Ο Όλαφ Σολτς αντιμετωπίζει ήδη σοβαρά προβλήματα στο εσωτερικό της χώρας του, προσπαθώντας να πείσει τους συμπολίτες του ότι κάνει το σωστό και ότι αξίζει ο «πόνος» που θα υποστούν εκατομμύρια από αυτούς τον επικείμενο χειμώνα. Σαν να μην του έφταναν όμως αυτά, ήρθε και το ΔΝΤ να του προσθέσει έναν ακόμη πονοκέφαλο και να προκαλέσει νέες τριβές – τόσο στις τάξεις του κυβερνητικού συνασπισμού όσο και με τους Ευρωπαίους εταίρους του.

Η αιτία είναι ότι ο διεθνής οργανισμός παρουσίασε αυτές τις ημέρες την πρότασή του για τη μεταρρύθμιση του δημοσιονομικού πλαισίου της ΕΕ, θεωρώντας ότι το ισχύον είναι πλέον ανεπαρκές απέναντι στις αλλεπάλληλες κρίσεις και έχει αρκετές αδυναμίες. Μια πρόταση η οποία έρχεται ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη η επίσημη διαδικασία αναθεώρησης του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης που έχει δρομολογήσει η Κομισιόν, με στόχο να ολοκληρωθεί ως το τέλος του έτους.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το ΔΝΤ συμπυκνώνει τη θέση του αναφορικά με τις αναγκαίες αλλαγές που πρέπει να γίνουν σε τρεις ενότητες. Το Βερολίνο, από την πλευρά του, ενώ φαίνεται να συζητά τις πρώτες δύο, απορρίπτει κατηγορηματικά την τρίτη, η οποία μοιάζει με «κόκκινο πανί».

1. Διατήρηση ορίων, μεγαλύτερη (και επιλεκτική) ευελιξία

Η πρώτη, συγκεκριμένα, έχει να κάνει με την αλλαγή ή μη των ορίων που αφορούν στο δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος κάθε χώρας. Η πρόταση είναι τα όρια του 3% και του 60% επί του ΑΕΠ να διατηρηθούν ονομαστικά, αλλά να υπάρξει μεγαλύτερη διαφοροποίηση όσον αφορά στην εφαρμογή τους.

«Χώρες υψηλού ρίσκου θα οφείλουν να ενεργοποιήσουν περιοριστικά πλαίσια για τις δαπάνες τους, τα οποία θα συνάδουν με ένα μηδενικό ή θετικό συνολικό δημοσιονομικό ισοζύγιο σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα (τριών έως πέντε ετών). Χώρες με ρίσκο που δεν χαρακτηρίζεται ως υψηλό και με χρέος κάτω του 60%, το οποίο δεν προβλέπεται να ξεπεράσει το παραπάνω όριο, θα διαθέτουν μεγαλύτερη ευελιξία, όμως θα πρέπει επίσης να αξιολογούν τους δημοσιονομικούς κινδύνους όταν καταστρώνουν τα μεσοπρόθεσμα σχέδιά τους», αναφέρεται χαρακτηριστικά στο κείμενο.

Παράλληλα, προτείνεται η δημιουργία «ενός νέου και ανεξάρτητου Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμβουλίου (EFC), το οποίο θα λειτουργεί σε συνεργασία τόσο με την Κομισιόν όσο και με τα αντίστοιχα εθνικά δημοσιονομικά συμβούλια, καθώς και άλλους μετόχους».

Όπως γίνεται φανερό από την πρώτη στιγμή, το πλαίσιο του ΔΝΤ είναι δυσμενές – έως και ασφυκτικό – για χώρες με υψηλό χρέος, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία ή ακόμη και η Γαλλία. Αντιθέτως, είναι ευνοϊκό για τη Γερμανία και τους πλούσιους του ευρωπαϊκού Βορρά.

2. Τεχνοκράτες αντί κυβερνήσεων και Κομισιόν

Αυτό γίνεται ακόμη σαφέστερο με τη δεύτερη θέση του ΔΝΤ, η οποία αφορά στην ενίσχυση του ρόλου των μηχανισμών και θεσμών που θα αναλάβουν την εποπτεία και την εφαρμογή των παραπάνω πολιτικών.

«Όλες οι χώρες θα υποχρεούνται να ενεργοποιήσουν μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά πλαίσια (MTFF), τα οποία θα είναι συμβατά με τους υπάρχοντες κανόνες σε επίπεδο ΕΕ. Τα NFC θα καλούνται να καταθέτουν ή να υιοθετούν τις μακροοικονομικές προβλέψεις, να επεξεργάζονται τις αναλύσεις βιωσιμότητας του χρέους (DSA) και να εκτιμούν το δημοσιονομικό ρίσκο, καθώς και να εκτιμούν κατά πόσο τα περιοριστικά πλαίσια για τις δαπάνες και τα δημοσιονομικά σχέδια που προτείνονται από τις κυβερνήσεις είναι συμβατά με τις παραπάνω αξιολογήσεις».

Τονίζεται, επίσης, ότι «προκειμένου να εκπληρώσουν τον ρόλο τους, τα εθνικά NFC θα πρέπει να αναβαθμιστούν με βάση ένα ενιαίο ευρωπαϊκό πρότυπο», τη στιγμή που «η Κομισιόν θα συνεχίσει να παίζει τον εποπτικό της ρόλο όπως αυτός περιγράφεται στη Συνθήκη του Μάαστριχτ». Στην πράξη, όμως, όλοι καταλαβαίνουν ότι πρόκειται για μια υποβάθμιση του πολιτικού οργάνου της ΕΕ με τη μεταφορά περισσότερων και πιο ουσιαστικών αρμοδιοτήτων σε ένα «ανεξάρτητο» μηχανισμό τεχνοκρατών.

3. Νέο Ταμείο της ΕΕ και ευρωομόλογα

Όπως προαναφέρθηκε, ωστόσο, παρά τις αντιρρήσεις που μπορεί να έχει το Βερολίνο για τις πρώτες δύο ενότητες, είναι η τρίτη αυτή που του βάζει κυριολεκτικά «φωτιές». Αναγκάζοντάς του – κυρίως μέσω του υπουργού Οικονομικών και ηγέτη των Ελεύθερων Δημοκρατών, Κρίστιαν Λίντνερ – να βγάλει… νύχια και να διαμηνύσει πως δεν είναι έτοιμο για περαιτέρω υποχωρήσεις.

Το διακύβευμα αφορά – τι άλλο; – τη δημιουργία ενός νέου ευρωπαϊκού Ταμείου το οποίο θα χρηματοδοτείται από τους «27» και την Κομισιόν με ευρωομόλογα. Κάτι αντίστοιχο, με άλλα λόγια, με το Ταμείο Ανάκαμψης που ήδη «τρέχει», με στόχο να συνδράμει τα κράτη-μέλη (και ειδικά εκείνα που έχουν πληγεί περισσότερο) να ξεπεράσουν τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες από την κρίση της πανδημίας.

Συγκεκριμένα, το ΔΝΤ κάνει λόγο για μια δεξαμενή κεφαλαίων (FCEU που «θα χρηματοδοτείται από την έκδοση αμοιβαίου χρέους και θα συνοδεύεται από ένα μηχανισμό εσόδων για την εξυπηρέτησή του». Όσον αφορά τους στόχους της, σημειώνει τα εξής: «Θα έχει δύο κυρίως ρόλους: Πρώτον, τη βελτίωση της μακροοικονομικής σταθερότητας απέναντι στα αρνητικά σοκ, ειδικότερα όταν η νομισματική πολιτικά εφαρμόζεται στην κατώτερη ζώνη. Και δεύτερον, τη δυνατότητα να παρέχονται από κοινού και σε επίπεδο ΕΕ δημόσια αγαθά – κάτι που έχει καταστεί πιο επείγον ως αποτέλεσμα της πράσινης μετάβασης και των κοινών ανησυχιών αναφορικά με την ασφάλεια».

Το βέτο του Λίντνερ

Η ιδέα φυσικά δεν είναι καινούρια. Ήδη, λίγες ημέρες μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, στις 24 Φεβρουαρίου, ακούστηκαν φωνές υπέρ της δημιουργίας ενός νέου ευρωπαϊκού ταμείου, με στόχο αφενός την ενίσχυση της ασφάλειας και των στρατιωτικών υποδομών της ΕΕ και, αφετέρου, τη διευκόλυνση της επίτευξης της μετάβασης στην εποχή της «πράσινης οικονομίας».

«Στηρίζουμε την Ουκρανία. Υπάρχει, επίσης, μια κοινή προσπάθεια της Ευρώπης για τη συνέχιση της στήριξης προς την Ουκρανία. Αυτό, όμως, είναι ανεξάρτητο από κάθε συζήτηση αναφορικά με χρηματοδοτικά εργαλεία. Το αμοιβαίο χρέος στην Ευρώπη, μέσω της έκδοσης κοινών ομολόγων, δεν βρίσκεται στην ατζέντα αυτή τη στιγμή», είχε δηλώσει τότε ξεκάθαρα ο Λίντνερ.

Ανάλογη είναι η αντίδραση και σήμερα. Δεν αποκλείεται μάλιστα να ενταθεί, καθώς η είσοδος στην εξίσωση του ΔΝΤ δυσκολεύει τα πράγματα για τη Γερμανία και όσους συμμερίζονται τις απόψεις της στο συγκεκριμένο ζήτημα.

«Τέτοιου είδους προτάσεις (για νέο κοινό ευρωπαϊκό Ταμείο) είναι δημοφιλείς στη Γαλλία και την Ιταλία – όπως και στις τάξεις των Γερμανών Πρασίνων. Αντιθέτως, ο ομοσπονδιακός υπουργός Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, τις απορρίπτει κατηγορηματικά. Τονίζει διαρκώς ότι η περίπτωση του Ταμείου Ανάκαμψης από την πανδημία ήταν μία και μοναδική εξαίρεση», σημειώνει χαρακτηριστικά στην ανάλυση του που δημοσιεύτηκε στην Handelsblatt ο Κάρστεν Βόλκερι.

Τίποτα δεν είναι όπως παλιά…

Από μία άποψη, η θέση του Λίντνερ είναι αναμενόμενη. Κι αυτό διότι είναι γνωστό ότι ο ίδιος οδήγησε το FDP στις πρόσφατες εκλογές και στον «συνασπισμό της «Τζαμάικα» με την υπόσχεση ότι οι Γερμανοί θα δουν τους φόρους τους να μειώνονται και δεν θα χρηματοδοτούν τις ανάγκες των άλλων χωρών της ΕΕ.

Οι εξελίξεις, όμως, έρχονται συχνά να ανατρέψουν τα δεδομένα και να σβήσουν τις «κόκκινες γραμμές». Αυτό συμβαίνει, άλλωστε, και με τους επίσης συγκυβερνώντες Πράσινους, τους οποίους η ενεργειακή κρίση και η απειλή δελτίου ή και μπλακάουτ αναγκάζει να βάλουν νερό στο κρασί τους και να δεχτούν την παράταση της λειτουργίας δύο πυρηνικών σταθμών, οι οποίοι επρόκειτο να κλείσουν οριστικά στο τέλος του έτους.

Θα κάνει, λοιπόν, στροφή και ο Λίντνερ, δίνοντας το πράσινο φως για την έκδοση ενός νέου γύρου ευρωολομόγων, ύψους πολλών εκατοντάδων δις. ευρώ; Είναι πιθανό, έστω και αν αρχικά θα προσπαθήσει να το αποτρέψει με όλες του τις δυνάμεις.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή