Ένα τεράστιο ερωτηματικό για την ποιότητα και την ακρίβεια των στατιστικών στοιχείων της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για την ανεργία και κατ΄ επέκταση για την αγορά εργασίας, δημιουργεί το τεράστιο ποσοστό της απόκλισης των στοιχείων αυτών με τα στοιχεία της εγγεγραμμένης ανεργίας που συγκεντρώνει ο ΟΑΕΔ.
Αποκλίσεις στα στοιχεία των δύο αυτών Οργανισμών (ΟΑΕΔ και ΕΛΣΤΑΤ) υπήρχαν πάντα, αλλά τον τελευταίο χρόνο οι διαφορές είναι τεράστιες, με αποτέλεσμα να επανέρχονται στη μνήμη παλαιότερες «ειρωνικές αναφορές» στα περίφημα «greek statistics» (τα αναξιόπιστα στατιστικά στοιχεία για την οικονομία την προ των μνημονίων εποχή).
Πριν από λίγους μήνες ο γραμματέας του ΜέΡΑ25 κ. Γ. Βαρουφάκης κατηγόρησε την ΕΛΣΤΑΤ για «μνημονιακές αλχημείες» στους αριθμούς της ανεργίας και για «troika statistics», ενώ o πρόεδρος της Ένωσης για την Υπεράσπιση της Εργασίας και του Κοινωνικού Κράτους, εργατολόγος κ. Αλ. Μητρόπουλος, μιλάει για «λογιστικά» τεχνάσματα της ΕΛΣΤΑΤ και για «τεράστια απόκλιση των στοιχείων δύο κρατικών Οργανισμών όσον αφορά την καταγραφή τής ανεργίας, που μπορεί να έχει γίνει …συνηθισμένη, αλλά δεν παύει να είναι τεράστια και σκανδαλώδης».
Η καταγραφή των τελευταίων στοιχείων της ανεργίας του μηνός Νοεμβρίου όταν η ΕΛΣΤΑΤ προσδιόριζε τους ανέργους σε 624.858 άτομα και ο ΟΑΕΔ κατέγραφε στα μητρώα του 1.091.618 άτομα.
Με λίγα λόγια η ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει μόνο το 57% των ανέργων που είναι εγγεγραμμένοι στον ΟΑΕΔ, ενώ δεν καταγράφει το 43% των ανέργων (ήτοι των 466.760 άτομα) που – την ίδια ώρα – δηλώνουν στον ΟΑΕΔ ότι δεν εργάζονται.
Το γεγονός αυτό δημιουργεί τεράστια ζητήματα αξιοπιστίας για τα στοιχεία, όπως και για την αποτελεσματικότητα των πολιτικών απασχόλησης, οι οποίες διαμορφώνονται λαμβάνοντας υπόψη τα συγκεκριμένα στοιχεία.
Αποκλίσεις στα στοιχεία των δύο Οργανισμών υπήρχαν ανέκαθεν, αλλά σε σαφώς μικρότερη κλίμακα. Σήμερα οι διαφορές είναι τεράστιες και προκαλούν προβληματισμό, για τη στατιστική μέθοδο που εφαρμόζει η ΕΛΣΤΑΤ.
Παράγοντες της Στατιστικής υπηρεσίας αποδίδουν τις διαφορές στο γεγονός ότι η ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει δειγματοληπτικά τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας, ενώ ο ΟΑΕΔ καταγράφει τους ανέργους που προσέρχονται στην υπηρεσία και δηλώνουν ότι δεν εργάζονται (εγγεγραμμένη ανεργία). Και πάλι η απόκλιση είναι τεράστια και αδικαιολόγητη, καθώς 466.760 άτομα παραμένουν εγγεγραμμένα στον ΟΑΕΔ, αλλά δηλώνουν στην ΕΛΣΤΑΤ ότι εργάζονται. Ως εκ τούτου κάτι «δεν πάει καλά».
Τι λένε ΕΛΣΤΑΤ και ΟΑΕΔ
Η ΕΛΣΤΑΤ – απαντώντας στις επικρίσεις – αναφέρει ότι, όπως και οι άλλες ευρωπαϊκές στατιστικές αρχές, μετρά τον αριθμό των ανέργων και το ποσοστό της ανεργίας με βάση εκτιμήσεις που προκύπτουν από τις δειγματοληπτικές έρευνες εργατικού δυναμικού που η ίδια διεξάγει.
Επιπλέον χρησιμοποιεί διεθνείς ορισμούς βάσει των οποίων άνεργοι χαρακτηρίζονται τα «άτομα τα οποία (α) δεν εργάζονται, (β) είναι άμεσα διαθέσιμα να αναλάβουν εργασία και (γ) αναζητούσαν ενεργά εργασία τις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες».
Στην ίδια κατεύθυνση ο διοικητής του ΟΑΕΔ κ. Σπ. Πρωτοψάλτης σημειώνει ότι επίσημη στατιστική καταμέτρηση της ανεργίας γίνεται αποκλειστικά από την ΕΛΣΤΑΤ μέσω της έρευνας εργατικού δυναμικού, με κοινά πρότυπα και μεθόδους για όλες τις χώρες και με βάση τους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ενωσης για λόγους συγκρισιμότητας, ενώ η διοικητική καταμέτρηση του ΟΑΕΔ αφορά τους εγγεγραμμένους στο μητρώο ανεργίας και δεν είναι συγκρίσιμη, καθώς κάθε κράτος θέτει διαφορετικές προϋποθέσεις εγγραφής.
Συνεπώς, η ΕΛΣΤΑΤ είναι υπεύθυνη για την επίσημη εκτίμηση του ποσοστού ανεργίας και του αριθμού των ανέργων και ο ΟΑΕΔ είναι υπεύθυνος για την επίσημη διοικητική καταγραφή των εγγεγραμμένων ανέργων.
Η μείωση της ανεργίας
Στο μεταξύ σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΙΟΒΕ, το ποσοστό της ανεργίας μειώθηκε στο 13% τρίτο τρίμηνο του 2021 από 16,2% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2020. Κι αυτό εξαιτίας της ισχυρής ανόδου της απασχόλησης (επιπλέον 191.500 άτομα), που περιόρισε σημαντικά το μη ενεργό πληθυσμό ( μείωση κατά 177.600 άτομα).
Οι απασχολούμενοι ξεπέρασαν το όριο των τεσσάρων εκατομμυρίων για πρώτη φορά από το τρίτο τρίμηνο του 2011.
Μεγαλύτερη άνοδος απασχόλησης καταγράφηκε στον τουρισμό κατά 49.100 άτομα, στον πρωτογενή τομέα κατά 39.100 άτομα, στη δημόσια διοίκηση κατά 37.500 άτομα, στη μεταποίηση κατά 31.300 άτομα και στις επαγγελματικές, επιστημονικές, τεχνικές δραστηριότητες κατά 25.100 άτομα.
Η μεγαλύτερη μείωση απασχόλησης παρατηρήθηκε στην εκπαίδευση κατά 12.200 άτομα, στις χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες κατά 7.500 άτομα και το χονδρικό – λιανικό εμπόριο κατά 6.000 άτομα.