Φαινομενικά οι εργαζόμενες και οι εργαζόμενοι στη χώρα μας θα έπρεπε να είναι χαρούμενοι.
Ύστερα από την καταστροφική περίοδο των Μνημονίων όταν η ανεργία εκτινάχθηκε έως και το 27% και στους νέους έφθασε κάποια στιγμή ακόμη και το 60%, την ώρα που μειώθηκε σημαντικά ακόμη και ο κατώτατος μισθός και καταργήθηκαν οι συλλογικές συμβάσεις, πλέον η ανεργία είναι σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, ο κατώτατος μισθός μόλις αυξήθηκε για άλλη μια φορά και όλες οι στατιστικές δείχνουν αύξηση των μέσων ονομαστικών αποδοχών.
Όμως, εάν κανείς μιλήσει με εργαζομένους, αυτό που θα διαπιστώσει θα είναι κάθε άλλο παρά αισιόδοξο και χαρμόσυνο. Γιατί παρότι οι ονομαστικοί μισθοί αυξήθηκαν, αυτό δεν σημαίνει ότι οι μισθοί ακολουθούν το κόστος ζωής και ιδίως το κόστος στέγασης. Γιατί παρότι μειώθηκε η ανεργία αρκετές από τις θέσεις εργασίας που προσφέρονται είναι επισφαλείς και συγκριτικά κακοπληρωμένες με αποτέλεσμα να υπάρχουν ελλείψεις εργατικού δυναμικού σε αρκετούς τομείς. Γιατί παρόλη την ρητορική περί της μεγάλης έμφασης στην αξία των προσόντων, οι περισσότεροι εργαζόμενοι υψηλών δεξιοτήτων και εξειδικευμένων γνώσεων αισθάνονται ότι δεν αντιμετωπίζονται με τρόπο ανάλογο των προσόντων τους. Γιατί την ίδια ώρα που υποτίθεται ότι δεν είμαστε στο «καθεστώς έκτακτης ανάγκης» των μνημονίων πρακτικές υπερεκμετάλλευσης συνεχίζονται.
Αυτό υπογραμμίζει και η πρόσφατη έρευνα του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για τις πραγματικές συνθήκες και την ποιότητα της εργασίας. Τα ευρήματα απλώς ήρθαν να επιβεβαιώσουν τη διάχυτη αίσθηση ότι απέχουμε ακόμη από αυτό που θα λέγαμε «αξιοπρεπή εργασία» και ότι αντίθετα αυτό που βιώνουν πολλοί εργαζόμενοι είναι μια συνθήκη υπερεργασίας χωρίς ανάλογες απολαβές: το 52% των ερωτώμενων απάντησε ότι εργαζόταν παραπάνω από τις ώρες εργασίας που όριζε η σύμβασή του. Μάλιστα, για το 29% των ανδρών και το 11% των γυναικών οι επιπλέον ώρες εργασίας την εβδομάδα ξεπερνούσαν τις 6. Επιπλέον, το 66% των ανδρών και το 63% των γυναικών δήλωσαν ότι είτε δεν πληρώνονταν καθόλου τις επιπλέον ώρες εργασίας, είτε ότι πληρώνονταν για μέρος μόνο από αυτές. Το 57% των ανδρών και το 55% των γυναικών δήλωσαν ότι εργάζονται από ένα και πάνω σαββατοκύριακο το μήνα, το 17% των ανδρών και το 10% των γυναικών ότι εργάζονταν νύχτα πάνω από 2 φορές τον μήνα και το 10% των ανδρών και το 7% των γυναικών ότι βίωναν συχνά ή πολύ συχνά απροειδοποίητη αλλαγή βάρδιας. Επιπλέον, το 25% του δείγματος δήλωσε ότι χρειάστηκε να εργαστεί στον ελεύθερο χρόνο του για να ανταποκριθεί στις εργασιακές απαιτήσεις.
Όλα αυτά δείχνουν ότι πέραν από το γεγονός ότι οι αμοιβές στη χώρα μας εξακολουθούν να είναι χαμηλότερες του κόστους ζωής, ούτε οι εργασιακές συνθήκες έχουν βελτιωθεί. Η πίεση για παραπάνω εργασία από αυτή που προβλέπεται, η απλήρωτη υπερεργασία, η άρση της διάκρισης ανάμεσα σε χρόνο εργασίας και ελεύθερο χρόνο, σημαίνουν μια συνολικότερη υποβάθμιση όχι μόνο των όρων εργασίας αλλά και των όρων ζωής των ανθρώπων, που αισθάνονται ότι εργάζονται περισσότερο από όσο αντέχουν, χωρίς να αμείβονται ανάλογα και με την ποιότητα ζωής τους να υποχωρεί. Δείχνοντας, έτσι που οδηγεί η συνεχιζόμενη αντιμετώπιση της εργασίας με όρους πρωτίστως «κόστους» και όχι ποιότητας ή αξιοπρέπειας, αλλά και εξηγώντας γιατί σήμερα έχουμε μια κάνουμε με μια κοινωνία όχι μόνο βαθιά δυσαρεστημένη αλλά και δύσπιστη απέναντι στις εύκολες υποσχέσεις από τη μεριά του πολιτικού συστήματος.
Την ίδια ώρα, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι όταν μιλάμε για τη μισθωτή εργασία, μιλάμε στην πραγματικότητα για τη βασική κοινωνική συνθήκη της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Κάτι που γίνεται ακόμη πιο έντονο εάν αναλογιστούμε ότι και ένα μέρος των «αυτοαπασχολούμενων» στην πραγματικότητα εξαρτημένη εργασία προσφέρουν.
Κάτι που απλώς υπογραμμίζει ότι χρειάζεται να επανεξετάσουμε τελικά και τι σημαίνει ανάπτυξη και τι σημαίνει μέλλον για αυτή τη χώρα. Γιατί μια χώρα που αντιμετωπίζει τους εργαζομένους της, ως απλώς αναλώσιμο υλικό, μεγάλο μέλλον δεν έχει.