«Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα η σχέση (ΗΠΑ και Κίνας) είναι ιδιαιτέρως τοξική. Οι αμοιβαία καχυποψία έχει κυριολεκτικά ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Νομίζω ότι οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν πόσο επικίνδυνη είναι αυτή η στιγμή».

Η εκτίμηση της Μπόνι Γκλέιζερ, ειδικής σε ζητήματα που αφορούν στην Κίνα στο ινστιτούτο German Marshall Fund, έρχεται να υπογραμμίσει τους κινδύνους που ενέχει η απόφαση την οποία έχει προαναγγείλει – χωρίς ακόμη να την έχει ανακοινώσει επισήμως – η πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόζι: Να επισκεφθεί εντός του Αυγούστου την Ταϊβάν.

Πράγματι, η ένταση είναι τόσο μεγάλη ώστε, μέχρι και την τελευταία στιγμή, ούτε η Ουάσιγκτον ούτε το Πεκίνο επιβεβαίωναν ή διέψευδαν την πραγματοποίηση της επικοινωνίας ανάμεσα στους προέδρους των δύο χωρών, η οποία εδώ και ημέρες έχει προσδιοριστεί για σήμερα (τελικά ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε ότι η επικοινωνία θα γινόταν στις 3.30 ώρα Ελλάδας).

Η αιτία γι’ αυτό είναι ότι, πολύ απλά, τόσο ο Τζο Μπάιντεν όσο και ο Σι Τζινπίνγκ φοβούνταν ότι θα βρεθούν σε δύσκολη θέση και θα αναγκάζονταν είτε να διατυπώσουν συγκεκριμένα τελεσίγραφα ο ένας προς τον άλλο (τα οποία είναι αμφίβολο ότι θα μπορούσαν να υπηρετήσουν) είτε να κάνουν υποχωρήσεις – με ό,τι συνεπάγεται η κάθε περίπτωση.

Σε θέση «μάχης»

Άλλωστε, κάθε ημέρα που περνά οι δύο πλευρές ανεβάζουν ολοένα πιο ψηλά τον πήχη, με αποτέλεσμα το σενάριο της υποχώρησης να χάνει έδαφος, καθώς θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως ήττα και ένδειξη αδυναμίας. Κι αυτό καθιστά την κατάσταση ακόμη πιο επικίνδυνη και το ενδεχόμενο ενός «θερμού επεισοδίου» με άδηλη κατάληξη πιο πιθανό.

Το Πεκίνο έχει διαμηνύσει σε όλους τους τόνους ότι θα υπάρξουν σοβαρότατες συνέπειες και δυναμική αντίδραση σε περίπτωση που η επίσκεψη πραγματοποιηθεί, τις οποίες μάλιστα χρεώνει προκαταβολικά στους Αμερικανούς. Όσο για την Ουάσιγκτον, παρά το γεγονός ότι ο Λευκός Οίκος και προσωπικά ο Μπάιντεν έχουν πάρει αποστάσεις από το ταξίδι της Πελόζι, το Πεντάγωνο καταστρώνει πυρετωδώς σχέδια για την ασφάλειά της, που περιλαμβάνουν όλα τα δυνατά σενάρια.

Για του λόγου το αληθές, το πυρηνοκίνητο αεροπλανοφόρο Ρόναλντ Ρίγκαν και η αρμάδα των πολεμικών πλοίων που το συνοδεύει αναπτύχθηκαν εκ νέου στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, ενώ σε πλήρη επιφυλακή έχουν τεθεί και οι αμερικανικές βάσεις στη γύρω περιοχή – από την Ιαπωνία και τη Νότιο Κορέα μέχρι το Γκουάμ. Ανάλογες κινήσεις κάνει όμως και η Κίνα, ενισχύοντας τις στρατιωτικές της δυνάμεις και πολλαπλασιάζοντας τις πτήσεις στον «ζωτικό χώρο» της Ταϊβάν.

ΗΠΑ και Ταϊβάν

Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ταϊβάν δεν αναγνωρίζεται ως ανεξάρτητη χώρα από τις ΗΠΑ, στο πλαίσιο της πολιτικής «μία χώρα, δύο συστήματα» που ακολουθεί έναντι της Κίνας. Παρ’ όλα αυτά, το σύνταγμά τους επιβάλει τη γενναία στήριξή της ώστε να είναι σε θέση να αντισταθεί απέναντι σε οποιαδήποτε επίθεση.

Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι η προηγούμενη φορά που πρόεδρος της Βουλής των Ηνωμένων Πολιτειών είχε επισκεφθεί την Ταϊβάν ήταν το 1997, επί προεδρίας του Δημοκρατικού Μπιλ Κλίντον. Τότε, όμως, την πλειοψηφία και στα δύο σώματα του Κογκρέσου είχαν οι Ρεπουμπλικάνοι, ενώ σήμερα οι Δημοκρατικοί κυριαρχούν τόσο στη Γερουσία όσο και, κυρίως, στη Βουλή.

Η κατάσταση διαφέρει και όσον αφορά στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Κίνα. Μετά από 25 χρόνια συνεχούς και ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού των ενόπλων δυνάμεών της, η ανερχόμενη υπερδύναμη νιώθει ασφαλώς πολύ πιο σίγουρο για τις δυνατότητές της – ενώ οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν για την έκβαση μιας σύγκρουσης.

Δεν θέλουν, αλλά…

Ρεαλιστικά, πάντως, κανείς από τους δύο δεν φαίνεται να επιθυμεί σε αυτή τη συγκυρία μια τέτοια σύγκρουση. Αν και, όπως αποδείχθηκε με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και όσα έχουν ακολουθήσει, στη (γεω)πολιτική τίποτα δεν μπορεί να θεωρείται βέβαιο.

Ειδικά στην εποχή που ζούμε, που όλα αλλάζουν ραγδαία και, ενίοτε, βίαια. Και πολύ περισσότερο καθώς, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, μια αντιπαράθεση στον Ειρηνικό μπορεί να καλύψει, έστω και προσωρινά, την οικονομική επιβράδυνση στην Κίνα και την επερχόμενη ύφεση στις ΗΠΑ. Αν και, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, μια σύγκρουση της νυν και της ανερχόμενης υπερδύναμης θα έχει πολύ πιο σοβαρές συνέπειες για όλο τον κόσμο σε σύγκριση με τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Η Κίνα, εξάλλου, σε αντίθεση με τη Ρωσία, είναι και οικονομική υπερδύναμη, άρρηκτα δεμένη με τις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Επικαιρότητα