Η κρίση για την Ουκρανία έχει ωθήσει απελπισμένους αξιωματούχους στις δυτικές πρωτεύουσες να αναζητούν διπλωματικό τρόπο για να αποτρέψουν μια ρωσική εισβολή. Καθ’ οδόν για συνάντηση με τον πρόεδρο της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, στη Μόσχα, ο Εμμανουέλ Μακρόν, ο Γάλλος ομόλογός του, ρωτήθηκε για μια πιθανή λύση: «Φινλανδοποίηση», είπε κάνοντας μια αναφορά στο επίσημα ουδέτερο καθεστώς της Φινλανδίας κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Ήταν «ένα μοντέλο στο τραπέζι», αναγνώρισε ο Μακρόν, αλλά επέμεινε ότι οι διπλωμάτες θα έπρεπε να εφεύρουν κάτι νέο. Η είδηση ​​πυροδότησε οργή στην Ουκρανία και επίσης στη Φινλανδία, όπου η εμπειρία δεν εγείρει ευχάριστες αναμνήσεις. Πώς λειτούργησε στην πράξη η «Φινλανδοποίηση» και πώς θα μπορούσε να εφαρμοστεί ένα παρόμοιο καθεστώς στην Ουκρανία;

Καθώς στην Ευρώπη παγιώθηκαν αντίπαλα μπλοκ με επικεφαλής την Αμερική και τη Σοβιετική Ένωση στην αυγή του Ψυχρού Πολέμου, η Φινλανδία απέκτησε ένα μοναδικό καθεστώς. Αν και είχε αντισταθεί σε μια πλήρους κλίμακας σοβιετική εισβολή κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, αναγκάστηκε να παραχωρήσει μεγάλες εκτάσεις εδάφους, να πληρώσει αποζημιώσεις και να νομιμοποιήσει το Κομμουνιστικό Κόμμα της Φινλανδίας. Στην αμέσως μεταπολεμική περίοδο, η χώρα είχε λίγες διασυνδέσεις με τη Δύση και απειλούνταν από τον γιγάντιο γείτονά της στα ανατολικά. Μια συνθήκη που υπογράφηκε με τη Σοβιετική Ένωση το 1948 έγινε η βάση για τη «Φινλανδοποίηση». Η Φινλανδία θα διατηρούσε την κυριαρχία της και θα παρέμενε ουδέτερη στον ανταγωνισμό των υπερδυνάμεων, χωρίς να ενταχθεί ούτε στο ΝΑΤΟ ούτε στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας.

Στην πράξη, το τίμημα της ανεξαρτησίας της Φινλανδίας ήταν ότι η Σοβιετική Ένωση θα ασκούσε σημαντική επιρροή στην πολιτική της χώρας. Ο Ούρχο Κέκονεν, ο πρόεδρος της Φινλανδίας κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, έκανε τη φιλία με τη Σοβιετική Ένωση ακρογωνιαίο λίθο της θητείας του και μετέτρεψε τον υποτιθέμενο απαραίτητο ρόλο που έπαιξε στη διαφύλαξη των σχέσεων με το Κρεμλίνο προς πολιτικό του όφελος. Υπερέβαινε τακτικά τη συνταγματική του εξουσία, δημιούργησε διεφθαρμένα προσωπικά δίκτυα και αρνήθηκε να διορίσει αξιωματούχους σε σημαντικές θέσεις που δεν ήταν αποδεκτές από τη σοβιετική ηγεσία. Το κύριο συντηρητικό κόμμα, ο Εθνικός Συνασπισμός, κρατήθηκε έξω από τις κυβερνήσεις συνασπισμού, παρά το γεγονός ότι κέρδισε τη δεύτερη ή την τρίτη θέση σε κοινοβουλευτικές έδρες σε πέντε εκλογές μεταξύ 1966 και 1987. Τα φινλανδικά ΜΜΕ λογοκρίνονταν τακτικά όταν επρόκειτο για θέματα που θεωρούνταν επικριτικά για τη Σοβιετική Ενωση. Ο εκδοτικός οίκος Tammi, υπέκυψε σε πιέσεις το 1974 και δεν κυκλοφόρησε μια φινλανδική μετάφραση του «Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ», ενός μυθιστορήματος του Αλεξάντερ Σολντζενίτσιν, ενός κορυφαίου Σοβιετικού αντιφρονούντα, αν και το βιβλίο τελικά δημοσιεύτηκε στη Φινλανδία λίγα χρόνια αργότερα.

Ούτε η ουδετερότητα έκανε τη Φινλανδία απρόσβλητη από τη σοβιετική επιρροή στην εξωτερική της πολιτική. Για να κατευνάσει τη Σοβιετική Ένωση αφού υπέγραψε συμφωνία το 1972 με την πρόδρομο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, η Φινλανδία προσχώρησε επίσης στην Comecon, ένα μπλοκ υπό την ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης, ως χώρα παρατηρητής το 1973. Οι Φινλανδοί ηγέτες απέφυγαν επιμελώς τη δημόσια κριτική προς την Σοβιετική εσωτερική ή εξωτερική πολιτική, ακόμη και κατά τις σοβιετικές στρατιωτικές επεμβάσεις στην Ουγγαρία το 1956, στην Τσεχοσλοβακία το 1968 και στο Αφγανιστάν το 1979.

Παρά τους περιορισμούς, η Φινλανδία άκμασε. Διατήρησε ισχυρές αμυντικές δυνατότητες και παρέμεινε φιλελεύθερη δημοκρατία. Με το τέλος του ψυχρού πολέμου, μπόρεσε να ακολουθήσει μια πραγματικά ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική. Το 1994 εντάχθηκε στη Συνεργασία για την Ειρήνη του ΝΑΤΟ, ένα πρόγραμμα αμυντικής συνεργασίας που απέχει πολύ από την πλήρη ένταξη, και το 1995 έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σήμερα, η επιθετική στάση της Ρωσίας στην Ουκρανία οδήγησε τους Φινλανδούς ηγέτες να εξετάσουν ακόμη πιο στενές σχέσεις με τη Δύση. Τον Δεκέμβριο του 2021 η χώρα επέλεξε να αγοράσει το αμερικανικής κατασκευής F-35 ως το επόμενο μαχητικό αεροσκάφος της, ενώ ο Σάουλι Νιινίστο, πρόεδρος της Φινλανδίας, επανέλαβε ότι η Φινλανδία ήταν ελεύθερη να επιλέξει τον στρατιωτικό της προσανατολισμό και αυτό περιελάμβανε την επιλογή να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ.

Για τους Ουκρανούς που συλλογίζονται με νευρικότητα για τη μοίρα τους, η «Φινλανδοποίηση» δεν φαίνεται ελκυστική. Ο πρωταρχικός στόχος του κ. Πούτιν είναι η Ουκρανία, όπως και η Φινλανδία παλαιότερα, να μην ενταχθεί ποτέ στο ΝΑΤΟ. Οι άλλες απαιτήσεις του θα περιόριζαν την ουκρανική κυριαρχία – κάτι που ο κ. Μακρόν και άλλοι δυτικοί ηγέτες λένε ότι είναι μια κόκκινη γραμμή. Η εφαρμογή των πρωτοκόλλων του Μινσκ, που ζητούσαν από την Ουκρανία να αποκεντρώσει την εξουσία σε περιοχές που ελέγχονται από τους αντάρτες στην ανατολική Ουκρανία, θα μπορούσε να δώσει στη Μόσχα ένα άμεσο δάχτυλο στην ουκρανική πολιτική μέσω των αντιπροσώπων της στις περιοχές αυτές. Αν και η Ουκρανία λαμβάνει σημαντική διπλωματική και υλική υποστήριξη από τη Δύση, από άλλες απόψεις η θέση της είναι πιο αδύναμη από αυτή της Φινλανδίας στην αρχή του Ψυχρού Πολέμου. Η οικονομία και η πολιτική της είναι δυσλειτουργικές και οι ρωσικές δυνάμεις και οι πληρεξούσιοί τους κατέχουν ήδη ουκρανικό έδαφος στην Κριμαία και στο Ντονμπάς. Η «Φινλανδοποίηση» θα μπορούσε να επιτρέψει στην Ουκρανία να αποφύγει μια εισβολή — αλλά η χώρα θα ήταν σταθερά στα χέρια της Μόσχας.

© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com

Πρόσφατα Άρθρα