Στη σύνοδο κορυφής των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων του G20 το περασμένο Σαββατοκύριακο στο Νέο Δελχί οι χώρες του Νότου μπόρεσαν να κάνουν τη φωνή τους να ακουστεί και οι ηγέτες τους κατάφεραν να επηρεάσουν τις συζητήσεις, γράφει ο Ρισάρ Ιό της «Les Echos». Παρά την απουσία του κινέζου ηγέτη Σι Τζινπίνγκ. Από την άλλη πλευρά, αντιμέτωπες με τις γεωπολιτικές εντάσεις που προκύπτουν από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τον ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, οι βιομηχανικές χώρες της Δύσης επανεξετάζουν εκ βάθρων την στρατηγική τους. Διότι «η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται καθ’ οδόν προς μια σημαντική αναδιάρθρωση».

«Υπάρχει μια αλλαγή παραδείγματος στην παγκοσμιοποίηση. Η πίστη στις αρετές και τα πλεονεκτήματα του χθες έχει πλέον καταπέσει», εξηγεί η Ζεζαμπέλ Κουπέ-Σουμπεϊράν του Κέντρου Μελετών Προοπτικών και Διεθνών Πληροφοριών (Cepii) με αφορμή τη δημοσιοποίηση της μελέτης με τίτλο «Παγκόσμια Οικονομία 2024» που εκπόνησε.

Ο νέος ενεργειακός δρόμος Ανατολής -Δύσης

Για την Κουπέ-Σουμπεϊράν που συνυπογράφει τη μελέτη του Cepii, αυτό το νέο παράδειγμα «μεταφράζεται» στην επιθυμία των βιομηχανικών χωρών να μειώσουν την εξάρτησή τους από τις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες για την προμήθεια πρώτων υλών και προϊόντων στρατηγικής σημασίας. Διότι στόχος τους είναι η αναζήτηση ασφάλειας σε έναν κόσμο όπου οι γεωπολιτικές εντάσεις οξύνονται διαρκώς. Υπό το πρίσμα αυτό «είναι πρωταρχική η ανάγκη μετάβασης σε ένα μοντέλο ανάπτυξης που ευνοεί περισσότερο την καινοτομία».

Οι βιομηχανικές πολιτικές επιστρέφουν

«Η ‘συναίνεση της Ουάσιγκτον’, που διαμορφώθηκε τη δεκαετία του 1980 και ευνοούσε τις ιδιωτικοποιήσεις και την απελευθέρωση του εμπορίου, βρίσκεται υπό αμφισβήτηση. Πρόκειται να αντικατασταθεί από ένα νέο παράδειγμα που καθιερώνει την επιστροφή των κυβερνήσεων στην πρώτη γραμμή της οικονομικής διαχείρισης, μια νέα πραγματικότητα στην οποία το ‘άνοιγμα των οικονομιών’ δεν θεωρείται πλέον αυτοσκοπός», τονίζει στη «Les Echos» ο οικονομολόγος Τομά Τζεμπίν, υπεύθυνος για θέματα μακροοικονομίας και διεθνών οικονομικών στο Cepii.

Ο ειδικός εξηγεί ότι οι εθνικές βιομηχανικές πολιτικές αποτελούν πλέον τον πυλώνα μιας «νέας συναίνεσης». Στις Ηνωμένες Πολιτείες ο περίφημος νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού (IRA), που εφαρμόζει από το περασμένο καλοκαίρι η διακυβέρνηση Μπάιντεν, «δεν αποσκοπεί μόνο στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, αλλά επίσης στο να τοποθετήσει τις ΗΠΑ στην κορυφή της κούρσας που θα διαμορφώσει τις αυριανές μεγάλες βιομηχανικές δυνάμεις του πλανήτη».

Στον ίδιο δρόμο κινείται και η Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς «τα κράτη-μέλη αρχίζουν να εφαρμόζουν πολιτικές επανεκβιομηχάνισης, με έμφαση βέβαια στους τομείς του μέλλοντος», παρατηρεί ο γάλλος οικονομολόγος. «Δίχως στρατηγική αυτονομία η Ευρώπη κινδυνεύει να διαγραφεί από την Ιστορία», είχε προειδοποιήσει τον περασμένο Απρίλιο ο Εμανουέλ Μακρόν. Ο γάλλος πρόεδρος έκανε μάλιστα από την Κίνα τη δήλωσή του αυτή, κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψής του εκεί.

Τέλος το ελεύθερο εμπόριο;

Σε ό,τι αφορά το διεθνές εμπόριο, οι ειδικοί που εκπόνησαν τη μελέτη θεωρούν ότι «οι συγκυρίες δεν ευνοούν πλέον το αχαλίνωτο ελεύθερο εμπόριο, αλλά την αναζήτηση εμπορικών συμμαχιών με φίλες χώρες σε στρατηγικούς τομείς».Με πρώτον, εξυπακούεται, τον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας. «Πρόκειται για μια στρατηγική που καθόρισε τον Απρίλιο του 2022 η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τζάνετ Γέλεν», παρατηρεί ο ρεπόρτερ της γαλλικής οικονομικής εφημερίδας.

«Στην παγκοσμιοποίηση, η ασφάλεια γίνεται το κύριο σημείο αναφοράς για τις βιομηχανικές αποφάσεις», γράφει ο Ρισάρ Ιό και παραθέτει την ανάλυση του Τομά Τζεμπίν: «Ο πόλεμος στην Ουκρανία θέτει υπό αμφισβήτηση την πίστη στα οφέλη του ανεμπόδιστου εμπορίου και την πεποίθηση ότι η απελευθέρωση των συναλλαγών οδηγεί νομοτελειακά στη σύγκλιση των εθνικών οικονομιών προς ένα δυτικό μοντέλο».

Η απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών να αλλάξουν λογισμικό και να εξαγγείλουν την επανεκβιομηχάνιση της χώρας για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής ως προτεραιότητα, καταφεύγοντας ουσιαστικά στον προστατευτισμό, σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής όπου η άρση και του μικρότερου εμπορικού και οικονομικού φραγμού ή προσκόμματος ήταν ο κανόνας και το ζητούμενο.

Τα ακίνητα σε δεύτερη μοίρα

Κατά τον οικονομολόγο του Cepii, «τα αναπτυξιακά μοντέλα που προωθήθηκαν από τη δεκαετία του 1980 και εντεύθεν και τα οποία ευνοούσαν την ανάληψη χρεών και την αύξηση του πλούτου μέσω διαρκών ανατιμήσεων των ακινήτων και της συσσώρευσης κεφαλαιακών κερδών εις βάρος της καινοτομίας και της πραγματικής παραγωγής, τίθενται πλέον υπό αμφισβήτηση».

Πολλές χώρες, όπως η Ισπανία, η Κίνα, η Γαλλία, αλλά και η Ελλάδα πριμοδότησαν σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη του κλάδου των ακινήτων. Άλλες, όπως η Γερμανία, σε μικρότερο βαθμό – στη Γερμανία το ποσοστό ιδιοκατοίκησης είχε υποχωρήσει πέρυσι στο 46,70% και ήταν ένα από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη. «Το 2021 η Γαλλία δαπάνησε περίπου 1,5% του ΑΕΠ της περισσότερο από όσο η Γερμανία για να στηρίξει την αγορά ιδιόκτητης στέγης από τους πολίτες», τονίζει στη «Les Echos» ο οικονομολόγος Τομά Τζεμπίν.

Με την κάμψη των τιμών των ακινήτων στις χώρες του ΟΟΣΑ και στην Κίνα που προκαλούν ο πληθωρισμός και το ακριβό χρήμα, μια από τις κινητήριες δυνάμεις της παγκόσμιας ανάπτυξης χάνει την ισχύ της. Εξ ου και η ιδέα της επανεκβιομηχάνισης μέσω καινοτόμων και (ει δυνατόν) περιβαλλοντικά ουδέτερων δράσεων.

Αλλά η παγκόσμια αυτή μεταστροφή με την ανάληψη μεγαλύτερης οικονομικής δραστηριότητας και ουσιαστικότερων αναπτυξιακών παρεμβάσεων από τις κυβερνήσεις «θα μπορούσε να απομακρύνει τον κίνδυνο καθίζησης των οικονομιών, που συζητείται συχνά τα τελευταία χρόνια», αναφέρει η «Les Echos».

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή