Αρχικά, η Ρωσία προσπάθησε να αιφνιδιάσει την Ουκρανία χρησιμοποιώντας έναν σύγχρονο στρατό που εφάρμοσε ορισμένους ελιγμούς οι οποίοι θα οδηγούσαν σε μια γρήγορη και αποφασιστική νίκη (στη φωτογραφία αρχείου του Andrii Marienko/Associated Press, επάνω, ουκρανοί στρατιώτες βάλουν με όλμους κατά των ρωσικών θέσεων στην περιοχή του Χαρκόβου).

Δύο διαφορετικοί πόλεμοι

Αλλά με την πάροδο του χρόνου, ο στρατός της έχει υποβαθμιστεί σοβαρά και βασίζεται όλο και περισσότερο σε καταιγισμούς πυροβολικού και μαζικές επιθέσεις πεζικού για να επιτύχει σημαντική πρόοδο στο πεδίο της μάχης ενώ εντείνει τις επιδρομές της σε πόλεις της Ουκρανίας, σημειώνει σε ανάλυσή του το Foreign Affairs, με αφορμή τη συμπλήρωση ενός χρόνου από την έναρξη του πολέμου.

Διάσκεψη Μονάχου: Έκκληση Γερμανίας, ΗΠΑ, Ουκρανίας για αποστολή τανκς και πυρομαχικών

Στις περιοχές που καταλαμβάνουν οι δυνάμεις της, επιδιώκει να επιβάλει τη «ρωσοποίηση» και έχει αντιμετωπίσει σκληρά όσους είναι ύποπτοι για κατασκοπεία και δολιοφθορά ή απλή διαφωνία.

Η Ουκρανία ήταν πιο καινοτόμος στις τακτικές της και πιο πειθαρχημένη στην εκτέλεσή τους. Με τη βοήθεια μιας αυξανόμενης προμήθειας δυτικών όπλων και μιας ευέλικτης διοίκησης, κατάφερε ν’ ανακτήσει ορισμένες από τις περιοχές που κατείχαν οι ρωσικές δυνάμεις, αλλά μάχεται επίσης στο δικό της έδαφος και δεν μπορεί να πλήξει σε βάθος τη Ρωσία.

Ετσι, ενώ η Ουκρανία έχει περιοριστεί στη στόχευση του ρωσικού στρατού, η Ρωσία στοχεύει την Ουκρανία στο σύνολό της: τις ένοπλες δυνάμεις της, τις υποδομές της και τον λαό της.

Αυτές οι αντικρουόμενες προσεγγίσεις – ο «κλασικός πόλεμος» που ακολουθεί η Ουκρανία και ο «ολοκληρωτικός πόλεμος» που υιοθετεί η Ρωσία – έχουν βαθιές ρίζες στους πολέμους του εικοστού αιώνα.


Ρωσικό σύστημα πυροβολικού κατά ουκρανικών στόχων (φωτογραφία Russian Defense Ministry Press Service via AP)

Καθώς συμπληρώνεται ένας χρόνος από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, έχουν αρχίσει να προσφέρονται σημαντικές γνώσεις για το πώς αυτές οι δύο μορφές πολέμου μπορούν ν’ αντεπεξέλθουν στις σύγχρονες συγκρούσεις – και πώς είναι πιθανό να διαμορφώσουν τη διαμάχη μεταξύ Κιέβου και Μόσχας τους επόμενους μήνες.

Το κλασικό μοντέλο

Ο κλασικός τρόπος πολέμου, που κυριάρχησε στη στρατιωτική σκέψη πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αφορούσε αποκλειστικά τις μάχες. Η στρατηγική εστίαζε στη θέση που θα έπρεπε να πάρει ένας στρατός για να πολεμήσει – οι τακτικές αφορούσαν την ίδια τη μάχη.

Η νίκη κρινόταν από το ποιος στρατός θα καταλάμβανε το πεδίο της μάχης, από τον αριθμό των εχθρικών στρατιωτών που σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν και τον όγκο του εξοπλισμού που καταστράφηκε. Μ’ αυτόν τον τρόπο, οι μάχες καθόρισαν την έκβαση των συρράξεων. Αυτή η προσέγγιση ενισχύθηκε από νόμους του πολέμου που κάλυπταν τη μεταχείριση αιχμαλώτων και μη αμάχων και θεωρούσαν ότι ο ηττημένος εχθρός θα αποδεχόταν την ετυμηγορία της μάχης.

Ακόμη και πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρχαν πολλοί λόγοι ν’ αμφιβάλλουμε για το πόσο στενά αποτύπωνε αυτό το μοντέλο την πραγματικότητα, ειδικά λόγω του τρόπου με τον οποίο επέμενε να κρατά διαχωρισμένη την πολιτική από τη στρατιωτική σφαίρα. Αλλά το κλασικό μοντέλο συνέχισε να διαμορφώνει τις προσδοκίες ενόψει του Μεγάλου Πολέμου.

Αυτή η σύγκρουση, ωστόσο, μετατράπηκε σ’ έναν μακρύ πόλεμο φθοράς, κατά τον οποίο η υποκείμενη οικονομική και βιομηχανική δύναμη έπαιξε πολύ πιο σημαντικό ρόλο από τ’ αποτελέσματα μόνο στο πεδίο της μάχης. Και η ικανότητα των αεροσκαφών να χτυπούν εχθρικές πόλεις έθεσε υπό αμφισβήτηση την ιδέα ενός διακριτού πεδίου μάχης χωριστού από την κοινωνία των πολιτών. Ανθρωποι και περιουσίες έγιναν φυσικοί στόχοι.

Δεν υπάρχουν αθώοι

Το σκεπτικό για τη στόχευση των πληθυσμιακών κέντρων ήταν απλό: οι στρατοί βασίζονταν σε μη στρατιωτικές υποδομές για να πολεμήσουν. Τα εργοστάσια πυρομαχικών είχαν ανάγκη από πολιτικό εργατικό δυναμικό. Οταν οι κυβερνήσεις χρειάζονταν περισσότερα στρατεύματα, στρατολογούσαν αμάχους. Μ’ άλλα λόγια, όταν μια ολόκληρη χώρα βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση, δεν υπήρχαν αθώοι.

Επιπλέον, οι κυβερνήσεις που αποφάσιζαν για πόλεμο και ειρήνη εξαρτώνταν από τη λαϊκή υποστήριξη. Οι ευάλωτοι πολίτες, που υποφέρουν από αδιάκοπους βομβαρδισμούς, μπορεί να στραφούν ενάντια στον πόλεμο, ακόμη και σε σημείο που ν’ απαιτούν από τη δική τους πλευρά τη συνθηκολόγηση.

Για πολλούς σχεδιαστές στρατηγικής, οι βομβαρδισμοί πόλεων έμοιαζαν με μια πολύ απλούστερη διαδρομή προς τη νίκη από εκείνη στις μάχες. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο πόλεμος έγινε ολοκληρωτικός, οδηγώντας στις μαζικές αεροπορικές επιδρομές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και στην απόφαση των Η.Π.Α. να ρίξουν δύο ατομικές βόμβες στην Ιαπωνία το 1945. Μετά απ’ αυτό, οι άμαχοι γλίτωναν μόνο σε πολέμους που δεν διαρκούσαν πολύ και εξελίσσονταν μακριά από πόλεις.

Τα όπλα ακριβείας

Τρεις όμως στοιχεία ανάγκασαν τους στρατηγούς της Δύσης ν’ αλλάξουν τη σκέψη τους για τον ολοκληρωτικό πόλεμο. Πρώτον, η λογική του ολοκληρωτικού πολέμου οδηγούσε σε πυρηνική καταστροφή. Για ν’ αποφευχθεί αυτό, έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος να τεθούν όρια στις διενέξεις.


Δοκιμή ρωσικού διηπειρωτικού πυραύλου (φωτογραφία Russian Defence Ministry via Reuters)

Δεύτερον, υπήρχε μια αυξανόμενη συνειδητοποίηση ότι οι επιθέσεις εναντίον αμάχων ήταν αντιπαραγωγικές. Αυτό ήταν το συμπέρασμα των μελετών που πραγματοποιήθηκαν αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σχετικά με τον αντίκτυπο των συμμαχικών στρατηγικών βομβαρδισμών και η μετέπειτα εμπειρία του πολέμου του Βιετνάμ, όπου οι προσπάθειες αναζήτησης και εξάλειψης των κομμουνιστών Βιετ Κονγκ οδήγησαν σε πολλές απώλειες αμάχων.

Η τρίτη εξέλιξη ήταν η εμφάνιση στη δεκαετία του 1970 των όπλων ακριβείας. Θεωρητικά, οι μεγάλες βελτιώσεις στην ακριβή στόχευση που παρέχει μια τέτοια τεχνολογία σήμαιναν ότι δεν υπήρχε πλέον καμία δικαιολογία για παράπλευρες απώλειες.

Το μάθημα από το Ιράκ

Οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να διεξαχθούν με τρόπους που θ’ αποφεύγονταν οι άμαχοι και θα πλήττονταν μόνο στρατιωτικοί στόχοι. Με κατευθυνόμενα όπλα ακριβείας, υπήρχε η ευκαιρία ν’ αναβιώσει ο κλασικός πόλεμος, επικεντρώνοντας την προσοχή στην υπονόμευση της στρατιωτικής οργάνωσης ενός εχθρού μέσω βαθιών χτυπημάτων και ταχέων ελιγμών. Αυτό ήταν το μάθημα που αντλήθηκε από την αποφασιστική επικράτηση των ΗΠΑ κατά των ιρακινών δυνάμεων, στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου.

Εντούτοις, αν και αυτή η θεωρητική αλλαγή ήταν εμφανής στον σχεδιασμό των πρόσφατων δυτικών στρατιωτικών επεμβάσεων, η κλασική πολεμική στρατηγική συχνά περνούσε στο περιθώριο όταν αυτοί οι πόλεμοι μετατρέπονταν σ’ εκστρατείες καταστολής εξεγέρσεων, όπως στο Ιράκ και το Αφγανιστάν.

Και στις δύο συγκρούσεις, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους κατέβαλαν προσπάθειες ν’ αποφύγουν να βλάψουν τους αμάχους προκειμένου να διατηρήσουν την υποστήριξή τους και ν’ αποφύγουν να τροφοδοτήσουν την εξέγερση, αλλά αυτές οι προσπάθειες έτειναν να χαλαρώσουν όταν οι δικές τους δυνάμεις κινδύνευαν.

Για τις δυτικές δυνάμεις, μια πρόσθετη πηγή έντασης ήταν ότι οι τοπικές κοινότητες τις θεωρούσαν συχνά ανεπιθύμητες, ειδικά όταν υποστήριζαν μια κυβέρνηση που – ακριβώς επειδή στηριζόταν στην ξένη υποστήριξη – δεν είχε λαϊκή νομιμοποίηση.

Ρωσική επιθετικότητα, ουκρανική αυτοσυγκράτηση

Από την πλευρά της, στις δεκαετίες μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, η Ρωσία δεν εγκατέλειψε ποτέ το μοντέλο του ολοκληρωτικού πολέμου. Αυτό συνέβαινε ακόμη και όταν χρησιμοποιούσε όπλα ακριβείας.

Στη Συρία, για παράδειγμα, οι ρωσικές δυνάμεις απέδειξαν ότι η αποφυγή πολιτικών στόχων ήταν θέμα επιλογής και όχι τεχνολογίας, καθώς επιτέθηκαν σκόπιμα σε νοσοκομεία ανταρτών. Ακόμη και κοντά στην πατρίδα της, η Ρωσία έχει χρησιμοποιήσει ανηλεείς τακτικές, ειδικά στους Πολέμους της Τσετσενίας τη δεκαετία του 1990 και την πρώτη δεκαετία αυτού του αιώνα, κατά τη διάρκεια των οποίων εφάρμοσε ωμή βία απευθείας σε περιοχές αμάχων και πόλεις.

Τώρα η Ρωσία κάνει το ίδιο στην Ουκρανία. Αλλά αυτή τη φορά αντιμετωπίζει έναν όλο και πιο καλά οργανωμένο και επαγγελματικό στρατό. Καθώς το Κρεμλίνο απογοητεύεται όλο και περισσότερο από την εκστρατεία του για κατάληψη της χώρας, έχει καταφύγει σε τακτικές επιθέσεις στην κοινωνία των πολιτών και την οικονομία της Ουκρανίας.

Αυτές περιλαμβάνουν στόχευση με πυραύλους στο Κίεβο και άλλες πόλεις, ισοπέδωση συγκροτημάτων διαμερισμάτων και μερικές φορές ολόκληρες πόλεις, επίθεση στην ενεργειακή υποδομή της Ουκρανίας και παρατεταμένες πολιορκίες, όπως κατά της Μαριούπολης την άνοιξη, του Σεβεροντονέτσκ το καλοκαίρι και του Μπαχμούτ πιο πρόσφατα.

Πρόκειται για επιχειρήσεις που περιλαμβάνουν καταιγισμούς πυροβολικού, μετατρέποντας τις πόλεις σε ερείπια και αναγκάζοντας τους πληθυσμούς τους να τις εγκαταλείψουν.

Ο ρόλος των πυρηνικών

Παρά τους μεγάλους στόχους της στην Ουκρανία, είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι η Ρωσία δεν επιδιώκει έναν ολοκληρωτικό πόλεμο. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι απέφυγε να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα – τα τελικά σύμβολα του σύγχρονου ολοκληρωτικού πολέμου. Στην πραγματικότητα, τα πυρηνικά όπλα έχουν ήδη διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στον καθορισμό των ορίων στη σύγκρουση.


Χρήση αντιαρματικού συστήματος πυραύλων Javelin (φωτογραφία Lucas Jackson/Reuters)

Στην αρχή της εισβολής, ο ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν επικαλέστηκε την πυρηνική απειλή για να προειδοποιήσει τις χώρες του ΝΑΤΟ ενάντια στην άμεση επέμβαση. Ταυτόχρονα, η επιθυμία του ν’ αποφύγει έναν πόλεμο με τη συμμαχία τον απέτρεψε από τη χρήση πυρηνικών όπλων σε μικρότερη κλίμακα εντός της Ουκρανίας και από το να διατάξει επιθέσεις σε γειτονικές χώρες του ΝΑΤΟ.

Ωστόσο, σ’ αρκετές περιπτώσεις, η Ρωσία ακολούθησε την προσέγγιση ολοκληρωτικού πολέμου που εφάρμοσε σ’ άλλες συγκρούσεις από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Συντήρηση πυρομαχικών

Στο μεταξύ, η Ουκρανία ακολουθεί μια κλασική πολεμική προσέγγιση. Προασπίζοντας τις δικές της πόλεις, εργοστάσια και ενεργειακές εγκαταστάσεις, οι ουκρανικές δυνάμεις έχουν κάθε λόγο ν’ αποφύγουν περιττές ζημιές σε περιοχές αμάχων ενώ πρέπει να συντηρούν τα ελάχιστα πυρομαχικά τους, πλήττοντας ρωσικούς στρατιωτικούς στόχους υψηλής προτεραιότητας.

Επιπλέον, το Κίεβο έχει περιοριστεί από τα όρια που του έθεσαν οι δυτικοί προμηθευτές του. Ενας τομέας στον οποίο συνέβη αυτό – και ένα άλλο παράδειγμα της αποτρεπτικής επίδρασης για απειλή ολοκληρωτικού πολέμου – είναι ο σκόπιμος περιορισμός από την Ουάσιγκτον της ικανότητας της Ουκρανίας να επιτεθεί στο ρωσικό έδαφος, τουλάχιστον με τρόπους που θα ενέπλεκαν δυτικά όπλα.

Οι ουκρανικές δυνάμεις πραγματοποίησαν ορισμένες επιθέσεις σε στόχους εντός της Ρωσίας με drones και δολιοφθορές, αλλά αυτές ήταν λίγες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αρνήθηκαν να προμηθεύσουν στην Ουκρανία πυροβόλα μεγάλης εμβέλειας και αεροσκάφη που θα της επέτρεπαν να χτυπά βαθύτερα και συχνότερα, αν και ο αντίκτυπος τέτοιων επιθέσεων εναντίον μιας χώρας με το μέγεθος της Ρωσίας θα ήταν περισσότερο συμβολικός παρά υλικός.

Το αποτέλεσμα αυτών των περιορισμών είναι ότι η Ρωσία διεξάγει έναν ολοκληρωτικό πόλεμο στο ουκρανικό έδαφος χωρίς η ίδια ν’ αντιμετωπίζει αντίστοιχο κίνδυνο. Η αντίθεση μεταξύ της ρωσικής και της ουκρανικής προσέγγισης έχει γίνει ακόμη πιο έντονη καθώς η σύγκρουση συνεχίζεται.

Ολική αντίσταση

Δεδομένου ότι η Ουκρανία και η Ρωσία ήταν και οι δύο μέρος της Σοβιετικής Eνωσης μέχρι το 1991, οι ένοπλες δυνάμεις τους έχουν κοινή ιστορία καθώς και κοινή εμπειρία στον σοβιετικό εξοπλισμό.

Από το 2014, ωστόσο, η Ουκρανία περιήλθε σταδιακά υπό δυτική στρατιωτική επιρροή. Αυτή η διαδικασία επιταχύνθηκε κατά τη διάρκεια της εισβολής της Ρωσίας το 2022, και ακόμη περισσότερο όταν ξεκίνησε ο πόλεμος. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους έχουν παράσχει στην Ουκρανία διάφορες μορφές βοήθειας, όπως εκπαίδευση, πληροφορίες και προηγμένα οπλικά συστήματα.

Παρόλο που η Ουκρανία έχει χρησιμοποιήσει όπλα που της επιτρέπουν να στοχεύει ρωσικά μέσα που βρίσκονται πολύ πίσω από την πρώτη γραμμή (όπως θέσεις διοίκησης, αποθήκες πυρομαχικών και κέντρα υλικοτεχνικής υποστήριξης) και περιοχές όπου βρίσκονται συγκεντρωμένα τα ρωσικά στρατεύματα, η Ρωσία είχε λίγες επιλογές πέρα από το να στηριχθεί στο πυροβολικό της και, μετά την επιστράτευση, στις επιθέσεις πεζικού που έχουν σχεδιαστεί για να καταστήσουν τις πόλεις και κωμοπόλεις της Ουκρανίας ανυπεράσπιστες.

Επιπλέον, οι στόχοι της Ρωσίας για ολοκληρωτικό πόλεμο ενίσχυσαν την ουκρανική πεποίθηση ότι δεν είναι διαθέσιμη μια «συμβιβαστική ειρήνη». Οι τακτικές του ολοκληρωτικού πολέμου της, επίσης, δεν εμπόδισαν τις ουκρανικές επιχειρήσεις.

Τους τελευταίους μήνες, η Μόσχα ακολούθησε λογικές καταναγκασμού με τις επιδρομές της σε μη στρατιωτικές υποδομές, που συνδέονται με την άρνηση της Ουκρανίας ν’ αποδεχθεί, τον περασμένο Σεπτέμβριο, την προσάρτηση από τη Ρωσία τεσσάρων επαρχιών στην ανατολική Ουκρανία.


Βολή από αντιαεροπορικό σύστημα Stinger (φωτογραφία Ints Kalnins/Reuters)

Αυτές οι επιθέσεις έχουν κάνει τη ζωή εξαιρετικά δύσκολη για τους Ουκρανούς, εξαιτίας των συχνών διακοπών ρεύματος κατά τους χειμερινούς μήνες, των τραυματισμών και τους θανάτους αμάχων τακτικά από τυχαία χτυπήματα. Πάντως, μετά από ένα χρόνο πολέμου, δεν υπήρξε καμία προφανής επίδραση στη βούληση της Ουκρανίας να πολεμήσει.

Επιστροφή των τανκ

Eνας χρόνος πολέμου στην Ουκρανία έχει δυσφημίσει περαιτέρω την προσέγγιση του ολοκληρωτικού πολέμου. Τι αποκάλυψε όμως για τον κλασικό πόλεμο; Εδώ, η εμπειρία προειδοποιεί ότι οι νίκες στο πεδίο της μάχης που είναι απαραίτητες γι’ αυτήν την προσέγγιση μπορούν να γίνουν απροσδιόριστες όταν οι αμυνόμενες δυνάμεις φαίνεται να έχουν εγγενή πλεονεκτήματα έναντι των επιτιθέμενων.

Σε τέτοιες καταστάσεις, οι στρατοί μπορούν να κολλήσουν σε μακροχρόνιες και εξαντλητικές αντιπαραθέσεις. Είναι δυνατό να συντρίψεις έναν εχθρό που υπερτερεί προκαλώντας ρήγματα στις γραμμές του, αλλά αυτό συνήθως απαιτεί ελιγμούς με τεθωρακισμένα οχήματα, αιφνιδιασμούς με απρόσμενα αποτελέσματα, επιτυχίες μέσω περικυκλώσεων και εξαναγκασμού του εχθρού σε γρήγορες υποχωρήσεις και σε σημείο που να είναι τελικά ανίκανος ν’ ανακάμψει.

Ενα τέτοιο αποτέλεσμα δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί. Στην Ουκρανία, οι πιο επιτυχημένες επιθέσεις και από τις δύο πλευρές σημειώθηκαν σε καταστάσεις όπου οι άμυνες ήταν αδύνατες στο έδαφος.

Τα ρωσικά κέρδη ήρθαν τις πρώτες ημέρες του πολέμου, όταν οι δυνάμεις της Ρωσίας είχαν το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και ήταν σε θέση να κινηθούν γρήγορα. Στον νότο, συνάντησαν μικρή αντίσταση, ειδικά εκεί όπου οι άμυνες ήταν ανεπαρκώς οργανωμένες, ιδίως στη Χερσώνα.

Στον βορρά, κατέλαβαν προωθημένες θέσεις που δεν μπορούσαν να διατηρηθούν, σύντομα αντιμετώπισαν προβλήματα ενάντια στις ευκίνητες ουκρανικές άμυνες και αναγκάστηκαν ν’ αποσυρθούν. Στο επόμενο στάδιο του πολέμου, ξεκινώντας με τη μάχη για το Ντονμπάς, τα ρωσικά κέρδη ήταν λίγα, καλύπτοντας περιορισμένες περιοχές, και αυτά επιτεύχθηκαν με τεράστιο κόστος και σε μήνες.

Η μεταβαλλόμενη ισχύς πυρός

Από την πλευρά της, η πιο εντυπωσιακή επίθεση της Ουκρανίας σημειώθηκε στο Χάρκοβο τον Σεπτέμβριο, όταν οι δυνάμεις της εκμεταλλεύτηκαν μια αδύναμη και κακώς προετοιμασμένη άμυνα, ενώ η ρωσική ανώτατη διοίκηση είχε επικεντρωθεί στο Ντονέτσκ και τη Χερσώνα.

Ωστόσο, σε περιοχές όπου η ρωσική άμυνα είχε προετοιμαστεί και στη συνέχεια ενισχύθηκε από τα επιπλέον στρατεύματα που συγκροτήθηκαν με την επιστράτευση, η πρόοδος της Ουκρανίας επιβραδύνθηκε. Οι ουκρανικές δυνάμεις περιορίστηκαν περαιτέρω από την έναρξη του χειμώνα, καθώς το έδαφος μετατράπηκε σε βάλτο.

Η αντεπίθεση της Ουκρανίας για την ανακατάληψη της Χερσώνας ξεκίνησε με αργό ρυθμό στα τέλη του καλοκαιριού και οι δυνάμεις της μπόρεσαν να σημειώσουν πρόοδο μόνο όταν κατάφεραν να κόψουν τις ρωσικές γραμμές ανεφοδιασμού, καθιστώντας την πόλη ανυπεράσπιστη. Η Χερσώνα εκκενώθηκε τον Νοέμβριο.

Τους επόμενους μήνες, η κατεύθυνση του πολέμου μπορεί επίσης να διαμορφωθεί από τη μεταβαλλόμενη ισορροπία ισχύος πυρός.

Οταν θα έχει την ευκαιρία να προχωρήσει στην επίθεση, η Ουκρανία θα επωφεληθεί από περισσότερα τεθωρακισμένα οχήματα, συμπεριλαμβανομένων των αρμάτων μάχης Challenger, Leopard και Abrams που θα προμηθευτεί από την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, μετά τις παρατεταμένες συζητήσεις τον Ιανουάριο. Εξίσου σημαντικό, το Κίεβο θ’ αποκτήσει οχήματα πεζικού, βελτιωμένη αεράμυνα, πυροβολικό και πυραύλους μεγαλύτερου βεληνεκούς.

Νέα ρωσική επίθεση

Αλλά θα χρειαστεί χρόνος για να παραδοθούν όλα αυτά τα όπλα και να εκπαιδευτούν οι ουκρανικές δυνάμεις για να τα χρησιμοποιήσουν. Στο μεταξύ, η Ουκρανία θα πρέπει ν’ αντιμετωπίσει μια νέα ρωσική επίθεση, που ουσιαστικά ως μέθοδος θα είναι φθοροποιός, καθώς θα σχετίζεται με την ετοιμότητα της Ρωσίας να δεχτεί υψηλές απώλειες για να πετύχει τα κέρδη της.


Αρμα μάχης Leopard 2A4 (φωτογραφία JF Lauzé/Courtesy Canadian Armed Forces via Reuters)

Ενώ το βάρος των αριθμών μπορεί να τους επιτρέψει να προχωρήσουν σ’ ορισμένες περιοχές, οι ρωσικές δυνάμεις δεν έχουν ακόμη επιδείξει την ικανότητα να εκμεταλλευτούν τυχόν επιτεύγματα με γρήγορες, ωθήσεις προς τα εμπρός.

Ελιγμοί πολέμου

Προς το παρόν, η Ουκρανία είναι υποχρεωμένη ν’ αντιμετωπίσει όσο καλύτερα μπορεί αυτή την πίεση, ανησυχώντας για τον ρυθμό με τον οποίο καταναλώνει πυρομαχικά, ελπίζοντας να κρατήσει τη γραμμή της αρκετά καλά ώστε όταν και εάν η νέα ρωσική επίθεση αρχίσει να εξασθενεί, θα έχει τη δική της ευκαιρία να προχωρήσει στην αντεπίθεση.

Οι νέες δυνατότητες της Ουκρανίας θα είναι προσανατολισμένες σε ελιγμούς πολέμου. Κατά τους πρώτους μήνες της σύγκρουσης, πολλοί δυτικοί σχολιαστές έκριναν ότι τα άρματα μάχης ήταν ξεπερασμένα με βάση τον σημαντικό αριθμό που έχασαν οι Ρώσοι από κατευθυνόμενα αντιαρματικά όπλα, μη επανδρωμένα αεροσκάφη και πυρά πυροβολικού.

Στην πραγματικότητα, υπάρχουν εξηγήσεις για τις απώλειες των ρωσικών τανκς, συμπεριλαμβανομένης της αποτυχίας ν’ ακολουθήσουν το δικό τους δόγμα συνδυασμένων όπλων, που τους άφησε εκτεθειμένους.

(Ενας άλλος λόγος για την αδυναμία των ρωσικών επιθέσεων ήταν ο απροσδόκητα περιορισμένος ρόλος που έπαιξε η ρωσική αεροπορία. Η αποδεδειγμένη ευπάθεια των ρωσικών αεροσκαφών στην αεράμυνα φαινόταν να παρέχει πρόσθετη επιβεβαίωση σ’ αυτό που έχει γίνει καθοριστικό χαρακτηριστικό του σύγχρονου πολέμου: χρήση σχετικά φθηνών όπλων για την απενεργοποίηση ή ακόμα και την καταστροφή πολύ ακριβών συστημάτων.)

Τώρα, τα άρματα μάχης, μαζί με περισσότερα πολυάριθμα οχήματα πεζικού, αποτελούν το κεντρικό κομμάτι των πρόσφατων πακέτων εξοπλισμού που η Δύση συμφώνησε να στείλει στην Ουκρανία. Εάν ένας στρατός χρειάζεται να μετακινήσει δύναμη πυρός με προστατευτική θωράκιση σ’ επικίνδυνο έδαφος, τότε αυτό που χρειάζεται μοιάζει πολύ με τανκ.

Σπάνια είναι χρήσιμο να εξετάζουμε οποιοδήποτε σύστημα χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη το στρατηγικό πλαίσιο στο οποίο χρησιμοποιούνται και οι υπόλοιπες δυνατότητες που είναι διαθέσιμες και στις δύο πλευρές. Μια νέα ουκρανική επίθεση ενάντια στις εδραιωμένες ρωσικές άμυνες, θ’ αποτελέσει μια σημαντική δοκιμασία του κλασικού πολέμου στην πιο γνήσια μορφή του.

Ασαφής κατάληξη

Το βασικό πρόβλημα με τους πολέμους είναι ότι είναι πιο εύκολο να ξεκινήσουν παρά να τελειώσουν. Μόλις μετριάστηκαν οι αρχικές προωθήσεις της, η Ρωσία βρέθηκε παγιδευμένη σε μια παρατεταμένη σύγκρουση στην οποία δεν τολμά να παραδεχτεί την ήττα ακόμα κι όταν ο δρόμος προς τη νίκη παραμένει άπιαστος.

Τέτοιοι πόλεμοι γίνονται αναπόφευκτα φθοροποιοί, καθώς τα αποθέματα εξοπλισμού και πυρομαχικών εξαντλούνται και οι απώλειες στρατευμάτων αυξάνονται. Ο πειρασμός να βρεθεί μια εναλλακτική οδός προς τη νίκη αυξάνει τις επιθέσεις στις κοινωνικοοικονομικές δομές του εχθρού. Η Ρωσία δεν έχει εγκαταλείψει αυτόν τον εναλλακτικό δρόμο, παρόλο που μέχρι στιγμής έχει σκληρύνει μόνο την αποφασιστικότητα της Ουκρανίας.

Η Μόσχα έχει επιμείνει σε αναποτελεσματικές και δαπανηρές στρατηγικές, ίσως με την πεποίθηση ότι στο τέλος θα μιλήσουν το μέγεθος και η ετοιμότητά της να δεχτεί θυσίες. Αντίθετα, η πορεία της Ουκρανίας προς τη νίκη εξαρτάται από την ώθηση των ρωσικών δυνάμεων αρκετά πίσω ώστε να πειστεί η Μόσχα ότι έχει ξεκινήσει έναν μάταιο πόλεμο.

Δεδομένου ότι δεν μπορεί να στοχεύσει τον ρωσικό λαό, πρέπει να εκμεταλλευτεί την ακρίβεια των συστημάτων μεγαλύτερης εμβέλειας για να στοχεύσει τον στρατό του, καθιστώντας ευάλωτες τις γραμμές ανεφοδιασμού, τα κέντρα διοίκησης και τις συγκεντρώσεις ρωσικών στρατευμάτων.

Η Ρωσία επιδιώκει να διαμορφώσει συνθήκες τις οποίες δεν θ’ αντέχει πλέον ο ουκρανικός λαός. Η Ουκρανία επιδιώκει να καταστήσει μη βιώσιμη τη θέση του ρωσικού στρατού. Καθώς ο πόλεμος εισέρχεται στην επόμενη, κρίσιμη φάση του, αυτές οι στρατηγικές και οι αντίθετες προσεγγίσεις στον πόλεμο που αντιπροσωπεύουν, θ’ αντιμετωπίσουν τις πιο σοβαρές δοκιμασίες τους.

Πηγή: in.gr

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Επικαιρότητα