Η Γερμανία εισέρχεται σε μια περίοδο μεγάλων μεταρρυθμίσεων με αιχμή του δόρατος το δημόσιο συνταξιοδοτικό της σύστημα, το οποίο εδώ και χρόνια θεωρείται οικονομικά μη βιώσιμο.
Ο καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς εγκαινίασε το λεγόμενο «Φθινόπωρο των Μεταρρυθμίσεων», με στόχο να χαράξει ένα νέο διαγενεακό συμβόλαιο δικαιοσύνης χωρίς να επιβαρύνει τις νεότερες γενιές.
Η μεγάλη αναθεώρηση τοποθετείται για το 2027, ωστόσο ήδη έχουν κατατεθεί οι πρώτες προτάσεις που προκαλούν έντονες αντιδράσεις.
Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους: το 1992 υπήρχαν 2,7 εργαζόμενοι για κάθε συνταξιούχο, σήμερα λιγότεροι από δύο, ενώ το 2050 η αναλογία αναμένεται να υποχωρήσει στο 1,3. Παράλληλα, το προσδόκιμο ζωής έχει αυξηθεί, με αποτέλεσμα η μέση διάρκεια σύνταξης να φθάνει πλέον σχεδόν τα 19 χρόνια στους άνδρες και τα 22 στις γυναίκες. Το συνολικό κόστος εκτοξεύθηκε το 2024 στα 408 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 60% σε σχέση με το 2010, με το κράτος να παρεμβαίνει για να καλύψει κενά χρηματοδότησης.
Σημαντικό μέρος της συζήτησης αφορά την επαναφορά της υποχρεωτικής πρόωρης συνταξιοδότησης. Από το 2027 οι υπηρεσίες απασχόλησης θα μπορούν να οδηγήσουν εργαζόμενους άνω των 63, με τουλάχιστον 35 χρόνια εισφορών, σε υποχρεωτική συνταξιοδότηση με μόνιμες μειώσεις. Η περικοπή ανέρχεται σε 0,3% για κάθε μήνα που προηγείται της νόμιμης ηλικίας, κάτι που μεταφράζεται σε απώλειες άνω των 40.000 ευρώ καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής ενός συνταξιούχου. Ήδη το 2024, σχεδόν το 30% των νέων συνταξιοδοτήσεων συνοδεύονταν από μειώσεις.
Σε αντίβαρο, από τον Ιανουάριο του 2026 ενεργοποιείται η λεγόμενη «ενεργός σύνταξη», που δίνει φορολογικά κίνητρα έως 2.000 ευρώ τον μήνα σε όσους συνεχίσουν να εργάζονται μετά την επίσημη ηλικία συνταξιοδότησης. Ωστόσο, οι εργοδοτικοί φορείς κατηγορούν την πολιτική για αντιφάσεις: από τη μια πλευρά επιβραβεύει την παράταση της απασχόλησης, από την άλλη διατηρεί τις δυνατότητες πρόωρης εξόδου.
Η υπουργός Οικονομίας, Κatherina Reiche (CDU), έθεσε την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης στο τραπέζι, αντιμετωπίζοντας την κατηγορηματική αντίδραση της Αριστεράς που κάνει λόγο για «κρυφή μείωση συντάξεων». Το SPD, από την πλευρά του, προτείνει την ένταξη αυτοαπασχολουμένων και δημοσίων υπαλλήλων στο δημόσιο ταμείο, αν και τα οικονομικά οφέλη κρίνονται περιορισμένα. Η CDU εισηγείται ακόμη και συρρίκνωση του δημοσίου τομέα, αφήνοντας προνομιακά καθεστώτα μόνο σε σώματα ασφαλείας και δικαιοσύνη.
Νέος φόρος αλληλεγγύης
Το Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών (DIW) προτείνει έναν «φόρο αλληλεγγύης boomer», επιβαρύνοντας τα υψηλότερα εισοδήματα των γενεών με υψηλή γεννητικότητα, ώστε να ενισχυθούν συνταξιούχοι της ίδιας γενιάς με χαμηλότερα μέσα. Η ιδέα βρίσκει ανοικτό τον καγκελάριο, που ωστόσο απορρίπτει αυξήσεις φόρων στους πλουσιότερους, όπως ζητεί η Αριστερά.
Η Γερμανία δεν είναι μόνη σε αυτόν τον αγώνα. Η Δανία έχει ήδη αποφασίσει σταδιακή αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης στα 70 έτη, με πρόβλεψη για περαιτέρω άνοδο με βάση την αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Στο ίδιο μοτίβο κινούνται Βέλγιο, Ιταλία και Ολλανδία, ενώ η Γαλλία, με χαμηλότερη ηλικία απόσυρσης (64 το 2030), βιώνει πολιτική και κοινωνική αναταραχή.
Η Ισπανία διατηρεί μια από τις πιο γενναιόδωρες αναλογίες συντάξεων, αλλά με ένα τεράστιο ετήσιο έλλειμμα που ξεπερνά τα 66 δισ. ευρώ, καλύπτοντας τη «μαύρη τρύπα» μέσω φόρων που αφαιρούνται από άλλους κρίσιμους τομείς όπως Παιδεία και Υγεία.
Το κοινό ευρωπαϊκό νήμα είναι σαφές: οι κοινωνίες γηράσκουν, τα συνταξιοδοτικά συστήματα πιέζονται στα όριά τους και οι κυβερνήσεις καλούνται να ισορροπήσουν ανάμεσα στη βιωσιμότητα και τη δικαιοσύνη. Στη Γερμανία, η αντίστροφη μέτρηση για το 2027 έχει ήδη αρχίσει, με το πολιτικό ρίσκο να είναι εξίσου μεγάλο όσο και το οικονομικό.