Πώς μπορεί ένας μεγάλος αριθμός κατοικιών, που παλαιότερα ανήκαν στο (ανατολικο)γερμανικό δημόσιο να καταλήγει ουσιαστικά υπό τον έλεγχο ενός αμερικανικού επενδυτικού fund; Γιατί, ολοένα και μεγαλύτερο μέρος των δημόσιων υποδομών, που αφορούν την ενέργεια, τις μεταφορές, τις συγκοινωνίες, τις επικοινωνίες καταλήγουν να βρίσκονται υπό τον έλεγχο ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων; Με ποιον τρόπο ολοένα και περισσότερο ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας και των υλικών όρων αναπαραγωγής της περνάει στον έλεγχο κάποιου διαχειριστή κεφαλαίων; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα με τα οποία ασχολείται το βιβλίο του βρετανού γεωγράφου Brett Christophers, Our Lives in their Portfolios. Why Asset Managers Own the World (Οι ζωές μας στα χαρτοφυλάκιά τους. Γιατί ο κόσμος ανήκει στους διαχειριστές κεφαλαίων), που κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Verso.
Τα επενδυτικά κεφάλαια δεν είναι κάτι το νέο στην ιστορία του καπιταλισμού. Η ανάγκη για θεσμικούς επενδυτές που να συγκεντρώνουν κεφάλαια από διαφορετικούς μεμονωμένες επενδυτές, να διαμορφώνουν έτσι μια κρίσιμη μάζα υπό διαχείριση κεφαλαίων και να μπορούν να κάνουν μεγάλες επενδύσεις, καταγράφηκε από πολύ νωρίς και υπήρξε αναπόσπαστο στοιχείο των κεφαλαιαγορών. Τροφοδοτήθηκε από την ανάπτυξη των μεγάλων συνταξιοδοτικών και ασφαλιστικών ταμείων που αναζητούσαν τρόπους για να τοποθετήσουν τα μεγάλα κεφάλαια που διαχειρίζονταν. Όμως, σε μεγάλο βαθμό αυτό κατευθυνόταν σε διάφορες «ασφαλείς επενδύσεις», κυρίως σε μετοχές εισηγμένων επιχειρήσεων και ομόλογα. Αυτό που ο Κρίστοφερς εντοπίζει ως αλλαγή και αποτελεί τον πυρήνα της έρευνάς του, ήταν η στροφή των επενδυτικών κεφαλαίων προς «πραγματικά» περιουσιακά στοιχεία, δηλαδή κατοικίες, γη, δημόσιες υποδομές.
Η στροφή προς τις υποδομές
Τα στοιχεία που παραθέτει ο Κρίστοφερς εντυπωσιάζουν για το πώς σταδιακά τα μεγάλα επενδυτικά κεφάλαια επενδύουν στη φυσική υποδομή της κοινωνικής αναπαραγωγής. Βοηθούνται σε αυτό από τα μεγάλα κύματα ιδιωτικοποιήσεων αυτών των υποδομών που καταγράφηκαν παγκοσμίως. Ως αποτέλεσμα μεγάλα οικιστικά συμπλέγματα, αυτοκινητόδρομοι, ενεργειακές υποδομές, τηλεπικοινωνιακά δίκτυα μετατράπηκαν σε πεδία επένδυσης, την ώρα που ολοένα και περισσότερο οι νέες επενδύσεις σε τέτοιες υποδομές είναι είτε υπό τη διαχείριση ιδιωτών, είτε αποτελούν συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, δημιουργώντας το φαινομενικό παράδοξο τα κράτη να ξοδεύουν αυξανόμενα ποσά, όμως ο βαθμός στον οποίο οι υποδομές είναι δημόσιες να υποχωρεί. Ακόμη και σχολεία ή νοσοκομεία πλέον κατασκευάζονται με τέτοιους τρόπους.
Ωστόσο, η ισχυρή παρουσία επενδυτικών κεφαλαίων που διεκδικούν να αποκτήσουν και να αξιοποιήσουν τέτοιες υποδομές έχει διάφορες «παρενέργειες». Οι σύνθετες δομές που παίρνουν αυτές οι επενδύσεις αφενός προστατεύουν τα επενδυτικά κεφάλαια από μεγάλο μέρος της υποχρέωσης καταβολής φορολογίας, διευκολύνουν ένα είδος δανεισμού που μέρος του καταλήγει απευθείας στους επενδυτές και βεβαίως μεταφράζεται σε σημαντική μετακύληση του κόστους λειτουργίας των υποδομών αυτών στους ίδιους τους χρήστες: υψηλότερα ενοίκια, ακριβότερη ύδρευση, αποχέτευση και ενέργεια, ακριβότερη στάθμευση, υψηλότερα διόδια. Η συνεχιζόμενη μάχη στο Βερολίνο ενάντια στις αυξήσεις των ενοικίων είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι χρήστες αναγκάζονται να πληρώνουν αυξήσεις αρκετό καιρό πριν τα έργα αυτά παραδοθούν. Όμως, αυτού του είδους οι επενδύσεις σε «πραγματικά» περιουσιακά στοιχεία έχουν πολύ μεγαλύτερη απόδοση για τα επενδυτικά κεφάλαια από τις παραδοσιακές επενδύσεις χαρτοφυλακίου, κάτι που άλλωστε εξηγεί και τη στροφή τους προς τέτοιες τοποθετήσεις.
Ο δημόσιος χαρακτήρας δεν ενισχύεται
Ο Κρίστοφερς επισημαίνει ότι παρά τη στροφή προς τον ενεργητικότερο ρόλο του κράτους στην οικονομία που έφερε η πανδημία αλλά και η ανάγκη αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, με εμβληματική έκφραση τα μεγάλα οικονομικά «πακέτα» της κυβέρνησης Μπάιντεν, εντούτοις αυτό δεν μεταφράζεται σε ενίσχυση του δημόσιου χαρακτήρα των υποδομών. Αντιθέτως, η αυξημένη δημόσια δαπάνη αποτελεί μια ευκαιρία για τα επενδυτικά κεφάλαια που ετοιμάζονται να αποκτήσουν ακόμη μεγαλύτερο μέρος των υλικών υποδομών που αφορούν τις ζωές όλων μας.
Όμως, εδώ αναδεικνύεται και ένα συνολικότερο πρόβλημα. Η ανάδυση της φιγούρας του διαχειριστή κεφαλαίων ως παραδειγματική μορφή του σύγχρονου καπιταλιστή, αποτυπώνει την απόσταση από μια κάπως «μυθοποιημένη» εικόνα του «βιομήχανου-παραγωγού», προς όφελος της πολύ πιο απρόσωπης αντιμετώπισης κάθε επένδυσης απλώς και μόνο με βάση την απόδοσή της, είτε πρόκειται για έναν χρηματοοικονομικό τίτλο είτε πρόκειται για κάτι τόσο υλικό όσο μια κατοικία. Ούτως ή άλλως, η τάση η ιδιοκτησία (και η εξουσία που αυτή συνεπάγεται) να είναι «απρόσωπη» και απομακρυσμένη ενυπήρχε και τώρα με την χρηματιστικοποίηση της οικονομίας γίνεται όλο και πιο έντονη. Όμως, αυτό συνεπάγεται έναν έλεγχο που γίνεται ολοένα και πιο άνισος. Η κοινοτοπία ίσως ότι αποφάσεις σε γραφεία πολύ απομακρυσμένα από τον τόπο που ζούμε (ή ακόμη συνηθέστερα ενδείξεις σε οθόνες…) κρίνουν τις ζωές μας αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία σε μια εποχή που οι ζωές μας κυριολεκτικά σχεδόν αναπαράγονται εντός επενδυτικών χαρτοφυλακίων.
Δημόσιο σημαίνει κοινωνικό
Η μεγαλύτερη πρόοδος στις υλικές συνθήκες ζωής των ανθρώπων και ειδικά το ξεπέρασμα της ανέχειας και της εξαθλίωσης που χαρακτήρισε και τον αναπτυγμένο κόσμο μέχρι και το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, συνέβη όταν θεωρήθηκε ότι η δημόσια οικονομική παρέμβαση, ιδιοκτησία και παροχή κρίσιμων υποδομών και υπηρεσιών, ήταν ταυτόχρονα και κοινωνική, δηλαδή εξυπηρετούσε σκοπούς που αφορούσαν την κοινωνική δικαιοσύνη και πρόοδο. Αυτό ακριβώς που διακυβεύει εδώ και χρόνια η διαρκής πρόταξη του ιδιωτικού.
Πηγή: in.gr