Με την απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να ιδρύσει υπουργείο με αρμοδιότητα θέματα της οικογένειας και της κοινωνικής συνοχής αποδεικνύει ότι ο πολιτικός κόσμος της Ελλάδος ανανγνωρίζει πλέον την σημασία των θεμάτων αυτών για το μέλλον του έθνους και την καταπολέμηση του δημογραφικού προβλήματος.

Με το κείμενο αυτό και με παράδειγμα την κατάσταση στην Γερμανία και τα σχετικά στατιστικά στοιχεία θα προσπαθήσω να αναδείξω τι βήματα πρέπει να γίνουν για το καλό του τόπου και την εξέλιξη του πληθυσμού.

Οι προγνώσεις πρέπει να μας αφυπνίσουν.

Η γλώσσα των αριθμών είναι αμείλικτη. Στα τέλη του 2021 μόλις 8,3 εκατομμύρια Γερμανοί περιλαμβάνονταν στην πληθυσμιακή κατηγορία 15-24 ετών, δηλαδή ούτε καν ο ένας στους 10. Την ίδια στιγμή ο αριθμός των ηλικιωμένων, άνω των 65 ετών, ξεπερνούσε τα 18 εκατομμύρια. Η γερμανική κοινωνία γερνάει. Η δημογραφική τάση δεν μπορεί να ανατραπεί με τις νέες γεννήσεις, ούτε με τη μετανάστευση. Και αυτό θα έχει συνέπειες για το συνταξιοδοτικό σύστημα,το οποίο στη Γερμανία, όπως και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, βασίζεται από το 1957 σε μία διανεμητική λογική (Umlagesystem). Αυτό το διανεμητικό σύστημα βασίζεται σε μία απλή υπόθεση εργασίας: ότι υπάρχουν αρκετοί ασφαλισμένοι, που με τις εισφορές τους είναι σε θέση να χρηματοδοτούν τις συντάξεις. Κάποιοι κάνουν λόγο για ένα «συμβόλαιο μεταξύ των γενεών». Με απλά λόγια: Οι τρέχουσες ασφαλιστικές εισφορές είναι εκείνες που χρηματοδοτούν τις σημερινές συντάξεις.

Συγχρόνως υπάρχει και η λεγόμενη αρχή της ισοδυναμίας (Äquivalenzprinzip). Με αυτήν εξασφαλίζεται ότι όποιος πληρώνει υψηλότερες εισφορές θα έχει και υψηλότερη σύνταξη από αυτόν που πληρώνει χαμηλότερη εισφορά. Αυτό ικανοποιούσε επίσης την αρχή της επίτευξης. Η εμπιστοσύνη στην ιδέα του συμβολαίου μεταξύ των γενεών ήταν τόσο μεγάλη το 1957, ώστε η νεότερη γενιά ήταν πρόθυμη να ακολουθήσει το σύστημα. Ο καγκελάριος της τότε Δυτικής Γερμανίας, Κόνραντ Άντεναουερ, μάλιστα είχε πει χαρακτηριστικά: «Ο κόσμος πάντα θα αποκτά παιδιά». Και είχε δίκιο. Και σήμερα τα ζευγάρια αποκτούν παιδιά, αλλά σημαντικά λιγότερα. Το δημογραφικό πρόβλημα και η αυξανόμενη ηλικία της κοινωνίας έχουν καταστήσει εύθραυστo το άλλοτε εμβληματικό συμβόλαιο των γενεών. Ενώ το 1960 αντιστοιχούσαν έξη εργαζόμενοι για κάθε συνταξιούχο, σήμερα είναι μόλις 1,8 εργαζόμενοι. Το 2050 αυτοί θα είναι 1,2 εργαζόμενοι άν δεν υπάρξουν θαρραλέα αντίμετρα.

Σύμφωνα με υπολογισμούς του Ινστιτούτου Ifo του Πανεπιστημίου του Μονάχου, για να διατηρηθεί το σύστημα βιώσιμο υπό αυτές τις συνθήκες, το ποσοστό που θα πρέπει να συνεισφέρει ο κάθε εργαζόμενος από τον μισθό του για την σύνταξή του θα αυξηθεί από το σημερινό 18,6% στο 25% έως το 2050. Εναλλακτικά, θα πρέπει να υπάρξει υπερβολική αύξηση της επιδότησης από τον κρατικό προϋπολογισμό. Για το 2023, ο κρατικός προϋπολογισμός προβλέπει επιχορήγηση ύψους 112 δισεκατομμυρίων ευρώ στην υποχρεωτική συνταξιοδοτική ασφάλιση. 112 δισεκατομμύρια ευρώ πρέπει δηλ. να χρηματοδοτηθούν μέσω φόρων για να διατηρηθεί ένα σύστημα που θα έπρεπε στην πραγματικότητα να αυτοχρηματοδοτείται. Εάν η Γερμανία συνεχίσει ως έχει, το 2050 το ήμισυ του κρατικού προϋπολογισμού θα πρέπει να δαπανηθεί για τις συντάξεις. Τότε δεν θα υπάρχει σχεδόν καθόλου περιθώριο για δαπάνες για την εκπαίδευση, την προστασία του κλίματος και την καινοτομία. Πόσω μάλλον για την Ελλάδα, που πρέπει να καλύψει και υπέρογκες αμυντικές δαπάνες.

Η περιγραφή του προβλήματος δεν έχει σκοπό να δώσει μια απαισιόδοξη εικόνα ή να κάνει τους ανθρώπους να ανησυχήσουν. Το θέμα είναι μάλλον ότι οι αριθμοί και οι προβλέψεις πρέπει να μας αφυπνίσουν και να μας κινητοποιήσουν για δράση. Τώρα έχουμε ακόμη την ευκαιρία. Στόχος μας πρέπει να είναι να διασφαλίσουμε και στις μελλοντικές γενιές να μπορούν να ζήσουν από τις συντάξεις τους.

Αναγκαίες μεταρρυθμίσεις

Θα ήταν σίγουρα άδικο αν οι προκλήσεις που προκύπτουν από τη δημογραφική αλλαγή επιβληθούν στις μελλοντικές γενιές. Το καθήκον της πολιτικής πρέπει να είναι να επιτύχει την ισοκατανομή του βάρους μεταξύ των γενεών. Αντίστροφα, η ίση κατανομή του βάρους σημαίνει ότι κάθε γενιά πρέπει να συμβάλει στην επιτυχή κοινωνική μεταρρύθμιση. Μια μεταρρύθμιση αυτής της διάστασης απαιτεί δύναμη, θάρρος και την απαραίτητη ευαισθησία για την αποφυγή κοινωνικών αναταραχών. Το ύψιστο αξίωμα μιας συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης πρέπει επομένως να είναι η αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών και να αναπτυχθεί ένα σύστημα που να λαμβάνει υπόψη του και τη βασική ιδέα της μελλοντικής ασφάλειας των ηλικιωμένων αλλά και να κατανέμει ισόποσα τα βάρη γι’ αυτό στις γενιές.

Για να αλλάξουμε πραγματικά κάτι, πρέπει να καταρρίψουμε παλιές πρακτικές, να σκεφτούμε λίγο παραπέρα και μερικές φορές να έχουμε το θάρρος να κάνουμε κάτι το καινούργιο. Ο στόχος είναι σαφής: θέλουμε να μπορούν όλοι να ζήσουν από τις συντάξεις τους, αυτές να κερδίζονται δίκαια και τα οικονομικά βάρη να κατανέμονται ισότιμα μεταξύ των γενεών. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος και να καταστεί το συνταξιοδοτικό σύστημα κατάλληλο για το μέλλον σε χρόνο μηδέν δεν υπάρχει η μία και μοναδική λύση. Ωστόσο, οι παρακάτω έξι προτάσεις μπορούν να αποτελέσουν δομικά στοιχεία μιας μεταρρύθμισης και, ως εκ τούτου, προορίζονται να δώσουν τροφή για σκέψη σχετικά με το ποιές προσαρμογές θα μπορούσαμε να κάνουμε.

Πρώτον: Αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης

Σε μια κοινωνία που γερνάει όλο και περισσότερο, θα πρέπει να είναι αυτονόητο ότι στο μέλλον θα δουλεύουμε κι εμείς περισσότερο. Ομολογουμένως, η αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης δεν αποτελεί ιδιαίτερα καινοτόμο ιδέα. Αλλά είναι ωστόσο κάτι το σωστό. Το προσδόκιμο ζωής μας αυξάνεται. Αυτό είναι καλή είδηση, αλλά σημαίνει επίσης ότι το χρονικό διάστημα που θα λαμβάνουμε σύνταξη γίνεται όλο και μεγαλύτερο. Σε σύγκριση με το 1960, η μέση διάρκεια που οι άνδρες στη Γερμανία παίρνουν τη σύνταξή τους έχει αυξηθεί κατά εννέα χρόνια, ενώ η αντίστοιχη διάρκεια των γυναικών κατά σχεδόν έντεκα χρόνια. Επομένως, πρέπει να κάνουμε μια ειλικρινή συζήτηση για το όριο συνταξιοδότησης χωρίς φόβο και πάθος. Δεν πρόκειται να αναγκασθούν άνθρωποι που δεν είναι πλέον σε θέση να το κάνουν να εργάζονται μέχρι τα 70 τους χρόνια. Όσοι δεν μπορούν πλέον να εργαστούν προστατεύονται από το σύστημα. Αλλά όσοι μπορούν ακόμη να το κάνουν πρέπει και να συνεισφέρουν.

Kοινωνικά αποδεκτό φαίνεται να είναι αν συνδεθεί η ηλικία συνταξιοδότησης δυναμικά με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής στο μέλλον. Εάν το προσδόκιμο ζωής μειωθεί κάποια στιγμή, η ηλικία συνταξιοδότησης θα μειωθεί επίσης. Ταυτόχρονα, θα θέλαμε να διασφαλίσουμε ότι η ηλικία συνταξιοδότησης στο σύνολό της θα είναι πιο ευέλικτη. Συχνά σκεφτόμαστε υπερβολικά με όρους μαύρου ή άσπρου, εργασιακού βίου ή συνταξιοδότησης. Ωστόσο είναι σήμερα πραγματικότητα η επιθυμία πολλών ανθρώπων να μην χρειάζονται να εγκαταλείψουν τον εργασιακό βίο και να συνταξιοδοτηθούν από τη μια μέρα στην άλλη. Αντίθετα, θα μπορούσε να είναι όλο και περισσότερο δυνατή μια σταδιακή μετάβαση, η οποία θα μπορούσε να συνοδεύεται από μείωση των ωρών εργασίας για αρκετά χρόνια.

Δεύτερον: Στήριξη των οικογενειών

Πρέπει να αντιμετωπίσουμε τη βασική αιτία του συνταξιοδοτικού προβλήματος. Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν γεννηθεί πολύ λίγα παιδιά. Υπάρχει έλλειψη συνεισφερόντων. Το παιδί, που δεν γεννήθηκε πριν από 30 χρόνια, απλά δεν υπάρχει για να συνεισφέρει. Πολιτικά αυτό δεν μπορεί να αλλαχθεί. Η εξέλιξη αυτή μπορεί όμως να μετριαστεί με μια συνετή μεταναστευτική πολιτική. Αλλά η πολιτική θα πρέπει πάνω απ’ όλα να φροντίσει για το μέλλον, ανακουφίζοντας τις οικογένειες και κάνοντας την απόφαση για την απόκτηση ενός παιδιού πιο ελκυστική. Εκτός από την συμφιλίωση οικογένειας και εργασίας, σε αυτό μπορεί να συμβάλει και η περαιτέρω φορολογική ελάφρυνση. Μια άλλη -αν και αμφιλεγόμενη- σκέψη θα μπορούσε να είναι η καταβολή υψηλότερου ποσοστού συνταξιοδοτικής εισφοράς για τους άτεκνους. Αυτό δεν αποσκοπεί στην τιμωρία όσων δεν έχουν παιδιά. Ωστόσο, είναι απλά γεγονός ότι οι γονείς συμβάλλουν περισσότερο στη διατήρηση του συμβολαίου των γενεών από ό,τι οι άτεκνοι. Μια διάκριση θα μπορούσε επομένως να είναι δικαιολογημένη, ακόμη και αν είναι αμφιλεγόμενη από κοινωνικοπολιτική άποψη για ευνόητους λόγους.

Τρίτον: Επένδυση στη διά βίου μάθηση

Πρέπει να αυξήσουμε τον αριθμό των συνεισφερόντων. Πολλοί είναι αυτοί που φθάνουν στο όριο συνταξιοδότησης αλλά επιθυμούν να παραμείνουν ενεργοί και τους φαίνεται αδύνατο να παραμείνουν αδρανείς σαν συνταξιούχοι, ακόμη και αν έχουν συμπληρώσει τα απαιτούμενα συντάξιμα χρόνια. Ειδικά όσοι γνωρίζουν ότι η σύνταξή τους μπορεί και να μην τους αρκεί για μία αξιοπρεπή ζωή να σκέπτονται να συνεχίσουν ενδεχομένως με λιγότερη π.χ. χειρωνακτική εργασία. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με περισσότερη επένδυση στην δια βίου μάθηση εφόσον το ποσοστό εκείνων που δεν θα παραμείνουν για πάντα στο επάγγελμα που επέλεξαν όταν ήταν νέοι όλο και αυξάνει.

Τέταρτον: Περιορισμένη επιχορήγηση του κρατικού προϋπολογισμού

Χρειαζόμαστε ένα μήνυμα προς τη νέα γενιά. Εάν καταφέρουμε να αυξήσουμε και πάλι μακροπρόθεσμα τον αριθμό των συνεισφερόντων, πρέπει να κατοχυρώσουμε νομοθετικά ότι οι μελλοντικές γενιές δεν πρέπει να επιβαρύνονται αδικαιολόγητα. Θα είχε νόημα, για παράδειγμα, να δημιουργήσουμε ένα επιπλέον σημείο ισορροπίας, με το οποίο θα ορίζουμε ότι το ποσό της φορολογικής επιχορήγησης προς το συνταξιοδοτικό σύστημα δεν μπορεί να υπερβαίνει το 25% του κρατικού προϋπολογισμού.

Πέμπτον: Αποταμίευση από την γέννηση κάθε παιδιού με κρατική συμμετοχή

Ας ξεπεράσουμε κάθε συμβατική λύση και ας σκεφτούμε εντελώς νέες ιδέες. Γιατί να μην ακολουθήσουμε νέες διαδρομές και δημιουργήσουμε έναν δεύτερο πυλώνα παράλληλα με την νόμιμη σύνταξη; Με την γέννηση κάθε παιδιού θα μπορούσε το κράτος να καταθέσει ένα συγκεκριμένο ποσό, π.χ. 2.000 ευρώ, σε ένα κρατικά εγγυημένο αμοιβαίο κεφάλαιο, του οποίου η διαχείριση θα γίνεται εν συνεχεία από ανεξάρτητη αρχή. Οι γονείς θα είχαν τη δυνατότητα να συνεχίσουν να αποταμιεύουν σε αυτό, ακόμη και μετά την ενηλικίωσή του. Με βάση την ανάπτυξη της χρηματοπιστωτικής αγοράς τις τελευταίες δεκαετίες, η απόδοση της επένδυσης θα ήταν τεράστια όταν ο δικαιούχος φτάσει στην ηλικία συνταξιοδότησης και το αποταμιευμένο ποσό καταβληθεί.

Έκτον: Επιπλέον ιδιωτική επιδοτημένη επικουρική σύνταξη

Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι, εκτός από τη νόμιμη σύνταξη, υπάρχει ανάγκη για έναν ακόμη υποχρεωτικό πυλώνα που να παρέχει στους ανθρώπους επαρκή ασφάλεια στα γηρατειά. Μέχρι σήμερα, δυστυχώς, εκμεταλλεύονται αυτήν την δυνατότητα αποκλειστικά όσοι δεν εξαρτώνται από κάτι τέτοιο. Με ένα υποχρεωτικό μοντέλο, θα μπορούσαμε να εξουδετερώσουμε αυτή την κοινωνική ανισορροπία. Επομένως, είναι λογικό να δημιουργήσουμε ένα υποχρεωτικό τυποποιημένο συνταξιοδοτικό προϊόν στον ιδιωτικό πυλώνα, με δυνατότητα εξαίρεσης, χωρίς κόστος απόκτησης, με χαμηλό διοικητικό κόστος και ελκυστική επιδότηση.

Προς ένα «συμβόλαιο μεταξύ των γενεών»

Αν καταφέρουμε να αντιμετωπίσουμε αυτά και άλλα ζητήματα, δεν χρειάζεται να φοβόμαστε την κατάσταση που περιγράφεται παραπάνω. Αρκεί να δράσουμε πάραυτα και μεταρρυθμίσουμε το σύστημα αποφασιστικά. Μπορούμε να πετύχουμε έτσι την έναρξη μιας μεγάλης μεταρρύθμισης και την ανανέωση του συμβολαίου μεταξύ των γενεών σε μια κοινή προσπάθεια κοινωνικής συνοχής και εν μέρει αποτελεσματικής καταπολέμησης του δημογραφικού προβλήματος.

*ο Φαίδων Γ. Κοτσαμπόπουλος είναι ιατρός ακτινολόγος και Πρόεδρος του Γερμανοελληνικού Επιχειρηματικού Συνδέσμου DHW με έδρα την Κολωνία στην Γερμανία

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts
Κατώτατος μισθός, συλλογικές συμβάσεις και συντάξεις
Experts |

Κατώτατος μισθός, συλλογικές συμβάσεις και συντάξεις

Mε διαφορετικούς όρους κρατικής παρέμβασης παρατείνεται η μνημονιακή κατάργηση (Φεβρουάριος 2012) της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) που καθόριζε στην Ελλάδα επί δεκαετίες τον κατώτατο μισθό