Με στόχο τη διευκόλυνση του δημόσιου διαλόγου, που για να είναι ουσιαστικός πρέπει να διεξάγεται σε συνθήκες κανονικότητας και όχι μόνο προεκλογικά, κρίνουμε σκόπιμο να δημοσιοποιήσουμε μερικές σκέψεις και δεδομένα σχετικά με το θέμα της φορολόγησης μερισμάτων, ενόψει της σοβαρότητάς του για την οικονομία και τη θέση της χώρας ως επενδυτικού προορισμού. Η προσέλκυση και τόνωση επενδύσεων —όχι κατά ανάγκη μόνον ξένων— είναι προϋπόθεση για την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών και τη βελτίωση των δημόσιων οικονομικών, που θα επιτρέψει την αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους και την κάλυψη επειγουσών κοινωνικών αναγκών (υγεία, παιδεία, κλπ).

Φορολόγηση μερισμάτων. Μήπως να το ξανασκεφτούμε;

Εννοιολογικά, ως μέρισμα νοείται η πιθανή ανταμοιβή του μετόχου μιας κεφαλαιουχικής μορφής επιχείρησης, κατ’ αναλογία της συμμετοχής του στο κεφάλαιο αυτής. Η ανταμοιβή αυτή είναι πιθανή, αφού η απόκτηση της εξαρτάται από την ύπαρξη κερδοφορίας, ενώ ελλοχεύει πάντα ο τόσο συχνός κίνδυνος ζημιών. Γενικά, το εισόδημα από μερίσματα ενέχει μεγαλύτερο κίνδυνο σε σχέση με το εισόδημα που παράγεται από πηγές παθητικού εισοδήματος —όπως τίτλοι σταθερού εισοδήματος ή ακίνητη περιουσία. Για τον λόγο αυτό, το εισόδημα από μερίσματα απολαμβάνει και υψηλότερες αποδόσεις, αφού η απόδοση συναρτάται πάντα με τον κίνδυνο ζημιών και απώλειας κεφαλαίου, σε μια ρευστή διεθνή οικονομική πραγματικότητα.

Κατ’ αρχήν, το εισόδημα από τη συμμετοχή στο κεφάλαιο μιας επιχείρησης —έστω μιας ανώνυμης εταιρείας— φορολογείται σε δύο στάδια. Αρχικά, φορολογείται το σύνολο των κερδών στο όνομα του νομικού προσώπου και στη συνέχεια, όταν γίνεται διανομή, φορολογείται το μέρος των διανεμόμενων κερδών στο όνομα του μετόχου με ένα πρόσθετο φόρο μερισμάτων. Το γεγονός αυτό στην πραγματικότητα συνιστά, από οικονομική άποψη, διπλή φορολόγηση του ίδιου εισοδήματος (economic double taxation). Για το λόγο αυτό, έχουν αναπτυχθεί διεθνώς διάφορα συστήματα. Μερικές χώρες, όπως η Ελλάδα, εφαρμόζουν μια παραλλαγή του κλασσικού συστήματος φορολόγησης, δηλαδή φορολογούν τα κέρδη στο όνομα του νομικού προσώπου και επιβάλλουν έναν χαμηλό (ή και μηδενικό) πρόσθετο φόρο μερισμάτων σε επίπεδο φυσικού προσώπου στα κέρδη που διανέμονται. Αντίθετα, άλλες χώρες εφαρμόζουν έναν σχετικά υψηλό ονομαστικό φορολογικό συντελεστή στο μικτό ποσό των μερισμάτων προς διανομή στα φυσικά πρόσωπα, αλλά από τον προκύπτοντα φόρο αφαιρείται ο εταιρικός φόρος που αναλογεί σε αυτά τα μερίσματα (full imputation).

Για παράδειγμα, έστω μια εταιρεία σε χώρα που εφαρμόζει το σύστημα full imputation έχει σύνολο κερδών 100 ευρώ. Η εταιρεία πληρώνει φόρο εισοδήματος 22 και διανέμει το σύνολο του υπολοίπου των 78 ευρώ. Ο μέτοχος θα δηλώσει ως φορολογητέο εισόδημά του το μικτό ποσό των 100 (78+22) και επί αυτού θα λογιστεί φόρος 42 (100*42%). Όμως, από το ποσό φόρου 42 θα αφαιρεθεί ο φόρος που κατέβαλε ήδη το νομικό πρόσωπο, δηλαδή ο μέτοχος θα καταβάλει 20 ευρώ (42-22) ως επιπλέον φόρο. Συνολικά, από το μέτοχο και το νομικό πρόσωπο, θα καταβληθεί ως φόρος το ποσό των 42 ευρώ, και όχι 64 (22+42).

Συνεπώς, είναι λάθος να επικεντρώνεται η συζήτηση στον ονομαστικό συντελεστή που εφαρμόζεται σε επίπεδο μόνο του φυσικού προσώπου, αγνοώντας το φόρο επί των κερδών που καταβάλλει το νομικό πρόσωπο, όπως είναι σοβαρό λάθος, λόγω των διαφορετικών συστημάτων, να θεωρείται ότι η συνολική φορολογική επιβάρυνση σε κάθε χώρα προκύπτει από το άθροισμα των συντελεστών εταιρικού φόρου και φόρου μερισμάτων. Η σύγκριση μεταξύ χωρών πρέπει να γίνεται στη βάση του συνολικού φόρου εισοδήματος που πραγματικά καταβάλλεται, αθροιστικά από το νομικό πρόσωπο και τους μετόχους, άσχετα με την αναλογία που επιβαρύνει το κάθε μέρος. Να ληφθεί επίσης υπόψη ότι πολλές χώρες παρέχουν σοβαρά φορολογικά κίνητρα επενδύσεων που μειώνουν περαιτέρω την συνολική φορολογική επιβάρυνση.

Σήμερα στην Ελλάδα ο φόρος εισοδήματος στο όνομα της εταιρείας υπολογίζεται με ονομαστικό συντελεστή 22% και ο φόρος μερισμάτων με 5%. Δηλαδή, επί κερδών ύψους 100 καταβάλλεται εταιρικός φόρος 22. Εάν διανεμηθεί το σύνολο των υπόλοιπων κερδών ποσού 78, καταβάλλεται πρόσθετος φόρος μερισμάτων 3,9 (78*5%). Δηλαδή η συνολική επιβάρυνση ανέρχεται σε 25,9 ευρώ ή διαφορετικά ο συνολικός φορολογικός συντελεστής ανέρχεται σε 25,9%.

Ωστόσο, αυτό δεν είναι ακριβές καθώς σειρά δαπανών που πραγματοποιεί η επιχείρηση—εν μέσω της διάχυτης νομικής ασάφειας— η φορολογική διοίκηση δεν θεωρεί ως παραγωγικές. Έτσι, ο πραγματικός εταιρικός φορολογικός συντελεστής εκτιμάται ότι σήμερα υπερβαίνει τον ονομαστικό κατά περίπου 5 ποσοστιαίες μονάδες, είναι δηλαδή περίπου 27% (κατά κλάδους, μπορεί να είναι και μεγαλύτερος). Συνεπώς, επί κερδών 100, το νομικό πρόσωπο καταβάλει φόρο 27 και απομένει προς διανομή μερίσματος το ποσό των 73 επί του οποίου καταβάλλεται φόρος 3,65 (73*5%). Επομένως η συνολική φορολογική επιβάρυνση ανέρχεται σε 30,65 ευρώ ή 30,65%. Με αυτά τα δεδομένα, μια αύξηση του φόρου μερισμάτων στο 15% (με ονομαστικό εταιρικό συντελεστή 22%) θα οδηγούσε σε μια συνολική φορολογική επιβάρυνση της τάξεως του 37,95%. Ο συντελεστής αυτός φαντάζει εξωπραγματικός για μια περιφερειακή οικονομία στον γεωγραφικό χώρο των Βαλκανίων, όπως η Ελλάδα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η μέση σταθμική φορολογική επιβάρυνση ανέρχεται στο 23,6% στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέλη[1] του ΟΟΣΑ.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι η οικονομία της Ελλάδος είναι πλέον σε σημαντικό βαθμό διεθνοποιημένη, μια αύξηση του συντελεστή φορολόγησης είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει σοβαρή εκροή επενδύσεων από τη χώρα —κυρίως από φορολογικούς κατοίκους της Ελλάδος και χωρών που δεν προστατεύονται από συμβάσεις αποφυγής διπλής φορολογίας— αλλά και ακύρωση αναμενόμενων επενδύσεων, με σημαντικές αρνητικές συνέπειες για τα δημοσιονομικά έσοδα και τις θέσεις απασχόλησης.

Περαιτέρω, η ιδέα ευθυγράμμισης της Ελλάδας στο θέμα του συνολικού συντελεστή φορολόγησης των κερδών των κεφαλαιουχικών εταιρειών με τις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης, όπου εκεί ο συνολικός φόρος εισοδήματος είναι πράγματι υψηλός, στερείται οικονομικής λογικής και θα έχει μόνο αρνητικά αποτελέσματα για την Ελληνική οικονομία. Οι προηγμένες χώρες, είναι προηγμένες διότι έχουν δημιουργήσει τεχνογνωσία και ποικίλες υποδομές (φυσικές και θεσμικό πλαίσιο – ισχυρούς ανεξάρτητους θεσμούς) που προάγουν την επιχειρηματικότητα και την κερδοφορία των επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις των χωρών αυτών παράγουν και εξάγουν σε όλο τον κόσμο προϊόντα υψηλής τεχνολογίας και μεγάλης προστιθέμενης αξίας, τα οποία εξασφαλίζουν υψηλές και σταθερές χρηματοροές. Από αυτές τις χρηματοροές μπορεί να καταβάλλεται ένα σημαντικό ποσό φόρου εισοδήματος στο κράτος, σε ανταμοιβή των υπηρεσιών που αυτό προσφέρει.

Αντίθετα, στη χώρα μας οι επιχειρήσεις παράγουν κυρίως παραδοσιακά προϊόντα τα οποία πωλούνται με σκληρούς πιστωτικούς όρους, έχουν υψηλό εισαγόμενο κόστος που πρέπει να καταβληθεί τοις μετρητοίς, ενώ αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα με ένα πολυδαίδαλο, κοστοβόρο, διαρκώς μεταβαλλόμενο και ασαφές νομικό πλαίσιο, αλλά και μία εξαιρετικά βραδυκίνητη απονομή δικαιοσύνης. Τελικό αποτέλεσμα; η αποδοτικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων υστερεί σημαντικά και δεν υπάρχουν περιθώρια για πληρωμή υψηλών φόρων.

Εν κατακλείδι, η αύξηση των φόρων, μεσοπρόθεσμα οδηγεί μαθηματικά την πλειοψηφία των επιχειρήσεων σε ένα διαρκή αγώνα μείωσης του φορολογικού βάρους, μεταφοράς έδρας και δραστηριοτήτων σε άλλα πιο ευνοϊκά φορολογικά καθεστώτα, όπως τα γειτονικά, και σε πολλές περιπτώσεις στην πτώχευση. Τέτοια προβλήματα εν πολλοίς αντιμετωπίσαμε στη χώρα, ιδιαίτερα οξυμένα, στα χρόνια της οικονομικής κρίσης.

[1] Πηγή OECD Tax Database: Table II.4 Overall statutory tax rates on dividend income, 2022.

Καραμάνης Κωνσταντίνος, Καθηγητής, Σύμβουλος Επιχειρήσεων

Βρουστούρης Παναγιώτης, Ορκωτός Λογιστής, MPI Hellas

Λεβεντάκης Δημήτρης, Ecovis AE παροχής φορολογικών και λογιστικών υπηρεσιών

*Οι συγραφεις διδασκουν στο Σεμιναριο Λογιστικής και Φορολογιας του ΚΕΔΙΒΙΜ του ΟΠΑ

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts
Ο υπολογιστής του Αλιέντε στην εποχή των δεδομένων
Experts |

Ο υπολογιστής του Αλιέντε στην εποχή των δεδομένων

Στην εποχή της Σοβιετικής Ένωσης ωστόσο οξύνοες οικονομολόγοι του ανατολικού μπλοκ κωδικοποίησαν μεθόδους για τη πρακτική εφαρμογή μίας οικονομίας που βασίζεται στο κεντρικό σχεδιασμό μίας γραφειοκρατικής κυβέρνησης.