Ήταν μία από τις λέξεις κλειδιά μιας υποτίθεται νέας εποχής. Γράφτηκαν πλήθος μελέτες και επιστημονικά άρθρα. Οι πολιτικοί την επικαλούνταν ως την πρόκληση με την οποία έπρεπε να αναμετρηθούν οι χώρες τους. Κινήματα οργανώθηκαν αντιμετωπίζοντάς την ως τον μεγάλο αντίπαλο, με μεγάλες διαδηλώσεις, διεθνείς συναντήσεις και συγκρούσεις με την αστυνομία. Και όμως τώρα όλα δείχνουν ότι μπορεί και να αντιστρέφονται ως ιστορική τάση.
Ο λόγος για την παγκοσμιοποίηση, που ήδη από τη δεκαετία του 1980 και πολύ περισσότερο μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», είχε θεωρηθεί μια μη αντιστρέψιμη δυναμική.
Διαβάστε επίσης: Αποπαγκοσμιοποίηση: Τάση διαίρεσης του κόσμου σε μπλοκ
Και από ορισμένες απόψεις όντως φάνταζε έτσι. Η διάλυση του ισχυρού μπλοκ σοσιαλιστικών κρατών και η επιλογή της κινεζικής ηγεσίας να προκρίνει τη ραγδαία καπιταλιστική ανάπτυξη φάνηκαν να διαμορφώνουν έναν κόσμο όπου η οικονομία της αγοράς κυριαρχούσε και όπου οι χώρες κατεξοχήν ήθελαν να εμπλακούν με τις ολοένα και διογκούμενες διεθνείς συναλλαγές, τις μεγάλες κινήσεις κεφαλαίων και εμπορευμάτων. Ο εξαγωγικός προσανατολισμός προς μια διευρυνόμενη παγκόσμια αγορά απέκτησε στρατηγική προτεραιότητα, ο όγκος κεφαλαίων που αναζητούσαν διεθνώς καλύτερες επενδυτικές συνθήκες μεγάλωσε ακόμη περισσότερο και επεκτάθηκαν νέες μορφές διεθνούς καταμερισμού εργασίας, με μαζική μετεγκατάσταση επιχειρήσεων προς τον Παγκόσμιο Νότο και την Κίνα. Η είσοδος της Κίνας στον ΠΟΕ φάνηκε να επικυρώνει αυτή την τάση. Η Νέα Υόρκη, η Μόσχα και η Σαγκάη από σύμβολα διαφορετικών καθεστώτων, έγιναν κόμβοι στο διαρκώς διασυνδεδεμένο σύστημα της χρηματοοικονομικής παγκοσμιοποίησης.
Και μπορεί να μην καταργήθηκαν τα εθνικά κράτη, καθώς ακόμη και οι μεγαλύτερες πολυεθνικές χρειάζονταν τη «βάση» τους, όμως η διεθνής διάσταση άρχισε να αποκτά κεντρική σημασία στην οικονομία.
Η εποχή των ρήξεων
Όλα αυτά διακυβεύονται από τα μεγάλα γεωπολιτικά ρήγματα που είναι σε εξέλιξη. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει ήδη οδηγήσει σε μια σημαντική διακοπή των οικονομικών σχέσεων ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δύση, με κυρώσεις που όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι ήρθαν για να μείνουν. Δηλαδή, η Ρωσία θα είναι αποκλεισμένη ουσιαστικά από τις μεγάλες δυτικές αγορές και αντίστοιχα δεν θα υπάρχουν δυτικές επενδύσεις στη Ρωσία.
Όμως, κυρίως το ζήτημα των επιπτώσεων της γεωπολιτικής ρήξης αφορά την Κίνα. Ήδη οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν την Κίνα ως δυνητική απειλή ουσιαστικά και γι’ αυτό εφαρμόζουν κυρώσεις για λόγους ασφαλείας, απαγορεύοντας την εξαγωγή υψηλής τεχνολογίας στην Κίνα και προσπαθώντας η απαγόρευση αυτή να τηρείται και από τις χώρες που θεωρούνται σύμμαχοι των ΗΠΑ. Προοπτικά υπάρχει το ενδεχόμενο εκτεταμένων κυρώσεων σε περίπτωση προσπάθειας για βίαιη επανένωση με την Ταϊβάν. Και βέβαια είναι εμφανές ότι ιδίως οι ΗΠΑ αρχίζουν να αντιμετωπίζουν την Κίνα ως τμήμα του ίδιου μπλοκ με τη Ρωσία και άρα ως τμήμα της ίδιας προσπάθειας για «αποσύνδεση».
Αντίστοιχα, τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα προετοιμάζονται για αυτή την «αποσύνδεση» από τις δυτικές οικονομικές πρακτικές και δικτύωσης. Από τα σχέδια για εναλλακτικά συστήματα εκκαθάρισης συναλλαγών που να μην διαμεσολαβούνται από το δολάριο, μέχρι προφανώς όλη την προσπάθεια επικέντρωσης στις οικονομικές σχέσεις και συναλλαγές με τις χώρες που δεν διαλέγουν τον δρόμο των κυρώσεων.
Όμως, ένα ενδεχόμενο όπου μεγάλες δυτικές οικονομίες, οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις τους θα περιορίσουν σημαντικά τις συναλλαγές όχι μόνο με τη Ρωσία και κυρίως με την Κίνα, σημαίνει ένα ενδεχόμενο με υποχώρηση του παγκόσμιου εμπορίου, υποχώρηση των επενδύσεων και τελικά λιγότερη παγκοσμιοποίηση.
Το ιστορικό προηγούμενο
Δεν είναι η πρώτη περίοδος που φάνηκε να υποχωρεί η παγκοσμιοποίηση. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι η περίοδος μέχρι τον Α΄ ΠΠ ήταν μια περίοδο ιδιαίτερα μεγάλης ανάπτυξης των διεθνών συναλλαγών, του διεθνούς εμπορίου, της αλληλεξάρτησης ανάμεσα στις οικονομίες. Τότε άλλωστε διαμορφώθηκε και η «ατλαντική» ροή κεφαλαίων και επενδύσεων ανάμεσα σε Βόρεια Αμερική και Δυτική Ευρώπη. Όμως, ακολούθησαν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, η Ρωσική Επανάσταση, η διαμόρφωση του «σοσιαλιστικού μπλοκ», η Κινεζική Επανάσταση. Η διεθνοποίηση της οικονομίας αυξήθηκε στις «δυτικές» οικονομίες, όμως μεγάλος μέρος του πλανήτη βρέθηκε εκτός αυτών των συναλλαγών. Το «σιδηρούν παραπέτασμα» αφορούσε και την οικονομία. Μόνο μετά τη «πτώση» μπόρεσε να υπάρξει νέα εκτίναξη της διεθνοποίησης, που σήμερα φτάνει ξανά σε ένα όριο και πάλι στο έδαφος γεωπολιτικών ρήξεων. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ιδίως ο Α΄ΠΠ ήταν ένας πόλεμος ανάμεσα σε χώρες που μοιράζονταν το ίδιο κοινωνικό σύστημα – σε αντίθεση με τον Ψυχρό Πόλεμο.
Η σημερινή τάση
Παρότι οι ιστορικές αναλογίες είναι μια βασιλική οδός για την ιστορική παρερμηνεία όντως αυτό που βλέπουμε είναι η ίδια διαπίστωση που έγινε και το 2014: ότι η ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου και των διεθνών επενδύσεων δεν φέρνει την ειρήνη, παρότι αυτό ακούστηκε συχνά στην εποχή της ανόδου της παγκοσμιοποίησης.
Αντιθέτως, φαίνεται ότι πάντα μπορούν να αναπτύσσονται ανταγωνισμοί, οικονομικοί και γεωπολιτικοί, με επίδικο τελικά την πρωτοκαθεδρία ή το συσχετισμό στο διεθνές σύστημα, ανταγωνισμοί που φορτίζουν περιφερειακές συγκρούσεις και τις μετατρέπουν σε θρυαλλίδες για παγκόσμιες αντιπαραθέσεις.
Όμως, αυτό δεν αναιρεί τη συνθετότητα της κατάστασης. Καταρχάς, είναι πολύ δύσκολο να μεθοδευτεί η πλήρης «αποσύνδεση» με την Κινεζική οικονομία, εάν αναλογιστούμε ότι η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας του κόσμου και ο δεύτερος μεγαλύτερος εισαγωγέας, με σημαντικό μέρος αυτών των συναλλαγών να είναι με τις ΗΠΑ. Ακόμη μεγαλύτερη είναι η βαρύτητα της Κίνας στις συναλλαγές με τον αναπτυσσόμενο κόσμο. Είναι ταυτόχρονα ένας σημαντικός επενδυτικός προορισμός για δυτικές οικονομίες. Ανάμεσα στο 2010 και το 2020 ο συνολικός όγκος της ξένης επένδυσης στην Κίνα αυξήθηκε από τα 587 δισεκατομμύρια δολάρια σε 1,91 τρισεκατομμύριο δολάρια. Εάν δε συνυπολογίσουμε και το πόσες από τις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες καταλαβαίνουμε πόσο βαθιά ριζωμένη είναι στην παγκόσμια οικονομία. Σε αυτά μπορεί κανείς να προσθέσει και την κλίμακα στην οποία η Κίνα κατέχει ξένο χρέος. Για παράδειγμα η Κίνα έχει στην κατοχή της περίπου ένα τρισεκατομμύριο δολάρια αμερικανικού χρέους και είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος πιστωτής της αμερικανικής κυβέρνησης μετά την Ιαπωνίας.
Το κόστος της ρήξης και η διεκδίκηση της πρωτοκαθεδρίας
Όλα αυτά δείχνουν και γιατί μια ρήξη θα είχε μεγάλο κόστος. Αρκεί να σκεφτούμε ότι εάν π.χ. επιβάλλονταν αυστηρές κυρώσεις στην Κίνα στην επαύριον μιας προσπάθειας βίαιης επανένωσης με την Ταϊβάν, τότε θα ζούσαμε σε μεγαλύτερη κλίμακα και παγκοσμίως, τα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει η Ευρώπη σήμερα, απλώς με τη διαφορά ότι αντί για τη ενέργεια η «αποκοπή» θα αφορά έναν πολύ μεγάλο όγκο καταναλωτικών προϊόντων. Αρκεί να αναλογιστούμε την αγωνία των χωρών για το ένα θα μπορούσαν να προμηθευτούν προστατευτικό εξοπλισμό και μάσκες από την Κίνα στην πρώτη φάση της πανδημίας.
Όμως, είναι σαφές ότι στις κρίσιμες στιγμές, η λογική που κυριαρχεί στο διεθνές σύστημα είναι η πολιτική περισσότερο παρά η οικονομική. Ή έστω η μακροπρόθεσμη οικονομική λογική «συμπυκνωμένη» σε πολιτική στρατηγική. Οι ΗΠΑ συζητούσαν αρκετά χρόνια σε έρευνες, μελέτες και think tanks το τι θα γίνει όταν η ισχύς της Κίνας (και μιας συμπόρευσης με τη Ρωσία) φτάσει σε ένα όριο που θα αμφισβητούσε την αμερικανική ηγεμονία. Τώρα είναι αντιμέτωπες με την ανάγκη ή την ευκαιρία να εφαρμόσουν αυτά τα σχέδια. Άρα να αναμετρηθούν με την πραγματική δυσκολία τους.