock εμφανίστηκε πρόσφατα αισιόδοξη, αναφέροντας ότι τα κεντρικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα εξομαλύνουν τη νομισματική πολιτική τους, ωστόσο δεν θα πατήσουν φρένο στην οικονομική δραστηριότητα προκειμένου να καταφέρουν να τιθασεύσουν τις πληθωριστικές πιέσεις. Ως εκ τούτου, οι πραγματικές αποδόσεις τίτλων σταθερού εισοδήματος θα παραμείνουν χαμηλά, γεγονός το οποίο θα στηρίξει τις αποτιμήσεις των μετοχών.

Βέβαια, αν και οι προσδοκίες είναι επιθετικές, ότι δηλαδή οι κεντρικές τράπεζες θα αυξήσουν τα επιτόκια ταχύτατα μετά από πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, θα χρειαστεί χρόνος για να τιθασευτεί ο πληθωρισμός, επηρεάζοντας τις αγορές. Μάλιστα, ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας είναι επί του παρόντος το κύριο εμπόδιο στην πτώση των τιμών, ενώ και τα ισχυρά περιοριστικά μέτρα που εφαρμόζονται στην Κίνα απειλούν επίσης την εφοδιαστική αλυσίδα.

Ένα τέτοιο σενάριο δεν είναι φυσικά αρνητικό για τους επενδυτές, που μπορούν να δουν το ράλι στα εμπορεύματα ως ένα ακόμη πεδίο κερδών. Όπως σημείωσε πρόσφατα και η UBS, οι επενδυτές μπορούν να παραμείνουν long στα εμπορεύματα, με προτίμηση τα βασικά προϊόντα. Εναλλακτικά, οι επενδυτές που δεν επιδιώκουν την πλήρη long έκθεση σε εμπορεύματα και έχουν χαμηλότερη διάθεση για κινδύνους μπορούν να συμμετάσχουν μέσω πιο σύνθετων χρηματοοικονομικών προϊόντων.

Από την άλλη όμως είναι και η Deutsche Bank που εκτιμά ότι οι μετοχές θα έχουν πολύ καλές επιδόσεις στο υπόλοιπο του τρέχοντος έτους, ωστόσο χτυπά καμπανάκι για το 2023 καθώς εκτιμά ότι οι ΗΠΑ θα βρίσκονται σε ύφεση οδηγώντας σε βουτιά της τάξης του 20% τις αγορές. Εκτός… και εάν, όπως επισημαίνει η UBS η αυξημένη διεθνής αβεβαιότητα ωθήσει τις κυβερνήσεις και τις εταιρείες να δώσουν μεγαλύτερη έμφαση στην ασφάλεια και τη σταθερότητα, ευνοώντας τους σχετικούς κλάδους της οικονομίας.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Αγορές