Υπό την πίεση της ελβετικής κυβέρνησης προχώρησε στην εξαγορά της ανταγωνίστριάς της Credit Suisse η UBS, μια συμφωνία την οποία για την οποία όμως η δεύτερη δεν ήταν σύμφωνη. Μάλιστα με την τραπεζική κρίση στις ΗΠΑ να έχει πυροδοτήσει ένα κύμα φόβου για επανάληψη της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, η UBS είχε μόλις τέσσερις ημέρες για να διεξάγει τη δέουσα επιμέλεια (due diligence), προκειμένου να έχει εικόνα της οικονομικής κατάστασης της Credit Suisse.

UBS: Κίνδυνοι και ευκαιρίες στα πρώτα οικονομικά αποτελέσματα μετά την εξαγορά της Credit Suisse

Αυτό αναφέρει ο ελβετικός όμιλος UBS σε κατάθεσή του στην αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στις ΗΠΑ, στην οποία κατάθεση αναφέρει ότι το πλήγμα από την εξαγορά της Credit Suisse θα ανέλθει στα 17 δισ. δολάρια. Αυτό το ποσό μεταφράζεται σε 13 δισ. δολάρια από προσαρμογές εύλογης αξίας των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του συνδυασμένου ομίλου και 4 δισ. δολάρια σε πιθανές δικαστικές και ρυθμιστικές δαπάνες που θα προκύψουν.

Ωστόσο, η UBS εκτιμάει ότι θα καταγράψει ένα εφάπαξ κέρδος από την αποκαλούμενη «αρνητική υπεραξία» ύψους 34,8 δισ. δολαρίων, το οποίο προέκυψε από την εξαγορά της Credit Suisse έναντι του ποσού των 3 δισ. ελβετικών φράγκων.

Σε περίπτωση που η συμφωνία ολοκληρωθεί τον επόμενο μήνα όπως είναι προγραμματισμένο, τότε αυτό οικονομικό «μαξιλάρι» θα βοηθήσει στην απορρόφηση πιθανών ζημιών και ενδεχομένως να δώσε ώθηση στα κέρδη της UBS το β΄ τρίμηνο.

Όπως επισημαίνει όμως η ελβετική τράπεζα, οι εκτιμήσεις αυτές είναι προκαταρκτικές και στα νούμερα ενδέχεται να υπάρξουν διαφοροποιήσεις αργότερα κι ενώ θα εκτυλίσσεται η διαδικασία της εξαγοράς. Επίσης πιθανώς να καταγράψει στα βιβλία της προβλέψεις για ζημιές οι οποίες μπορεί να προκληθούν από την αναδιάρθρωση, δίχως όμως να παρέχει συγκεκριμένα νούμερα.

Από τη μεριά τους, οι αναλυτές της Jefferies έχουν υπολογίσει το κόστος για την αναδιάρθρωση, τις νομικές διατάξεις και την προγραμματισμένη εκκαθάριση της μη βασικής μονάδας στα 28 δισ. δολάρια.

Περιορισμοί

Εν τω μεταξύ, η UBS έχει επιβάλει ορισμένους περιορισμούς στην Credit Suisse κι ενώ η διαδικασία της εξαγοράς βρίσκεται σε εξέλιξη.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, η Credit Suisse δεν μπορεί να χορηγήσει νέα πιστωτική διευκόλυνση ή πιστωτικό όριο άνω των 100 εκατομμυρίων ελβετικών φράγκων (113 εκατ. δολάρια) σε δανειολήπτες με επενδυτική διαβάθμισης ή άνω των 50 εκατ. φράγκων σε δανειολήπτες που στερούνται επενδυτικής διαβάθμισης, σύμφωνα με την κατάθεση της UBS. Δεν μπορεί επίσης να αναλάβει κεφαλαιουχικές δαπάνες άνω των 10 εκατ. φράγκων ή να συνάψει κάποιες συμβάσεις αξίας άνω των 3 εκατ. φράγκων ετησίως.

Η κατάθεση δείχνει ότι η Credit Suisse δεν μπορεί να επιβάλει «ουσιώδεις τροποποιήσεις» στους όρους και τις προϋποθέσεις των εργαζομένων της, συμπεριλαμβανομένων των αποδοχών και των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, μέχρι το κλείσιμο της συμφωνίας.

Μετά τη νόμικη οριστικοποίηση της εξαγοράς, τα σχέδια του ομίλου UBS περιλαμβάνουν τη διαχείριση δύο ξεχωριστών μητρικών εταιρειών. Τη UBS AG και την Credit Suisse AG, μια διαδικασία η οποία μπορεί να διαρκέσει τρία με τέσσερα χρόνια.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, κάθε ίδρυμα θα συνεχίσει να έχει τις δικές του θυγατρικές και υποκαταστήματα, να εξυπηρετεί τους πελάτες του και να συναλλάσσεται με τους αντισυμβαλλομένους.

Το παρασκήνιο της συμφωνίας

Τον περασμένο Μάρτιο, η UBS συμφώνησε τον Μάρτιο να αγοράσει την Credit Suisse και να αφήσει στην άκρη έως και 5 δισ. φράγκα σε ζημίες που θα προέκυπταν από τη μερική εκκαθάρισής της.

Η συγχώνευση σχεδιάστηκε από τις ελβετικές αρχές μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο κι ενώ στον τραπεζικό κλάδο επικρατούσε αναβρασμός από την κατάρρευση των περιφερειακών τραπεζών στις ΗΠΑ.

Από τη διάσωση της πρώτης πολυεθνικής τράπεζας μετά την κρίση του 2008, θα προκύψει ένας όμιλος με περισσότερα από 5 τρισ. δολάρια σε επενδυμένα περιουσιακά στοιχεία και περισσότερους από 120.000 υπαλλήλους ανά τον κόσμο.

Η συμφωνία έχει την οικονομική στήριξη της Ελβετίας με ένα ποσό έως και 250 δισ. ελβετικά φράγκα από δημόσιους πόρους.

Η κυβέρνηση της χώρας παρέχει εγγύηση έως και 9 δισεκατομμυρίων φράγκων για περαιτέρω πιθανές ζημίες σε ένα σαφώς καθορισμένο μέρος του χαρτοφυλακίου της Credit Suisse.

Το ενδιαφέρον της UBS για την αγορά της Credit Suisse ξεκίνησε τον περασμένο Οκτώβριο, όταν η Επιτροπή Στρατηγικής του διοικητικού συμβουλίου της εξέτασε την κατάσταση του αντιπάλου της, σύμφωνα με την κατάθεση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ.

Μέχρι τότε, οι εκροές των καταθέσεων και των καθαρών περιουσιακών στοιχείων της Credit Suisse ξεπερνούσαν σημαντικά τα επιτόκια του τριμήνου Ιουλίου-Σεπτεμβρίου, σύμφωνα με τη UBS.

Στις αρχές Δεκεμβρίου, η διοίκηση της UBS ανέλαβε μια προκαταρκτική αξιολόγηση των συνεπειών μιας εξαγοράς της Credit Suisse, την οποία παρουσίασε στην Επιτροπή Στρατηγικής στις 19 Δεκεμβρίου.

Τον Φεβρουάριο, η Επιτροπή Στρατηγικής και το διοικητικό συμβούλιο κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η εξαγορά δεν ήταν «επιθυμητή» και συνέστησαν περαιτέρω ανάλυση για να προετοιμαστούν για ένα σενάριο στο οποίο η Credit Suisse βρισκόταν σε τέτοια δύσκολη θέση , όπου οι ρυθμιστικές αρχές μπορούσαν να ζητήσουν από την UBS να παρέμβει.

Η UBS προχώρησε σε οικονομικές αναλύσεις από τον Ιανουάριο έως τα μέσα Μαρτίου και αξιολόγησε τις πιθανές νομικές δομές και τα πιθανά μέτρα για να αντιμετωπίσει το κύμα ανησυχιών, καθώς και τις τυχόν αρνητικές επιπτώσεις για την ίδια, σε περίπτωση που οι αρχές πρότειναν την εξαγορά.

Από τον Δεκέμβριο έως τα μέσα Ιανουαρίου, τα στελέχη της Credit Suisse συζητούσαν επίσης με την κυβέρνηση τις επιλογές της, μεταξύ άλλων και τη συγχώνευση με την UBS.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή
Sierra Nevada Corp: Της ανατέθηκε η σύμβαση για την ανάπτυξη του διαδόχου του αεροσκάφους E-4B
Διεθνή |

Ποια εταιρεία ανέλαβε για 13 δισ. δολάρια τη σύμβαση για το νέο αεροσκάφος της «Ημέρας της Κρίσεως»

Η ύψους 13 δισεκατομμυρίων δολαρίων σύμβαση αφορά στην ανάπτυξη του νέου αεροσκάφους της «Ημέρας της Κρίσεως» λόγω της ικανότητάς του να επιβιώσει σε πυρηνικό πόλεμο.