Ολοι θυμόμαστε ότι πριν από το «whatever it takes» του Mario Draghi το 2012, πολλοί «έγκυροι» κύκλοι μέσα και γύρω από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) μας ενημέρωναν σε αυστηρό ύφος, πως η οποιαδήποτε παρέμβαση της ΕΚΤ για στήριξη της αγοράς χρέους των χωρών της ευρωζώνης ήταν αδύνατη: πρώτον, διότι «δεν το επέτρεπαν οι κανονισμοί» και, δεύτερον, διότι, ακόμη και αν συνέβαινε, θα επέφερε φοβερές καταστροφές. Τα ίδια περίπου ακούστηκαν και πριν από την έναρξη της πολιτικής της πιστωτικής διευκόλυνσης το 2015.

Η αλήθεια είναι, βεβαίως, πως οι απόψεις των «έγκυρων» κύκλων σπανίως αποδεικνύονται και αναλυτικά έγκυρες πράγμα που συνήθως οφείλεται στο ότι την «εγκυρότητά» τους ξεπερνούν τα γεγονότα που με ορμή επιβάλλουν τη δική τους πραγματικότητα. Κατά πάσα πιθανότητα, κάτι αντίστοιχο θα συμβεί σε λίγα χρόνια και με το ζήτημα της συζητούμενης διαγραφής του χρέους της πανδημίας: η πραγματικότητα θα ξεπεράσει τις αγκυλώσεις και η διαγραφή του χρέους που δεν αντιστοιχεί σε επένδυση και ουσιαστικά δεν μπορεί να δημιουργήσει ροές εισοδήματος για την εξυπηρέτησή και αποπληρωμή του, θα γίνει μοιραία μια πραγματικότητα.

Η πρόταση που έχει διατυπωθεί από πολλές πλευρές για διαγραφή του χρέους της πανδημίας που επισωρεύτηκε κυρίως στις υπερχρεωμένες χώρες του Νότου της ευρωζώνης είναι εύλογη και μέχρι στιγμής δεν έχει ακουστεί κάποιος βάσιμος αντίλογος σε αυτήν.

Εν τούτοις, από κάποιες πλευρές διατυπώνεται «τεχνοκρατική» αντίρρηση η οποία επανέρχεται συνεχώς, θεωρώντας ότι απαντά αρνητικά στη συγκεκριμένη πρόταση και ότι την ακυρώνει.   Μόνο που για να καταλήξουν σε αυτό το απορριπτικό συμπέρασμα, οι εκφραστές της εν λόγω «τεχνοκρατικής» άποψης υποπίπτουν σε ένα σοβαρό συλλογιστικό ολίσθημα.

Ενώ, δηλαδή, υποτίθεται πως αναλώνονται να απορρίψουν την πρόταση της διαγραφής χρέους, στην πραγματικότητα αυτό που «απορρίπτουν» είναι μια άλλη πρόταση («μη διαγραφής» χρέους, θα τη λέγαμε) την οποία, αν και ουδείς έχει θέσει, την έχουν οι ίδιοι μορφοποιήσει στο μυαλό τους και διατυπώσει κατά το δοκούν, ώστε να δώσουν την απάντηση που έχουν προαποφασίσει: το χρέος της πανδημίας δεν γίνεται να διαγραφεί. Δίνεται, δηλαδή, μια ψευδής απάντηση σε μια αληθή πρόταση.

Η διαφωνία των «έγκυρων» αναλυτών με την πρόταση διαγραφής του χρέους της πανδημίας (αφού έχουν λησμονήσει τεχνηέντως ότι τα κονδύλια PEPP δεν πηγάζουν από τις θυγατρικές εθνικές κεντρικές τράπεζες, αλλά από τη μητρική ΕΚΤ) επικεντρώνεται στο σκεπτικό ότι εάν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες που διακρατούν χρέος των κρατών τους διαγράψουν το μέρος του που αναλογεί στο χρέος της πανδημίας, τότε θα υποστούν «ζημίες», με συνέπεια τα κράτη να πρέπει να τις ανακεφαλαιοποιήσουν.

Δηλαδή, ο ισχυρισμός που διατυπώνεται είναι ότι το εθνικό κράτος που θα εισέλθει σε αυτή την απολύτως παράλογη διαδικασία, θα παραμείνει μετά την ολοκλήρωσή της στα ίδια και στα αυτά: αφού πρώτα θα έχει ζητήσει να του ακυρώσει η εγχώρια κεντρική τράπεζα το χρέος του, στη συνέχεια θα πρέπει να επαναδανειστεί ισόποσα για να την ανακεφαλαιοποιήσει! Αρα, καταλήγει ο ισχυρισμός, κατ’ ουσίαν δεν υπάρχει καμία ελάφρυνση χρέους και το όλο εγχείρημα είναι άνευ σημασίας – πολύ φασαρία για το τίποτε!

Με τη μικρή διαφορά, όμως, πως οι οικονομολόγοι που έχουν προτείνει τη διαγραφή του χρέους της πανδημίας δεν έχουν προτείνει αυτό! Δεν έχουν προτείνει, δηλαδή, την παραπάνω παράλογη αλληλουχία γεγονότων η οποία οδηγεί επί της ουσίας στη μη διαγραφή χρέους! Η πρότασή τους είναι τελείως διαφορετική!

Αφορά την πραγματική διαγραφή του χρέους με ευθύνη και επιβάρυνση της ΕΚΤ, και όχι των εθνικών κυβερνήσεων. Είτε με τρόπο που της τον επιτρέπει το σημερινό νομικό καθεστώς της είτε, ακόμη καλύτερα, με ριζική αλλαγή του θεσμικού τρόπου λειτουργίας της η οποία, άλλωστε, είναι πλέον επιβεβλημένη και για πολλούς άλλους λόγους. Ωστε, και στη μία περίπτωση και στην άλλη, το βάρος της διαγραφής του χρέους αντί να το αναλάβουν οι εθνικές κυβερνήσεις επαναδανειζόμενες και κάνοντας έτσι «μια τρύπα στο νερό», να το αναλάβει η ίδια η ΕΚΤ είτε λειτουργώντας για κάποιο χρονικό διάστημα με αρνητικά κεφάλαια, είτε ανακεφαλαιοποιούμενη εξ ιδίων και ανακεφαλαιοποιώντας και τις θυγατρικές της – κάτι για το οποίο υπάρχουν δεκάδες πρακτικοί τρόποι να γίνει από τη στιγμή που η ΕΚΤ ως εκδοτική τράπεζα παράγει ένα, κυρίως, προϊόν το οποίο δεν είναι άλλο από το «λογιστικό» χρήμα. Οπως, άλλωστε, συνέβαινε και συμβαίνει με πολλές άλλες εκδοτικές κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο. Ενώ, παράλληλα, την ίδια στιγμή, οι εθνικές κυβερνήσεις θα είχαν την υποχρέωση να επενδύσουν το ισόποσο του καταργηθέντος χρέους στον ψηφιακό και οικολογικό μετασχηματισμό των χωρών τους.

Αυτή είναι η πραγματική πρόταση και περί τούτου πρόκειται.

Θα είχε ίσως ενδιαφέρον οι «έγκυροι» αναλυτές να απαντήσουν χωρίς καμία χρονοτριβή στο εξής ερώτημα: εάν μια κυβέρνηση υπερχρεωμένης χώρας, ας πούμε της Ιταλίας, χρεοκοπήσει και δεν είναι σε θέση να εξυπηρετήσει το χρέος της ή να αποπληρώσει ομόλογα στη λήξη τους που κατακρατεί η Τράπεζα της Ιταλίας, προκαλώντας της έτσι ζημίες, τότε ποιος θα ανακεφαλαιοποιήσει την Τράπεζα της Ιταλίας; Η ιταλική κυβέρνηση; Οχι βέβαια, αφού έχει ήδη χρεοκοπήσει και δεν μπορεί ούτε καν να εξυπηρετήσει το προηγούμενο χρέος της.

Αλλά αν δεν μπορεί να την ανακεφαλαιοποιήσει η κυβέρνηση της Ιταλίας, τότε αυτό τι σημαίνει; Οτι η Ιταλία θα πάψει να έχει κεντρική τράπεζα; Εάν απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα, τότε με πολύ μεγαλύτερη ευκολία θα μπορέσουν να ασχοληθούν και με το ζήτημα της διαγραφής του χρέους της πανδημίας.

*Ο κ. Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι καθηγητής, πρώην πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και ο κ. Δημήτρης Α. Ιωάννου οικονομολόγος.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts