Η Συνθήκη της Λωζάνης αποτελεί τη συγκεφαλαίωση μιας τομής στην ιστορία δύο κρατών.
Για την Ελλάδα ήταν η οριστική ταφόπλακα της Μεγάλης Ιδέας και ταυτόχρονα η κατοχύρωση των εδαφικών κερδών των Βαλκανικών Πολέμων, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα εθνικής ομογενοποίησης που έφερε η ανταλλαγή πληθυσμών.
Για την Τουρκία ήταν ουσιαστικά η γενέθλια στιγμή τ του σύγχρονου τουρκικού κράτους και το οριστικό τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η συνθήκη αποτύπωνε τον συσχετισμό δυνάμεων της στιγμής αλλά και τις αντιλήψεις της εποχής. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ελλάδα μπορεί να είχε ηττηθεί στη Μικρασιατική Εκστρατεία και να είχε απεμπολήσει το όραμα να ενσωματώσει ένα τμήμα της Μικράς Ασίας στην εθνική επικράτεια, αλλά δεν έπαυε να είναι μια χώρα που ανήκε στην πλευρά των νικητών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την ώρα που η Τουρκία μπορεί να ήταν η νικήτρια της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, όμως την ίδια στιγμή δεν έπαυε να αντιμετωπίζεται με σχετική επιφύλαξη, παρότι είχε σπεύσει να αποδεχτεί τη συνέχεια των διαφόρων συμφωνιών των αποικιακών δυνάμεων με την Υψηλή Πύλη.
Την ίδια στιγμή η συνθήκη αποτύπωνε και αντιλήψεις που σήμερα δύσκολα θα γίνονταν αποδεκτές, αλλά τότε – και για αρκετό καιρό μετά – θεωρούνταν ότι έλυναν προβλήματα, όπως ήταν η ανταλλαγή πληθυσμών, πρακτική που σήμερα θα κατατασσόταν στα όρια της εθνοκάθαρσης, αλλά τότε θεωρήθηκε ότι εξασφάλιζε την επιθυμητή εθνική ομοιογένεια στις δύο χώρες.
Βεβαίως, ήδη από τότε υπήρξαν ζητήματα ανοιχτά. Για παράδειγμα το ζήτημα του καθεστώτος των νησιών του βόρειου και ανατολικού Αιγαίου, όπου η Τουρκία εξασφάλισε την πρόβλεψη για μερική αποστρατιωτικοποίηση, καθώς θεωρούσε ότι αποτελούσαν απειλή. Παρ’ όλα αυτά για αρκετά μεγάλο διάστημα οι βασικές προβλέψεις έγιναν σεβαστές. Ας μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα είχε μπροστά της πρώτα την προσπάθεια ενσωμάτωσης των προσφύγων και μετά την εμπειρία της Κατοχής και του Εμφυλίου, ενώ η Τουρκία την προσπάθεια μετασχηματισμού σε σύγχρονο κράτος. Επιπλέον, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο φάνηκε ότι η ένταξη και των δύο χωρών στο δυτικό στρατόπεδο θα επικύρωνε την ισορροπία που αποτύπωνε η συνθήκη.
Όμως, σταδιακά τα πράγματα αποδείχτηκαν κάπως πιο σύνθετα.
Από τη σαφή οριοθέτηση στις «γκρίζες ζώνες»
Τυπικά ο τρόπος που ορίστηκαν τα σύνορα των δύο χωρών και τα εδάφη αποδόθηκαν στις δύο πλευρές δεν αμφισβητήθηκε. Όμως, από ένα σημείο και μετά ξεκίνησε μια συνολικότερη αμφισβήτηση της οριοθέτησης.
Αυτό είχε να κάνει με μια συνολικότερη αλλαγή της τουρκικής στάσης, που τα πρώτα σημάδια μπορούμε να δούμε στη δεκαετία του 1950. Αυτό αρχικά φαίνεται κυρίως στο Κυπριακό, όπου διαμορφώνεται ένα κλίμα στην Τουρκία ότι οι διακανονισμοί του 1923 δεν μπορούν να αποτελέσουν πλέον οδηγό. Εάν αυτό το κλίμα ενός εντονότερου εθνικισμού αποτυπώνεται στη στάση στο Κυπριακό ή στις επιθέσεις κατά της ελληνικής μειονότητας στην Πόλη το 1955 ή αργότερα στην εξώθηση μεγάλου μέρους της μειονότητας. Από τη δεκαετία του 1970 και μετά αυτό θα επεκταθεί και στα ζητήματα που αφορούν τη Συνθήκη της Λωζάνης.
Αποκορύφωμα θα είναι το σχήμα των «γκρίζων ζωνών» όπως κυρίως θα διατυπωθεί στη δεκαετία του 1990. Η βασική τουρκική θέση θα είναι τότε ότι πέραν των νησιών που ρητά αναφέρονταν ή περιγράφονταν στη Συνθήκη της Λωζάνης και τη Συνθήκη των Παρισίων για τα Δωδεκάνησα, όλα τα άλλα αποτελούσαν «γκρίζες ζώνες» προς διευθέτηση, συμπεριλαμβανομένων όχι μόνο βραχονησίδων αλλά και μικρών νησιών.
Στην «Κρίση των Ιμίων» το 1996 οι δύο χώρες θα φτάσουν κοντά στον πόλεμο.
Ταυτόχρονα, από τη δεκαετία του 1970 η Τουρκία θα εγείρει και ένα σύνολο άλλων διεκδικήσεων που αφορούσαν κυριαρχικά δικαιώματα, που δεν αφορούν άμεσα τη συνθήκη της Λωζάνης αλλά μεταγενέστερους διακανονισμούς του διεθνούς δικαίου, όπως είναι το δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα, ο εναέριος χώρος, τα όρια του FIR και βεβαίως τα ζητήματα που αφορούν την υφαλοκρηπίδα και τις ΑΟΖ.
Το ζήτημα των μειονοτήτων
Παρότι βασική πλευρά ήταν η ανταλλαγή των πληθυσμών, εντούτοις η Συνθήκη έφερε τις δύο χώρες αντιμέτωπες με το ζήτημα των μειονοτήτων. Εξ ου και η σαφής αναφορά ότι αντιστοίχως θα σέβονται τα δικαιώματα των μουσουλμανικών και μη μουσουλμανικών μειονοτήτων.
Οι μειονότητες θα οριστούν με βάση το θρήσκευμα, ακολουθώντας εδώ το οθωμανικό σύστημα των μιλέτ, καθώς οποιαδήποτε άλλη εθνοτική προσέγγιση θα δημιουργούσε δισεπίλυτα προβλήματα. Ωστόσο, δεν ήταν απλώς «θρησκευτικές μειονότητες», κάτι ρητό στην περίπτωση των Ελλήνων της Πόλης, της Ίμβρου και της Τενέδου, και πιο σύνθετο στην περίπτωση των Μουσουλμάνων της Θράκης.
Και παρότι οι δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη για κάποιο εγγυητικό ρόλο των χωρών για τις μειονότητας στο έδαφος της άλλης, εντούτοις εμμέσως πλην σαφώς και οι δύο χώρες θα συμπεριφερθούν με αυτόν τον τρόπο.
Η πρόβλεψη περί αμοιβαιότητας που μπορεί να συναχθεί από τη συνθήκη, σε ορισμένες περιπτώσεις ερμηνεύθηκε ως δυνατότητα αντιποίνων (αν και η εγκατάλειψη από τη δεκαετία του 1990 και μετά των διοικητικών μέτρων σε βάρος της μειονότητας στη Θράκη από την ελληνική πλευρά, σήμαινε και έμπρακτη εγκατάλειψη μιας τέτοιας ερμηνείας της αμοιβαιότητας).
Από την άλλη, η Τουρκία δεν θα σταματήσει να θεωρεί ότι μπορεί να «εκπροσωπεί» τη μειονότητα της Θράκης ως «εθνικό κέντρο», με διάφορες παρεμβάσεις.
Η αποστρατιωτικοποίηση
Η επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα οδηγήσει, ιδίως μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο στην επιλογή της επαναστρατιωτικοποίησης των νησιών, με επίκληση του δικαιώματος στην προάσπιση της κυριαρχίας. Έκτοτε η Τουρκία θα αναδεικνύει διαρκώς το θέμα για να καταδείξει μια υποτιθέμενη ελληνική «παραβατικότητα».
Πιο πρόσφατα θα πάει ένα βήμα παρακάτω, υποστηρίζοντας ότι εφόσον η Ελλάδα δεν τηρεί την πρόβλεψη της αποστρατιωτικοποίησης, τότε τίθεται θέμα απώλειας της κυριαρχίας, παραβλέποντας ότι η κυριαρχία είναι μια μη αντιστρέψιμη συνθήκη και ότι ακόμη και εάν υποτεθεί ότι όντως παραβιάζεται η πρόβλεψη (στον όποιο βαθμό μπορεί να τεθεί αυτό δεδομένου ότι οι προβλέψεις για «αποστρατιωτικοποίηση» ανήκουν σε μια άλλη εποχή του διεθνούς δικαίου και δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν υπέρτερες του πυρήνα της κυριαρχίας), αυτό δεν αναιρεί την ελληνική κυριαρχία στα νησιά.
Το μέλλον της συνθήκης
Σε διάφορες στιγμές η Τουρκία φάνηκε να θεωρεί ότι η αντίληψή της για τον διάλογο με την Ελλάδα έχει ως αφετηρία ότι «όλα είναι στο τραπέζι» και όλα συζητιούνται, σε αντιδιαστολή με τη θέση της ελληνικής διπλωματίας ότι μόνο τα ζητήματα που αφορούν την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας (και της ΑΟΖ) είναι προς διαπραγμάτευση με προσφυγή στη Χάγη.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η Τουρκία αρνείται την ισχύ της Συνθήκης ή επιθυμεί την αναθεώρησή της, αλλά ότι επιμένει στη δική της ερμηνεία στο συνδυασμό με τη δική της ερμηνεία ευρύτερα του διεθνούς δικαίου (και ειδικά του δικαίου της θάλασσας), με έναν τρόπο που ισοδυναμεί τελικά με συνολική αναθεώρηση του πλαισίου που διέπει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Η ελληνική πλευρά έχει κάνει κατ’ επανάληψη σαφές ότι επιμένει στη συνθήκη ως αφετηρία και ως θεμέλιο για οποιονδήποτε διάλογο, ακόμη και όταν εμμέσως αποδέχεται ότι ο διάλογος δεν μπορεί να περιοριστεί στις ΑΟΖ.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι παρά τον έναν αιώνα που πέρασε από όταν υπογράφηκε, η Συνθήκη της Λωζάνης θα είναι εδώ για αρκετό καιρό ακόμη.