Λαμβάνοντας υπόψη τις μεσομακροπρόθεσμες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία και τις αβεβαιότητες που συνδέονται με το διεθνές οικονομικό περιβάλλον, τον υψηλό πληθωρισμό και τον ενεργειακό εφοδιασμό, οι τομείς στους οποίους οφείλει να δώσει έμφαση η οικονομική πολιτική είναι οι εξής:

· Η ανάσχεση μέρους των επιπτώσεων των πληθωριστικών πιέσεων στο εισόδημα των νοικοκυριών, κυρίως για τις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, προκειμένου να στηριχθεί η κατανάλωση και να διατηρηθεί η αναπτυξιακή δυναμική και η κοινωνική συνοχή.

Ωστόσο, οι εισοδηματικές ενισχύσεις για το μετριασμό των πληθωριστικών επιπτώσεων θα πρέπει να είναι στοχευμένες και προσωρινού χαρακτήρα και να χρηματοδοτούνται από την αξιοποίηση του διαθέσιμου δημοσιονομικού χώρου, χωρίς να μεταβάλλεται η περιοριστική κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής. Παράλληλα, η επιδοματική πολιτική για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης θα πρέπει να συνοδεύεται από δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας και με την παροχή κινήτρων για μείωση της κατανάλωσης ενέργειας.

Η διαφύλαξη της δημοσιονομικής αξιοπιστίας η οποία επιτεύχθηκε την περίοδο πριν από την πανδημία με την διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων έχει πρωταρχική σημασία για την απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας, καθώς οι δημοσιονομικές επιδόσεις της Ελλάδος και η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών της αποτελούν κρίσιμους παράγοντες πιστοληπτικής αξιολόγησης, πολύ περισσότερο από ό,τι για άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει έναν από τους υψηλότερους διεθνώς λόγους χρέους προς ΑΕΠ.

Σύμφωνα με τις αναλύσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η πτωτική πορεία του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ αναμένεται να συνεχιστεί, ενώ μεσοπρόθεσμα (μέχρι το 2030) οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες δεν προβλέπεται να υπερβούν το όριο βιωσιμότητας 15% του ΑΕΠ. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα υπάρχει αυξημένη αβεβαιότητα, καθώς η σταδιακή αναχρηματοδότηση του συσσωρευμένου χρέους προς τον επίσημο τομέα με όρους αγοράς θα αυξήσει την έκθεση του Ελληνικού Δημοσίου στον επιτοκιακό κίνδυνο και στον κίνδυνο αγοράς. Γι’ αυτό το λόγο, η Ελλάδα πρέπει να εκμεταλλευθεί την αυξημένη ανθεκτικότητα του δημόσιου χρέους στο μεσοπρόθεσμο διάστημα και να διασφαλίσει την πτωτική του πορεία μέσω της επίτευξης διατηρήσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων που, σε συνδυασμό με ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, ενισχύει τη δυνατότητα ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας.

· Η υλοποίηση των επενδυτικών δράσεων που συνδέονται με τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Προς αυτή την κατεύθυνση, είναι αναγκαία η συνέχιση του προγράμματος των μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας “Ελλάδα 2.0”, ιδιαίτερα όσων αφορούν θεσμικές παρεμβάσεις που υποβοηθούν την περαιτέρω απελευθέρωση των αγορών αγαθών και υπηρεσιών, τον περιορισμό της γραφειοκρατίας και την υλοποίηση εξωστρεφών επενδύσεων, με αποτέλεσμα την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Σημειώνεται ότι ο πιο αποτελεσματικός και βιώσιμος τρόπος για την ενίσχυση των εισοδημάτων μεσομακροπρόθεσμα και για τη μείωση του δημόσιου χρέους είναι η επίτευξη υψηλών και διατηρήσιμων ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης μέσω αύξησης των παραγωγικών επενδύσεων και ολοκλήρωσης των μεταρρυθμίσεων.

Παράλληλα, η υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας “Ελλάδα 2.0” μέσω της αύξησης των επενδύσεων και της ενίσχυσης της ανάπτυξης θα βοηθήσει στη διατήρηση των υφιστάμενων αλλά και στη  δημιουργία νέων και καλύτερα αμειβόμενων θέσεων εργασίας.

· Η εξασφάλιση ότι οι εξελίξεις στο μισθολογικό κόστος θα διατηρήσουν τα οφέλη σε όρους ανταγωνιστικότητας που επιτεύχθηκαν την τελευταία δεκαετία.

Σε αυτό θα βοηθήσουν η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και τα στοχευμένα μέτρα ενίσχυσης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Στο πλαίσιο αυτό, η προβλεπόμενη αύξηση στον κατώτατο μισθό που προγραμματίζεται για το επόμενο έτος θα πρέπει να είναι τέτοια που να αντιστοιχεί στις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας, ώστε να μην εισέλθει η οικονομία σε μία φάση δευτερογενών πληθωριστικών πιέσεων, τροφοδοτούμενων από την άνοδο των μισθών.

· Η αντιμετώπιση των υφιστάμενων στρεβλώσεων στην αγορά εργασίας.

Ειδικότερα, το ποσοστό ανεργίας, αν και υποχωρεί σταθερά και σημαντικά τα τελευταία έτη, παραμένει το υψηλότερο στην ευρωζώνη. Επίσης, το ποσοστό ανεργίας στις ευάλωτες ομάδες (νέοι, γυναίκες) διατηρείται υψηλό, όπως και το μερίδιο του εργατικού δυναμικού που είτε είναι σε μερική απασχόληση και επιθυμεί να εργαστεί περισσότερες ώρες είτε είναι διαθέσιμο για εργασία αλλά δεν αναζητεί εργασία λόγω δυσκολιών.

Επιπλέον, το πρόβλημα της αναντιστοιχίας μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων παραμένει σημαντικό. Για να αμβλυνθούν αυτές οι αδυναμίες, απαιτείται αναβάθμιση της τεχνικής εκπαίδευσης και κατάρτισης των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, καθώς θα τους εξοπλίσει με τις κατάλληλες δεξιότητες και θα ενισχύσει τις προοπτικές απασχόλησής τους ειδικότερα στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης ψηφιακής μετάβασης της ελληνικής οικονομίας.

Σημαντική παραμένει η ενίσχυση του πλέγματος εναρμόνισης της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής για την ένταξη και παραμονή στην αγορά εργασίας του μη οικονομικά ενεργού πληθυσμού, ιδίως των γυναικών.

Θεσμικές παρεμβάσεις για την περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών ή επιδότησή τους στα πλαίσια των δημοσιονομικών δυνατοτήτων θα μειώσουν το μη μισθολογικό κόστος και θα συμβάλουν στην αντιμετώπιση της αδήλωτης ή υποδηλωμένης εργασίας.

Η διατήρηση της αύξησης της απασχόλησης σε καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας και της συμμετοχής στην αγορά εργασίας προϋποθέτουν την ενίσχυση της ζήτησης σε κλάδους και επαγγέλματα με υψηλή προστιθέμενη αξία, την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων και την τόνωση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας.

· Η επιτάχυνση της μετάβασης σε πράσινη ενέργεια και η ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας.

Η πράσινη μετάβαση, σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, αποδεικνύεται απαραίτητη όχι μόνο για μια κλιματικά βιώσιμη ανάπτυξη, αλλά και για τη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης όσον αφορά την ενεργειακή ασφάλεια.

Η αντιμετώπιση της διπλής κρίσης, ενεργειακής και κλιματικής, απαιτεί την επιτάχυνση και την προώθηση των επενδύσεων σε πράσινες τεχνολογίες, τη βελτίωση των δικτύων και την επέκταση των υποδομών σε ηλεκτρικές διασυνδέσεις, αλλά και την ανάπτυξη συστημάτων κεντρικής αποθήκευσης ενέργειας.

Προς το σκοπό αυτό θα μπορούσε να συμβάλει το ευρωπαϊκό σχέδιο δράσης REPowerEU που στοχεύει, εκτός από τη σταδιακή κατάργηση της εξάρτησης της ΕΕ από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα έως το 2027, στην επιτάχυνση της μετάβασης σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, στην εξοικονόμηση ενέργειας, στο συνδυασμό επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων, στη διαφοροποίηση των πηγών εφοδιασμού και, ως εκ τούτου, στη βελτίωση της ενεργειακής ασφάλειας και της αυτονομίας της Ευρώπης.

Παράλληλα με τη στόχευση στην πράσινη μετάβαση, η Ελλάδα οφείλει να διερευνήσει τις δυνατότητες ενίσχυσης της ενεργειακής της ασφάλειας και μέσω της αξιοποίησης των φυσικών της πόρων, για παράδειγμα μέσω της εξόρυξης υδρογονανθράκων.

*Ο Γιάννης Στουρνάρας είναι διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Opinion