Στα κράτη μέλη της ΕΕ οι εθνικές βουλευτικές εκλογές αποκτούν ιδιαίτερα  ενδιαφέροντα ή ακόμη και δραματικό χαρακτήρα μόνον όταν αυτές ενδέχεται να οδηγήσουν σε κυβερνητικά σχήματα που αποκλίνουν από τις αξίες της Ένωσης και ιδίως από τον σεβασμό του κράτους δικαίου ή καταγράφουν λαϊκή εντολή που μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στη λειτουργία της Ένωσης και την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Δεν είναι προφανώς αυτή η περίπτωση των χθεσινών γερμανικών ομοσπονδιακών εκλογών. Η εντυπωσιακή και μη αναμενόμενη μέχρι πριν λίγους μήνες άνοδος του SPD, η αισθητή πτώση του συνασπισμού CDU/ CSU, η άνοδος των Πρασίνων που αρκούνται όμως στην τρίτη θέση, η προσωπική επιτυχία του Όλαφ Σολτς στο εκλογικό σώμα μετά την ήττα των απόψεών του στους εσωκομματικούς συσχετισμούς και την ανάδειξη μιας «αριστερής» κομματικής ηγεσίας, η προσωπική αποτυχία του Άρμιν Λάσετ στο εκλογικό σώμα  παρά την κατίσχυσή του στους εσωκομματικούς συσχετισμούς, η μετεωρική εκτόξευση και στη συνέχεια η καθήλωση σε μέση τροχιά της υποψήφιας των Πρασίνων και όλα τα συναφή, έχουν βεβαίως ενδιαφέρον.  Κυρίως όμως εθνικό. Δεν επηρεάζουν, κατα την εκτίμησή μου, ούτε τους ευρωπαϊκούς ούτε πολύ περισσότερο τους διεθνείς συσχετισμούς.

Εδώ και πολλές δεκαετίες η διάκριση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων με βάση το ιδεολογικό στίγμα των κυβερνητικών κομμάτων έχει δώσει τη θέση της στην πρακτική διάκριση μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Οι κυβερνήσεις των κρατών – μελών είναι αυτές που μετέχουν στο Συμβούλιο της ΕΕ  και οι αρχηγοί των κυβερνήσεων και κάποιοι αρχηγοί κρατών σε μη κοινοβουλευτικά συστήματα μετέχουν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και στη διαρκή διακυβερνητική διαπραγμάτευση που διεξάγεται στους κόλπους του. Την ΕΕ, ως σύνθετη πολιτική οντότητα που περιλαμβάνει το θεσμικό οικοδόμημα της ΕΕ και τα κράτη μέλη με τα εθνικά πολιτικά τους συστήματα, την κυβερνά ένας κυλιόμενος μεγάλος συνασπισμός στον οποίο μετέχουν όλες οι ευρωπαϊκές πολιτικές οικογένειες που διαθέτουν παραδοσιακά ή νέα κυβερνητικά κόμματα: οι δυνάμεις του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών, των Φιλελεύθερων, των Πρασίνων. Σε ορισμένες περιπτώσεις κόμματα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς δοκιμάζονται στο πεδίο αυτό, χωρις να θέλω να αναφερθώ τώρα στο «ταυτοτικό» πρόβλημα  του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ που φαίνεται ανυπέρβλητο.

Τη στιγμή που γράφω δεν έχει οριστικοποιηθεί το αποτέλεσμα. Η ισχυρότερη οικονομικά χώρα της ΕΕ κυβερνάται και πορεύεται – επιτυχώς – με εκλογικό σύστημα που βρίσκεται πολύ κοντά σε αυτό που εδώ ονομάζουμε σύστημα απλής αναλογικής και πάντως με κυβερνήσεις συνεργασίας διαφόρων μορφών από τον Β ´ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά. Μια κυβέρνηση στην οποία δεν μετέχει το CDU / CSU, με πρώτο εταίρο το SPD είναι εξίσου θεμιτή και δοκιμασμένη ιστορικά με μια κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού όπως η απερχόμενη κυβέρνηση Μέρκελ / Σολτς ή με μια κυβέρνηση με πρώτο εταίρο το CDU/ CSU που αφήνει στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης το SPD. Περιμένουμε όχι μόνο τον τελικό αριθμό των εδρών κάθε κόμματος αλλά και τον τελικό συνολικό αριθμό των μελών της Ομοσπονδιακής Βουλής καθώς και αυτός είναι μεταβλητός λόγω διπλής ψήφου,  πρόσθετων εδρών και εδρών αντιρρόπησης ώστε να τηρείται η αναλογικότητα του κοινοβουλευτικού συσχετισμού.

Από μια κυβέρνηση με πρώτο εταίρο το SPD χωρίς τη συμμετοχή του CDU/ CSU κάποιοι περιμένουν πολλά. Από μια χαλαρότερη στάση ως προς το Σύμφωνο Σταθερότητας μέχρι μια πιο σαφή στάση υπέρ του λεγόμενου ευρωπαϊκού στρατού και από μια πιο σκληρή στάση απέναντι στην Τουρκία μέχρι την αποδοχή των ελληνικών θέσεων ως προς το κατοχικό δάνειο και τις πολεμικές επανορθώσεις.

Δεν συμμερίζομαι τις προσδοκίες αυτές ή για να το διατυπώσω πιο διπλωματικά:  οι δικές μου προβλέψεις είναι πιο συγκρατημένες.  Η νέα γερμανική κυβέρνηση θα είναι πρωτίστως μια γερμανική κυβέρνηση και το ερώτημα είναι αν και με ποιο τρόπο  θα μπορεί να αντιλαμβάνεται τα γερμανικά εθνικά και οικονομικά συμφέροντα ως ταυτιζόμενα με την ικανότητα της ΕΕ να ανταποκριθεί στις πολλαπλές και μεγάλες προκλήσεις που αφορούν την ίδια αυτοτελώς και την ίδια ως συνιστώσα της Δύσης και της ευρωαμερικανικής συνεργασίας. Όλα αυτά θα κρίνονται διαρκώς,  εμπειρικά και εκ του αποτελέσματος, τα επόμενα χρόνια. Άρα χωρίς βιασύνες και υπερβολές ας είμαστε έτοιμοι ως χώρα να συζητήσουμε με τον μεγαλύτερο Ευρωπαίο εταίρο μας, όπως αυτός νομίμως παρίσταται και εκπροσωπείται.-

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Απόψεις