Δέκα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την κατάρρευση του συγκροτήματος εργοστασίων ένδυσης Rana Plaza στο Μπαγκλαντές, που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο πάνω από 1.100 ανθρώπων, κυρίως νεαρών εργατριών, και τον τραυματισμό τουλάχιστον 2.500 ακόμη.

Τουρισμός: Μικρός ο αριθμός των εργαζομένων από τρίτες χώρες που ενέκρινε το υπ. Εργασίας

Όπως υπενθυμίζει το CNN, μία ημέρα πριν την κατάρρευση είχαν εντοπιστεί ρωγμές στο κτήριο με αποτέλεσμα να εκκενωθούν οι κατώτεροι όροφοι του κτηρίου. Όμως χιλιάδες εργαζόμενοι και εργαζόμενες αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στον χώρο εργασίας που έγινε ο τάφος τους, είτε λόγω των άμεσων πιέσεων της εργοδοσίας είτε λόγω της ανάγκης να βγάλουν το μεροκάματο.

«Οι εργαζόμενοι δεν είχαν κανένα λόγο, επειδή εργάζονταν για τον κατώτατο μισθό και δεν ήταν καν συνδικαλισμένοι», δήλωσε σε ομαδική συνέντευξη ο Αμπού Άχτερ, γενικός γραμματέας της Ομοσπονδίας Ενδύματος και Βιομηχανικών Εργατών του Μπαγκλαντές. «Έτσι, δεν μπορούσαν να θέσουν συλλογικά το ζήτημα (της μη επιστροφής στην εργασία τους)», πρόσθεσε.

Προδιαγεγραμμένο έγκλημα

Η κατάρρευση προκλήθηκε από δονήσεις τις οποίες προκάλεσαν γεννήτριες ντίζελ που είχαν τεθεί σε λειτουργία μετά από διακοπή ρεύματος. Όμως οι έρευνες που ακολούθησαν αποκάλυψαν έναν μακρύ κατάλογο αποτυχιών, παραλείψεων και – σύμφωνα με οργανώσεις όπως η Διεθνής Διαφάνεια – διαφθοράς σε σχεδόν κάθε στάδιο της ζωής του μόλις επτά ετών κτιρίου.

Το Rana Plaza κατέρρευσε επειδή χρησιμοποιήθηκαν υλικά κακής ποιότητας, ενώ οικοδομήθηκε στον χώρο μιας μπαζωμένης λίμνης. Σαν να μην έφταναν αυτά, στο κτήριο προστέθηκαν επιπλέον όροφοι για να επεκταθεί η δομή πέρα από τον εγκεκριμένο σχεδιασμό της. Η κατάρρευση οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι οι αρχές επέτρεψαν να μετατραπεί το κτίριο, το οποίο είχε αρχικά σχεδιαστεί για εμπορικούς σκοπούς, σε βιομηχανική εγκατάσταση και στο εσωτερικό του να στεγαστούν πέντε εργοστάσια ενδυμάτων. Κατέρρευσε, τέλος, επειδή οι προηγούμενοι έλεγχοι ήταν ανεπαρκείς και οι προειδοποιήσεις αγνοήθηκαν ή απορρίφθηκαν.

Το 2016, 38 άτομα κατηγορήθηκαν για φόνο εξαιτίας της τραγωδίας, συμπεριλαμβανομένων εργοστασιαρχών και κυβερνητικών αξιωματούχων, αν και ορισμένα από αυτά τα άτομα έχουν έκτοτε πεθάνει ή οι κατηγορίες σε βάρος τους έχουν αποσυρθεί. Ο ιδιοκτήτης του Rana Plaza, Sohel Rana, παραμένει υπό κράτηση στο πλαίσιο μιας μακράς δίκης που βρίσκεται σε εξέλιξη. Εν τω μεταξύ, έχει καταδικαστεί για ξεχωριστές κατηγορίες διαφθοράς.

Όμως, η αναζήτηση της λογοδοσίας ξεπέρασε κατά πολύ τα άμεσα εμπλεκόμενα πρόσωπα – και επεκτάθηκε πέρα από τα σύνορα του Μπαγκλαντές: Όπως τονίζει το CNN, τα εργοστάσια στο Rana Plaza παρήγαγαν ενδύματα για εταιρείες όπως η ιταλική Bennetton και η βρετανική Primark. Ως εκ τούτου, η καταστροφή έσκασε σαν βόμβα στον ανεπτυγμένο κόσμο, δηλαδή στους καταναλωτές που διψούν για φθηνά ρούχα και στις δυτικές μάρκες που χρησιμοποιούν παραγωγή χαμηλού κόστους για να ικανοποιήσουν τη ζήτηση.

Στον απόηχο της κατάρρευσης, πολυάριθμες εταιρείες που προμηθεύονται προϊόντα από το Μπαγκλαντές δεσμεύτηκαν να βελτιώσουν την ασφάλεια των εργαζομένων στη χώρα. Όμως το CNN θέτει το ερώτημα: Μία δεκαετία μετά, είναι τα εργοστάσια ένδυσης που αντιπροσωπεύουν σήμερα το 84% των εξαγωγών της χώρας ασφαλέστερα;

Αλλαγές στον απόηχο της τραγωδίας

Τα γεγονότα της 24ης Απριλίου 2013 προκάλεσαν την ταχεία – και συνάμα καθυστερημένη – ανάληψη δράσης από τις αρχές του Μπαγκλαντές. Σχεδόν 20 εργοστάσια ένδυσης έκλεισαν μέσα σε δύο εβδομάδες από την καταστροφή. Όμως ήταν σαφές, όπως και πριν από την κατάρρευση, ότι τα ζητήματα ασφάλειας ήταν ενδημικά. Έξι μήνες νωρίτερα, μια μεγάλη πυρκαγιά στο εργοστάσιο Tazreen Fashions έξω από τη Ντάκα είχε στοιχίσει τη ζωή σε τουλάχιστον 117 ανθρώπους- επτά χρόνια πριν από αυτό, το 2005, το εννεαώροφο εργοστάσιο Spectrum είχε καταρρεύσει, σκοτώνοντας 64 ανθρώπους.

Από τότε έως σήμερα οι μεγάλες καταστροφές σε εργοστάσια ένδυσης -τουλάχιστον αυτής της κλίμακας- φαίνεται ότι έχουν αποφευχθεί. Αυτό αποδίδεται συχνά σε μια πρωτοποριακή συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ εμπορικών σημάτων, εργοστασίων και συνδικάτων λιγότερο από ένα μήνα μετά το Rana Plaza: τη Συμφωνία για την πυρασφάλεια και την ασφάλεια των κτιρίων στο Μπαγκλαντές.

Η νομικά δεσμευτική συμφωνία που υπογράφηκε τότε από περισσότερες από 200 μάρκες και ισχύει για κάθε εργοστάσιο ή εργαστήριο του Μπαγκλαντές που τις προμηθεύει με ενδύματα, καθιέρωσε ένα ανεξάρτητο πρόγραμμα επιθεώρησης που καλύπτει την πυρασφάλεια, τον ηλεκτρολογικό εξοπλισμό και τη γενική ασφάλεια των κτιρίων. Τα πορίσματα των επιθεωρήσεων δημοσιοποιούνται. Το ίδιο ισχύει και για τα σχέδια βελτίωσης των εργοστασίων που παρουσιάζουν χαμηλές επιδόσεις, με τη λήψη διορθωτικών μέτρων που υλοποιούνται με τη χρήση κονδυλίων που δεσμεύονται από τις συμμετέχουσες μάρκες. Η Συμφωνία εισήγαγε επίσης επιτροπές ασφάλειας και μηχανισμούς καταγγελιών μέσω των οποίων οι εργαζόμενοι μπορούν να εκφράζουν τις ανησυχίες τους – ακόμα και ανώνυμα, αν το επιθυμούν.

Οι επιτυχίες της είναι τέτοιες που μια αντίστοιχη Συμφωνία επετεύχθη πέρσι και στην Ινδία, η οποία έχει υπογραφεί από 35 μάρκες και λιανοπωλητές, συμπεριλαμβανομένης της μητρικής εταιρείας Inditex της Zara.

Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν εκλείψει κάθε είδους ατυχήματα. Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας ανέφερε ότι, μεταξύ της κατάρρευσης του Rana Plaza και του 2018, τουλάχιστον 35 ακόμη ατυχήματα σε εργοστάσια ένδυσης είχαν ως αποτέλεσμα 27 θανάτους. Σε αυτά συμπεριλαμβάνεται και μια έκρηξη σε λέβητα που προκάλεσε τον θάνατο 10 ατόμων το 2017.

Μέχρι σήμερα, ωστόσο, έχουν πραγματοποιηθεί πάνω από 30.000 επιθεωρήσεις εργοστασίων στο πλαίσιο της συμφωνίας, με πάνω από 400 εγκαταστάσεις να έχουν ολοκληρώσει αυτό που οι διοργανωτές αποκαλούν «αρχική αποκατάσταση». Το 2021, οι New York Times ανέφεραν ότι σχεδόν 200 εργοστάσια με ανεπαρκή πρότυπα ασφαλείας έχασαν συμβάσεις μετά από έρευνες στο πλαίσιο της Συμφωνίας.

Ηχηρές απουσίες

Πάντως, όπως υπογραμμίζει το CNN, από τη Συμφωνία απουσίαζαν πολλές βορειοαμερικανικές ετικέτες, που ανησύχησαν για τις οικονομικές δεσμεύσεις και τον κίνδυνο ότι οι νομικά δεσμευτικές συμφωνίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε δαπανηρές αγωγές. Αν και υπήρξαν μερικές εξαιρέσεις – όπως η PVH, η μητρική εταιρεία των Tommy Hilfiger και Calvin Klein – οι WalMart, Gap, Target και Macy’s δεν προσχώρησαν στη Συμφωνία.

Αυτές οι μάρκες, από κοινού με άλλες, σχημάτισαν αντ’ αυτού τη δική τους ομάδα που ονομάζεται Συμμαχία για την Ασφάλεια των Εργαζομένων στο Μπαγκλαντές. Και αυτή, επίσης, οργάνωσε επιθεωρήσεις και πρωτοβουλίες για την ασφάλεια σε εκατοντάδες εργοστάσια του Μπαγκλαντές στις αλυσίδες εφοδιασμού των μελών της. Και ενώ η Συμμαχία επικρίθηκε για το γεγονός ότι ήταν λιγότερο αυστηρή και δεσμευτική από τη Συμφωνία, είχε τις δικές της επιτυχίες. Πριν ολοκληρώσει την πενταετή θητεία της, όπως είχε προγραμματιστεί, το 2018, η οργάνωση ανέφερε ότι το 93% των ελαττωμάτων που εντοπίστηκαν διορθώθηκαν, ενώ 178 εγκαταστάσεις αφαιρέθηκαν από τον κατάλογο των συμμορφούμενων εργοστασίων της.

Πάντως, όπως τονίζει το CNN, ακόμα και αν κανείς παραμερίσει τις διαφορές μεταξύ αυτών των δύο αντίπαλων πρωτοβουλιών, η απουσία συλλογικής απάντησης μεταξύ των δυτικών εμπορικών σημάτων ήταν αντιπαραγωγική.

Επιπλέον, οι δύο συμφωνίες εξακολουθούσαν να καλύπτουν μόνο το ήμισυ περίπου των χιλιάδων εργοστασίων ένδυσης της χώρας. Πολλοί μικροί κατασκευαστές και υπεργολάβοι συνέχισαν να λειτουργούν εκτός των αρμοδιοτήτων της Συμφωνίας και της Συμμαχίας, όπως και τα εργοστάσια που χρησιμοποιούνται από κινεζικές και κορεατικές μάρκες.

Παραμένουν τραγικές οι συνθήκες

Η Συμφωνία, η οποία αρχικά είχε πενταετή διάρκεια, ανανεώθηκε το 2018 και στη συνέχεια για άλλα δύο χρόνια το 2021. Η Nazma Akter, πρώην εργαζόμενη σε παιδιά που ίδρυσε την οργάνωση για τα εργασιακά δικαιώματα Awaj Foundation, κάλεσε περισσότερες αμερικανικές εταιρείες να συμμετάσχουν.

«Κάθε μάρκα που δεν υπογράφει τη Συμφωνία δεν σέβεται τους εργαζόμενους και δεν πιστεύει στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι», δήλωσε η ίδια και πρόσθεσε: «Χωρίς την υποχρεωτική δέουσα επιμέλεια για τα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν υπάρχει καμία λογοδοσία, καμία διαφάνεια και καμία ποινή ή τιμωρία για μάρκες όπως (αυτές που χρησιμοποιούν εργοστάσια στο) Rana Plaza».

Ομάδες όπως η Clean Clothes Campaign όχι μόνο προτρέπουν τις μάρκες να ανανεώσουν και πάλι τη συμφωνία αργότερα φέτος, αλλά και να επεκτείνουν τις δεσμεύσεις τους ώστε να καλύπτουν τους μισθούς, τα συνδικαλιστικά δικαιώματα και την ευημερία των εργαζομένων, από την υγεία της εμμήνου ρύσεως μέχρι την αντιμετώπιση της βίας λόγω φύλου.

Χαμηλοί οι μισθοί παρά τις αυξήσεις

Το 2013, εν μέσω του κύματος διαμαρτυριών και απεργιών αμέσως μετά την καταστροφή, η κυβέρνηση του Μπαγκλαντές αύξησε τον κατώτατο μισθό για τους εργάτες ενδυμάτων από 3.000 σε 5.300 τάκα (τότε 68 δολάρια) το μήνα. Πέντε χρόνια αργότερα, το ποσό αυτό αυξήθηκε και πάλι σε 8.000 τάκα (τότε 95 δολάρια), αν και το παγκόσμιο συνδικάτο IndustriALL απαιτεί σήμερα ένα ποσό τρεις φορές υψηλότερο, λέγοντας ότι ο «καταιγιστικός πληθωρισμός» έχει αφήσει τους εργάτες των εργοστασίων του Μπαγκλαντές «να αγωνίζονται να τα βγάλουν πέρα».

Και ενώ οι μισθοί κινούνται ανοδικά με αργούς ρυθμούς μετά την καταστροφή, έχουν ξεπεραστεί κατά πολύ από την ανάπτυξη της βιομηχανίας ενδυμάτων. Οι εξαγωγές ενδυμάτων από το Μπαγκλαντές, το οποίο φιλοδοξεί να γίνει χώρα μεσαίου εισοδήματος έως το 2031, εκτινάχθηκαν από 14,6 δισεκατομμύρια δολάρια το 2011 σε 33,1 δισεκατομμύρια δολάρια το 2019, σύμφωνα με τη συμβουλευτική εταιρεία McKinsey.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή