Η παρούσα γεωπολιτική και οικονομική συγκυρία απασχολεί πλέον το σύνολο των αναπτυγμένων οικονομιών θέτοντας σε εγρήγορση θεσμούς και κάθε είδους ηγεσία – κυβερνητική έως και επιχειρηματική – να αντιμετωπίσουν με το καλύτερο δυνατό τρόπο τις επιπτώσεις. Μια από τις δυσκολότερες παραμέτρους της υφιστάμενης κρίσης είναι η χαμηλή ορατότητα, δηλαδή η αδυναμία να διακρίνει κανείς το τέλος των αιτιών που τη δημιούργησαν, και άρα οι προβλέψεις, προκειμένου να διατηρήσουν επαρκή αξιοπιστία, περιορίζονται σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.

Για παράδειγμα, με ανοιχτό το ουκρανικό μέτωπο και τη διάρρηξη των σχέσεων μεταξύ Δύσης και Ρωσίας, γεγονότα που ενέτειναν την ενεργειακή κρίση, είναι αδύνατον κάποιος να προβλέψει την αποκλιμάκωση των τιμών και άρα την αναμενόμενη ανακούφιση από τις πληθωριστικές πιέσεις. Είναι πάντως σαφές πως το τέλος της ρήξης ή εν πάση περιπτώσει η επίδραση από αντισταθμιστικές κινήσεις της Δύσης δεν μπορούν να φέρουν το τέλος της κρίσης στους επόμενους έξι μήνες.

Σε κάθε περίπτωση σ’ ένα παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον, κρίσιμη είναι πορεία των μεγάλων οικονομιών όπως των ΗΠΑ, της Κίνας αλλά και των ευρωπαϊκών όπως η Γερμανία. Το αν και πότε θα αυτές εισέλθουν σε περιοχή ύφεσης αλλά και το πόσο θα μπορούσε να διαρκέσει αυτή, αποτελεί μια ακόμη ουσιώδη παράμετρο των εξελίξεων.

Στο πλαίσιο αυτό, εκτιμάται πως ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να κινείται σε διψήφιο επίπεδο και το 2023, παρά τις μικρές αποκλιμακώσεις που παρατηρήθηκαν στο μέσο πληθωρισμό στην Ελλάδα τον Οκτώβριο, ο οποίος διαμορφώθηκε στο 9,1%. Αναπόδραστα, οι επιπτώσεις των πληθωριστικών πιέσεων θα αγγίξουν τόσο την πορεία εργασιών αλλά και επενδύσεων των επιχειρήσεων. Το αυξημένο λειτουργικό κόστος από τις τιμές ενέργειας, πρώτων υλών και προϊόντων, αλλά και η αύξηση του κόστους εργαζομένων ήδη εγγράφεται στους προϋπολογισμούς των επιχειρήσεων. Επίσης καταγράφονται τα  πρώτα σημάδια επιβράδυνσης σε συγκεκριμένους δείκτες. Μετά από μια σταθερά ανοδική πορεία από το 2019 και μετά, παρατηρούμε επίσης τάσεις σταθεροποίησης στο ρυθμό αύξησης των τιμών των ακινήτων, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις καταγράφεται και τάση διόρθωσης αυτών.

Η αντίδραση δε των κεντρικών τραπεζών με διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων αποτελεί μια αναγκαία και δικαιολογημένη παρέμβαση, ωστόσο, η αποτελεσματικότητα τέτοιων μέτρων δεν είναι ανεξάντλητη. Σε κάθε περίπτωση, η προειδοποίηση των ηγεσιών για ένα δύσκολο χειμώνα, αφορά και στο ποιες αντοχές θα επιδείξουν επιχειρήσεις και καταναλωτές στις παραπάνω πιεστικές συνθήκες. Αν για παράδειγμα, η κατανάλωση περιοριστεί δραστικά, ακολούθως θα επηρεαστούν και τα επενδυτικά προγράμματα των επιχειρήσεων, καθώς θα συμμορφωθούν στο καθεστώς χαμηλής ζήτησης. Το ποιας έκτασης και βάθους θα είναι μια τέτοια μεταβολή, μένει να φανεί, καθώς και πως αυτή θα επηρεάσει τους ρυθμούς ανάπτυξης των οικονομιών σε μεσοπρόθεσμη πλέον βάση.

Στην παραπάνω δύσκολη εξίσωση ανεύρεσης αμυνών και ισορροπίας, η ελληνική οικονομία από τη μια οφείλει να συνυπολογίσει το πλαίσιο δημοσιονομικής πειθαρχίας, αλλά και να εκμεταλλευτεί τόσο τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, όσο και το συγκριτικό της πλεονέκτημα στον τουρισμό.

Αν και το 2022 υπήρξε χρονιά ανάκαμψης, που άμβλυνε σε μεγάλο βαθμός τις επιπτώσεις της πανδημίας, εν τούτοις οι προβλέψεις για την πορεία των τουριστικών ροών το 2023 διατηρούν αβεβαιότητες. Κι αυτό γιατί οι κύριες αγορές της χώρας όπως οι ΗΠΑ και η Ευρώπη βρίσκονται αντιμέτωπες με το ενδεχόμενο ύφεσης ενώ από την άλλη θα επηρεάσει καθοριστικά και  η συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ/δολαρίου.

Κρίσιμος παράγοντας στήριξης της ελληνικής οικονομίας είναι επίσης η ορθή διοχέτευση πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης σε επενδυτικές προτάσεις που μπορούν να έχουν πολλαπλασιαστικά οφέλη, ώστε να διατηρηθεί ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ στο 5%.

Δεδομένου δε ότι εισερχόμαστε σε προεκλογική περίοδο, είναι κρίσιμο η πολιτική αβεβαιότητα να μην ανακόψει την εκδήλωση και κατάθεση επενδυτικών σχεδίων.

Τέλος, είναι επίσης κρίσιμο να διατηρηθεί η ορθή πορεία της ελληνικής οικονομίας και η πολιτική δέσμευση για μείωση του δημόσιου χρέους, καθώς και η προσπάθεια προσέλκυσης επενδύσεων, παράγοντες που αφενός θα θωρακίσουν τη χώρα και αφετέρου θα της προσφέρουν προοπτική ανάπτυξης για τα επόμενα χρόνια. Στο οικονομικό πεδίο, το διακύβευμα για την όποια ελληνική κυβέρνηση προκύψει από τις επερχόμενες εκλογές του 2023 είναι η συντήρηση και προάσπιση αυτών των δύο αξόνων.

O Νικόλαος Βουνισέας είναι Senior Partner της KPMG στην Ελλάδα

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts