Με μια πρώτη ματιά η επιστροφή του εμβληματικού καταστήματος  Tiffany στην πέμπτη λεωφόρο της Νέας Υόρκης στις 28 Απριλίου μετά από τέσσερα χρόνια, το «The Landmark» («ορόσημο») όπως το βάφτισε η εταιρεία, φαίνεται άστοχη χρονικά, καθώς συμπίπτει με μια περίοδο κατά την οποία οι Αμερικανοί περιορίζουν τις δαπάνες τους.

Μπερνάρ Αρνό: Διέταξε ανακαίνιση για το κατάστημα Tiffany’s Fifth Avenue όταν χάθηκε μέσα σε αυτό

Ωστόσο, το πλήθος των Νεοϋορκέζων που συνέρρευσαν στα εγκαίνια δίνει μια άλλη οπτική, όπως επισημαίνει ο Economist. Και αυτή δεν είναι άλλη από την επανάληψη του μοτίβου ότι σε δύσκολες οικονομικές συγκυρίες, ιστορικά, οι καταναλωτές μεσαίου εισοδήματος στρέφονται σε καταστήματα με προϊόντα και τιμές που ανταποκρίνονται στις δυνατότητές τους. Την ίδια στιγμή, τα πιο εύρωστα νοικοκυριά εξακολουθούν να έχουν τη δυνατότητα να συντηρούν γενναιόδωρα τις επιχειρήσεις που απευθύνονται σε γεμάτα πορτοφόλια. Μεγάλοι κερδισμένοι, λοιπόν, σε τέτοιες περιόδους είναι τα δύο άκρα στην αγορά: αυτοί που προσφέρουν πολύ χαμηλές τιμές και εκείνοι που πουλάνε πολυτέλεια σε αντίστοιχες τιμές. Χαμένοι είναι εκείνοι που δεν εξειδικεύονται σε κάτι από τα δύο.

Η έναρξη της πανδημίας οδήγησε σε απότομη συρρίκνωση των δαπανών και αμέσως μετά σε ένα καταναλωτικό όργιο.

Τα νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα έγιναν μέρος αυτής της καταναλωτικής έκρηξης με τη βοήθεια αφενός των μέτρων στήριξης στο πλαίσιο της πανδημίας, αφετέρου της αύξησης των μισθών λόγω της μεγάλης ζήτησης για λιγότερο εξειδικευμένους εργάτες, καθώς οι επιχειρήσεις, κατά την επανέναρξη της οικονομικής δραστηριότητας, προσπαθούσαν να βρουν προσωπικό.

Όμως, η άνοδος του πληθωρισμού πριν από έναν περίπου χρόνο, ανάγκασε τα νοικοκυριά να γίνουν πιο συντηρητικά στις δαπάνες τους. Η απότομη άνοδος των τιμών των τροφίμων και των καυσίμων που προκλήθηκε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, σε συνδυασμό με το άλμα στο κόστος των ενοικίων, έδωσε ισχυρό χτύπημα στα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος.

Και, μπορεί ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ να βρίσκεται σε τροχιά αποκλιμάκωσης, όμως η ακρίβεια εξακολουθεί να είναι παρούσα σε όλες τις εκφάνσεις της οικονομίας.

Οι επιπλέον αποταμιεύσεις των νοικοκυριών που συγκεντρώθηκαν στην πανδημία έχουν μειωθεί από τα περίπου 2,5 τρισ. δολάρια στα μέσα του 2021 σε 1,5 τρισ. δολάρια με το μεγαλύτερο μέρος από αυτά να προέρχεται σε νοικοκυριά υψηλού εισοδήματος, σύμφωνα με τη Goldman Sachs.

Στον αντίποδα, τα υψηλότερα εισοδήματα βγήκαν κερδισμένα από την αύξηση των τιμών περιουσιακών στοιχείων τα τελευταία χρόνια, όπως ακίνητη περιουσία και μετοχές. Είναι ενδεικτικό ότι αν και οι αγορές έχουν υποχωρήσει από τα πολύ υψηλά τους, ο S&P 500 των μεγάλων εταιρειών εξακολουθεί να είναι αυξημένος κατά 26% σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2020. Την ίδια στιγμή, οι τιμές των κατοικιών έχουν αυξηθεί κατά 38%.

Τα κερδισμένα άκρα και η χαμένη μέση

Οι οικονομικές ανισότητες καθόρισαν τις εξελίξεις και στο εμπόριο προς δύο κατευθύνσεις.

Πρώτα-πρώτα, οι επιχειρήσεις που εξυπηρετούν κυρίως χαμηλά εισοδήματα κέρδισαν νέους πελάτες. Ενώ τα φτωχότερα νοικοκυριά έχουν περικόψει όλες τις δαπάνες εκτός από τις βασικές, αυτά των μεσαίων στρωμάτων -με μεγαλύτερα καροτσάκια αγορών- έχουν στραφεί σε φθηνότερα καταστήματα και μάρκες, παρατηρεί η Morgan Stanley.

Οι αναλυτές εκτιμούν ότι οι πωλήσεις στο εκπτωτικό πολυκατάστημα Burlington αυξήθηκαν κατά 13,2% σε ετήσια βάση το πρώτο τρίμηνο του 2023, ενώ αντίθετα, το Macy’s με τιμές για μεσαία εισοδήματα, είχε πτώση πωλήσεων 4,2%.

Η αύξηση πωλήσεων για τον γίγαντα του λιανεμπορίου Walmart, με πελατειακή βάση πιο «αδύνατα» πορτοφόλια αναμένεται να διαμορφωθεί στο 4,9% το πρώτο τρίμηνο, ενώ τα Albertsons και Kroger, δύο σούπερ μάρκετ μεσαίας κατηγορίας, μόλις και μετά βίας θα έχουν αυξήσει τις πωλήσεις τους κατά 2,5% και 1,3%, αντίστοιχα.

Παρόμοιο μοτίβο παρουσιάζεται και στις πωλήσεις ιδιωτικής ετικέτας. Τα PL στη Walmart αφαιρούν μερίδιο από μεγάλα brands που αύξησαν τις τιμές για να διασφαλίσουν την κερδοφορία τους.

Αντίστοιχα, οι καταναλωτές αναζητούν ευκαιρίες πέρα από τα πολυκαταστήματα και τα σούπερ μάρκετ. Στις 25 Απριλίου, η McDonald’s ανακοίνωσε αύξηση 12,6% στις αμερικανικές πωλήσεις για το πρώτο τρίμηνο. Η Ikea, η σουηδική κατασκευάστρια οικονομικών επίπλων, ανακοίνωσε ότι επενδύει 2,2 δισεκατομμύρια δολάρια για να επεκτείνει την παρουσία της στην Αμερική – λίγες μέρες πριν η Bed Bath & Beyond, μια από τις μέχρι πρότινος ανταγωνιστικότερες εταιρείες που απευθύνονταν στα μεσαία εισοδήματα, κηρύξει πτώχευση.

Το δεύτερο αποτέλεσμα της ανομοιόμορφης υγείας των καταναλωτών είναι ότι, καθώς οι πλούσιοι αγοραστές συνεχίζουν να ξοδεύουν αλόγιστα, εξακολουθούν να ευδοκιμούν τα καταστήματα ειδών πολυτελείας.

Το 2022, αυτή η αγορά στην Αμερική αυξήθηκε κατά ένα εντυπωσιακό 8,7%, πολύ πάνω από τον πληθωρισμό.

Στις 12 Απριλίου ο όμιλος ειδών πολυτελείας LVMH, στον οποίο ανήκει η Tiffany, ανακοίνωσε ότι διατηρεί σε υψηλά επίπεδα τον ρυθμό αύξησης των πωλήσεών του, στο 8%, αν και χαμηλότερα από το 15% του 2022. Η Hermès, με τις πολυτελείς τσάντες, σημείωσε επιβράδυνση στις πωλήσεις στην Αμερική το πρώτο τρίμηνο.

Η νέα τάση

Με απλά λόγια, η νέα τάση στην κατανάλωση υποδηλώνει ότι οι πωλητές βασικών ειδών πρώτης ανάγκης έχουν λόγους να περιμένουν ότι θα τα πάνε καλά σε συνθήκες επιδείνωσης της οικονομίας, το ίδιο όμως μπορούν να προσδοκούν και οι εταιρείες ειδών πολυτελείας.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή