Εάν πιστέψουμε τον γνωστό Αμερικανό οικονομολόγο Τζέφρι Σακς, σε μεγάλο βαθμό ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης εκδοχής αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, που τώρα δείχνει τα όριά της, και όχι απλώς το αποτέλεσμα της ρωσικής επιθετικότητας.
Ο Σακς σε ένα πρόσφατο άρθρο του, ανατρέχει σε αυτό το ρεύμα που ονομάζουμε «νεοσυντηρητικό», πιο γνωστό με την αμερικανική συντομογραφία του neocon, και το οποίο ήδη από τη δεκαετία του 1990 έθεσε ως βασικό στόχο οι ΗΠΑ να επιβεβαιώσουν και να διατηρήσουν την πρωτοκαθεδρία τους στο διεθνές σύστημα και να εξασφαλίσουν ότι μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ δεν θα υπάρξει κάποια άλλη αμφισβήτηση αυτής της πρωτοκαθεδρία της. Αυτό διαμόρφωνε το έδαφος για μια στρατηγική που περιλάμβανε πολεμικές συγκρούσεις που ακριβώς θα επικύρωναν αυτό τον ρόλο για τις ΗΠΑ, ξεκινώντας από τους βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία το 1999.
Η στρατηγική αυτή ήταν εμφανώς ηγεμονική στην περίοδο των κυβερνήσεων του Τζωρτζ Μπους, του νεότερου, οδηγώντας στις μεγάλες «αυτοκρατορικές» πολεμικές εκστρατείες των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Η βασική γραμμή των neocons ήταν ακριβώς ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να είναι στρατηγικά κυρίαρχες σε όλο τον πλανήτη και να μπορούν να αντιμετωπίσουν τόσο περιφερειακές αμφισβητήσεις όσο και στην άνοδο της Ρωσίας και της Κίνας.
Ήδη από το 2002 ο τότε αναπληρωτής υπουργός Άμυνας και εξέχων neocon Πωλ Γούλφοβιτς αποτύπωσε αυτή τη στρατηγική στο αμερικανικό αμυντικό δόγμα. Τμήμα της ήταν και προς ανατολάς επέκταση του ΝΑΤΟ. Σε αυτό το κλίμα τέθηκε και το ζήτημα της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.
Ο Σακς επισημαίνει ήδη από τη δεκαετία του 2000 μπορεί κανείς να δει έντονα τη στρατηγική σημασία της Ουκρανίας, π.χ. σε τοποθετήσεις όπως αυτές του Ρόμπερτ Κάγκαν, άλλου ενός γνωστού νεοσυντηρητικού. Μάλιστα, θεωρεί ότι η σύζυγος του Κάγκαν, η Βικτόρια Νούλαντ, η σημερινή υφυπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Μπάιντεν, βοηθός υπουργός Εξωτερικών ακριβώς το 2014 με πεδίο ευθύνης την Ανατολική Ευρώπη και επί κυβερνήσεων Μπους πρέσβης των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, μπορεί να θεωρηθεί επίσης εκπρόσωπος αυτού του ρεύματος.
Σε αυτό το φόντο ο Σακς θεωρεί ότι σε μεγάλο βαθμό η τρέχουσα αμερικανική στρατηγική σε σχέση με την Ουκρανία αποτυπώνει ακριβώς την αποτυχία του νεοσυντηρητικού δόγματος. Ουσιαστικά, οι ΗΠΑ συνέβαλαν στο να υπάρξει πολεμική σύγκρουση και προσπαθούν να την αξιοποιήσουν για να κατοχυρώσουν την πρωτοκαθεδρία τους. Μόνο που φαίνεται ότι αυτό δύσκολα μπορεί να επιτευχθεί στην Ουκρανία, όπου είναι πιο πιθανό η Ρωσία να πετύχει τους στόχους, να αποσπάσει σημαντικό τμήμα της Ουκρανίας και το όλο κλίμα αποτυχίας και δυσαρέσκειας, ενισχυμένο και από τον στασιμοπληθωρισμό και την οικονομική κρίση να έχει τελικά αρνητικό αντίκτυπο και στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, πιθανώς τροφοδοτώντας διάφορες παραλλαγές δεξιού λαϊκισμού.
Ο πραγματικός συσχετισμός
Ανεξάρτητα με το εάν κανείς συμφωνεί ή διαφωνεί με τον Σακς, το σίγουρο είναι ότι ο συσχετισμός που διαμορφώνεται στην Ουκρανία, αυτή τη στιγμή είναι αρκετά διαφορετικός από αυτόν που θα ήθελαν οι δυτικές δυνάμεις.
Η στρατηγική που υποστήριζε ότι ένας συνδυασμός ανάμεσα σε κυρώσεις χωρίς προηγούμενο σε βάρος της Ρωσίας και γενναία ενίσχυση των ουκρανικών δυνάμεων με εξοπλισμό τελευταίας τεχνολογίας, θα οδηγούσε σε αποτυχία τη ρωσική επιχείρηση και σε βαθιά κρίση του «καθεστώτος Πούτιν», αυτή τη στιγμή φαίνεται σαφώς να αποτυγχάνει.
Η Ρωσία σταδιακά κερδίζει έδαφος με μια τακτική που έχει μειώσει τις δικές της απώλειες, την ώρα που προκαλεί σημαντικές απώλειες στην ουκρανική πλευρά. Οι ουκρανικές αντεπιθέσεις εξαγγέλλονται αλλά δεν έχουν αποδείξει ότι μπορούν να αλλάξουν τον συσχετισμό. Οι κυρώσεις δεν έχουν καταφέρει να «γονατίσουν» τη Ρωσία, την ώρα που δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιο μεγάλο κύμα δυσαρέσκειας κατά του Πούτιν. Οι χώρες του ΝΑΤΟ, της ΕΕ και του G7 συστρατεύονται στις κυρώσεις, αλλά πολλές άλλες χώρες προτιμούν να διατηρούν μια ιδιότυπη ουδετερότητα, που εκτός των άλλων εξασφαλίζει και τη συνέχεια των ρωσικών ενεργειακών εξαγωγών.
Μπορεί να αλλάξει ο συσχετισμός;
Τόσο από τη μεριά της ουκρανικής κυβέρνησης όσο και από τη μεριά δυτικών κυβερνήσεων επανέρχεται η εκτίμηση ότι μπορεί να υπάρξει η αντεπίθεση εκείνη που θα κάνει τις ρωσικές δυνάμεις να αποχωρήσουν ή τουλάχιστον να υποχωρήσουν σε σημαντικό βαθμό, με την εκτίμηση να στηρίζεται στο συνδυασμό ανάμεσα στις επιπτώσεις των κυρώσεων και κυρίως την αποστολή ακόμη περισσότερου εξοπλισμού.
Όμως μέχρι τώρα αυτή η στρατηγική δεν έχει δείξει να αποδίδει. Η Ρωσία και οι «λαϊκές δημοκρατίες» του Ντονμπάς δείχνουν να κατοχυρώνουν τις περιοχές που καταλαμβάνουν και σταδιακά να τις ενσωματώνουν στο ρωσικό οικονομικό και εκπαιδευτικό σύστημα. Ούτως ή άλλως, η ρωσική κυβέρνηση δείχνει ότι ούτως ή άλλως θεωρεί δεδομένο ότι ο κόσμος θα είναι διαιρεμένος, κάνει κινήσεις που επικυρώνουν το «νέο σιδηρούν παραπέτασμα» (ενδεικτική η συζήτηση για την τοποθέτηση πυρηνικών στην Λευκορωσία) και κυρίως προσανατολίζεται στις παράλληλες συμμαχίες της κυρίως γύρω από τον άξονα των BRICS.
Οι ΗΠΑ έχουν δείξει στο παρελθόν ότι συχνά επιλέγουν μια ορισμένη κλιμάκωση αντί για την έξοδο ακόμη και δεν υπάρχει προοπτική νίκης και η εμπειρία ιδίως του Ιράκ το δείχνει με τον καταλληλότερο τρόπο. Άλλωστε, εδώ δεν έχουμε και άμεση εμπλοκή παρά κυρίως την αποστολή εξοπλισμού. Όμως, ακόμη και έτσι είναι πιθανό κάποια στιγμή αυτή η στρατηγική να δείξει ότι δεν αποδίδει. Άλλωστε, υπάρχει και το ερώτημα ποια είναι μπορεί να είναι και η αντοχή της Ουκρανίας σε παρατεταμένες συγκρούσεις και με απώλειες, ακόμη και εάν ανανεώνεται ο εξοπλισμός.
Επιπλέον, υπάρχει και μια χαρακτηριστική αντίφαση με την οποία αναμετριούνται οι ΗΠΑ: την ώρα που η συσπείρωση της Δύσης είναι ιδιαίτερα έντονη, καθώς όχι μόνο απουσιάζουν οι διαφωνίες που π.χ. υπήρχαν για τον πόλεμο στο Ιράκ το 2003 αλλά και έχουμε και εξελίξεις ιδιαίτερης σημασίας όπως η εγκατάλειψη της ουδετερότητας της Φιλανδίας και της Σουηδίας, η πραγματική επιρροή της Δύσης δεν είναι δεδομένο ότι διευρύνεται και θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ο κόσμος είναι πια περισσότερο πολυπολικός.
Όλα αυτά θα μπορούσαν να συνηγορήσουν υπέρ μιας ενδεχόμενης αλλαγής πορείας, που θα σήμαινε την έμφαση στην κατάπαυση του πυρός και την έναρξη διαπραγματεύσεων για μια διαρρύθμιση που να μπορεί να εξασφαλίζει την ειρήνη και τη σταθερότητα. Όμως, την ίδια ώρα που παρατηρεί κανείς στη δυτική δημόσια σφαίρα την αναγνώριση των πραγματικών συσχετισμών στο πεδίο των μαχών, την ίδια ώρα βλέπει κανείς και τη δυσκολία απεμπλοκής από την τρέχουσα στρατηγικής. Και αυτό γιατί όταν η ήττα της Ρωσίας και των «αυταρχικών καθεστώτων» έχει τεθεί ως στόχος, είναι προφανές ότι οποιαδήποτε αλλαγή στόχευσης θα θεωρηθεί «ήττα της Δύσης». Μόνο που αυτό απλώς παρατείνει το αδιέξοδο και το δράμα των ανθρώπων που υφίστανται τις συνέπειες του πολέμου.