Με αστερίσκους και κινδύνους είναι «στρωμένος» ο δρόμος της ανάκαμψης και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας «χτυπά καμπανάκια»- μέσω της συνέντευξής του στον Ο.Τ. – για την ανάγκη θωράκισης της ελληνικής οικονομίας. Από το δεύτερο τρίμηνο αναμένεται σταδιακή άνοδος της οικονομικής δραστηριότητας, όμως ο διοικητής προειδοποιεί πως «η αύξηση των πτωχεύσεων επιχειρήσεων, της ανεργίας» και «η διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων τόσο μεταξύ των χωρών όσο και μεταξύ νοικοκυριών στο εσωτερικό των χωρών θα απασχολήσουν την παγκόσμια και ελληνική οικονομία την επαύριο της πανδημίας».

Μέσω του Ο.Τ. ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας περιγράφει έναν οδικό χάρτη προκειμένου να μετριαστεί ο κίνδυνος εγκλωβισμού σε μια κατάσταση μακροχρόνιας οικονομικής στασιμότητας και απευθύνει έκκληση για εγρήγορση και συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων της χώρας. Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, η Ελλάδα μπορεί να θωρακιστεί μέσω των μεταρρυθμίσεων, μιας λελογισμένης μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής πολιτικής, με την άμεση και συνολική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με την εφαρμογή του νέου πτωχευτικού κώδικα και τη διευκόλυνση των ιδιωτών στην αποπληρωμή των χρεών τους, έτσι ώστε να έχουμε εξυγίανση του ιδιωτικού χρέους συνολικά και ενίσχυση της ανθεκτικότητας της οικονομίας σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς.  Η διαδικασία απόσυρσης της κρατικής στήριξης την επόμενη περίοδο θα πρέπει να συνδυαστεί με τη σταδιακή επιστροφή σε θετικούς και ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Η συνέντευξη αναλυτικά:

Κύριε διοικητά, ποιες είναι οι νεότερες εκτιμήσεις σας για τον δημοσιονομικό αντίκτυπο της πανδημικής κρίσης;

Η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική είναι απαραίτητη για τον μετριασμό των πρωτόγνωρων επιπτώσεων της πανδημίας. Το μέγεθος του δημοσιονομικού πακέτου στήριξης της οικονομίας αποσκοπεί στο να αποτρέψει μια βαθιά ύφεση, που θα μπορούσε να έχει μονιμότερα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά, χωρίς ωστόσο να τίθεται σε κίνδυνο η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών μεσοπρόθεσμα.

Τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης, ύψους 11,2% του ΑΕΠ, που εφαρμόστηκαν εντός του 2020, και η ύφεση οδήγησαν σε απότομη μεταστροφή του δημοσιονομικού πρωτογενούς αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης από πλεόνασμα το 2019 σε έλλειμμα και, σε συνδυασμό με τη μεγάλη πτώση του ονομαστικού προϊόντος, σε σημαντική αύξηση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ. Πιο συγκεκριμένα, η ΤτΕ εκτιμά ότι το 2020 το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης – σε όρους ενισχυμένης εποπτείας – θα διαμορφωθεί στο 7% του ΑΕΠ, έναντι πλεονάσματος ύψους 3,6% του ΑΕΠ το 2019. Για το 2021, η αβεβαιότητα παραμένει αυξημένη ενόσω διατηρούνται τα περιοριστικά μέτρα και κατά συνέπεια η δημοσιονομική πολιτική έχει ήδη συμπληρωθεί με νέες επεκτατικές παρεμβάσεις, οι οποίες επιβαρύνουν περαιτέρω το προβλεπόμενο δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Το ύψος των παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση της πανδημίας εκτιμάται πλέον σε 7,4% του ΑΕΠ το 2021 (σχεδόν διπλάσιο σε σχέση με αυτό που προβλεπόταν στην Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού 2021). Συνεπώς, το 2021 το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί σε 5,3% του ΑΕΠ, έναντι πρόβλεψης 3,9% του ΑΕΠ στην Εισηγητική Έκθεση.

Το δημόσιο χρέος εκτιμάται ότι αυξήθηκε σε 205% του ΑΕΠ το 2020, από 180,5% του ΑΕΠ το 2019, πρωτίστως λόγω του “αποτελέσματος χιονοστιβάδας”, δηλαδή της διαφοράς μεταξύ του μεσοσταθμικού επιτοκίου εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους και του ρυθμού μεταβολής του ονομαστικού ΑΕΠ.  Η μεγάλη αύξηση του δημόσιου χρέους είναι ένα γενικευμένο φαινόμενο σε όλες τις προηγμένες οικονομίες εξαιτίας της ύφεσης και του αποπληθωρισμού, αλλά και λόγω της μεγάλης αύξησης του κρατικού δανεισμού για τη χρηματοδότηση των επεκτατικών δημοσιονομικών πολιτικών για την προστασία της ιδιωτικής οικονομίας. Στις υπερχρεωμένες πάντως οικονομίες όπως η ελληνική, η δυναμική του δημόσιου χρέους είναι ένα ζήτημα που μακροπρόθεσμα επηρεάζει την αναπτυξιακή δυναμική και τη δημοσιονομική βιωσιμότητα. Ωστόσο, η συμπερίληψη των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, αν και εξακολουθούν να υπολείπονται της επενδυτικής βαθμίδας, στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων λόγω πανδημίας της ΕΚΤ και η αποδοχή τους ως εξασφαλίσεων στις πράξεις αναχρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών από το Ευρωσύστημα, καθώς και οι θετικές εξελίξεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, συνέβαλαν στην αδιάλειπτη πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές κεφαλαίων και στην περαιτέρω μείωση των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων.

Η διαδικασία απόσυρσης της κρατικής στήριξης την επόμενη περίοδο θα πρέπει να συνδυαστεί με τη σταδιακή επιστροφή σε θετικούς και ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, ώστε να μετριαστεί ο κίνδυνος εγκλωβισμού σε μια κατάσταση μακροχρόνιας οικονομικής στασιμότητας με διαρκείς αποπληθωριστικές πιέσεις. Ωστόσο, θα πρέπει η δημοσιονομική επέκταση να παραμείνει προσωρινή και στοχευμένη και το ταμειακό απόθεμα να διατηρηθεί σε υψηλό επίπεδο. Δεδομένων των παραπάνω και σε συνδυασμό με το ευνοϊκό προφίλ αποπληρωμών του χρέους, εκτιμάται ότι η μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους δεν τίθεται σε κίνδυνο, παρά το γεγονός ότι μεσοπρόθεσμα τόσο ο λόγος του χρέους προς ΑΕΠ όσο και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες αναμένεται να αυξηθούν σημαντικά σε σχέση με τις προ της πανδημίας εκτιμήσεις.

Την επαύριο της πανδημίας, η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει και πάλι να εστιάσει στη σταδιακή μείωση των ελλειμμάτων και στην αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας, με κύριο μοχλό την ανάπτυξη, ώστε να εξασφαλιστεί η μακροχρόνια βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Η ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων, ως επιταχυντή της ανάπτυξης, καθώς και η ταχύτερη προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, δύνανται να συμβάλουν καθοριστικά προς το σκοπό αυτό. Η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης αποτελεί μεγάλη ευκαιρία προς αυτή την κατεύθυνση και κρίνεται καθοριστικής σημασίας.

Παρά τη μεγάλη αύξηση των καταθέσεων, οι πιστώσεις στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις δίνονται με το σταγονόμετρο. Πότε θα μπορέσουν τελικά οι τράπεζες να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία; Aρκεί το σχέδιο «Ηρακλής» για να απαλλαγούν από τον βραχνά των κόκκινων δανείων; Σε ποιο στάδιο βρίσκεται η υπόθεση της «κακής τράπεζας» και γιατί επιμένετε σε αυτήν;

Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, είτε για λόγους πρόνοιας είτε λόγω αναγκαστικής αποταμίευσης, πράγματι παρατηρήθηκε ισχυρή εισροή καταθέσεων. Πιο σημαντικό ωστόσο είναι το γεγονός ότι  το Ευρωσύστημα, δηλαδή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες μεταξύ των οποίων και η Τράπεζα της Ελλάδος, παρέχουν άφθονη χρηματοδότηση στις τράπεζες, με επιδοτούμενο ουσιαστικά επιτόκιο, με στόχο την ενίσχυση της χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα. Λειτουργώντας λοιπόν υπό βελτιωμένες συνθήκες ρευστότητας, οι τράπεζες έχουν αυξημένη δυνατότητα παροχής πιστώσεων και ως ένα βαθμό αυτό αντανακλάται και στα μεγέθη χρηματοδότησης.

Ενδεικτικά να αναφέρω ότι ο ετήσιος ρυθμός ανόδου της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα διαμορφώθηκε το 2020 σε θετικό επίπεδο κατά μέσο όρο (1,2%) έναντι ελαφρά αρνητικού ρυθμού το 2019. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά ουσιαστικά την ενίσχυση της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, όπου ο ετήσιος ρυθμός ανόδου διαμορφώθηκε σε 5,6% κατά μέσο όρο το 2020, λόγω και των προγραμμάτων που διαχειρίζεται η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα. Αντίθετα, ο αντίστοιχος ρυθμός προς τα νοικοκυριά παρέμεινε σε αρνητικό έδαφος και κατά το 2020.

Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τις δυνατότητες των τραπεζών από άποψη ρευστότητας θα ήθελα να δω την παροχή περισσότερων πιστώσεων προς την οικονομία. Βέβαια, η προοπτική μελλοντικών ροών μη εξυπηρετούμενων δανείων λειτουργεί περιοριστικά στην παροχή νέων τραπεζικών δανείων, ιδιαίτερα προς τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που φέρουν και υψηλότερο κίνδυνο. Το πρόβλημα όπως αντιλαμβάνεστε γίνεται μεγαλύτερο από τη στιγμή που οι ελληνικές τράπεζες είναι ήδη επιβαρυμένες με ένα πολύ υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Για το λόγο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος εδώ και χρόνια ζητά μετ’ επιτάσεως την αξιοποίηση λύσεων για να ξεκαθαρίσει ο ισολογισμός των ελληνικών τραπεζών από τα «κόκκινα» δάνεια και να μπορέσουν οι τράπεζες να αυξήσουν ακόμα περισσότερο τις πιστώσεις προς την οικονομία.

Όπως έχω αναφέρει και στο παρελθόν, το σχέδιο ‘Ηρακλής’ έχει αναμφισβήτητα σημαντική συνεισφορά στη μείωση των ΜΕΔ. Το Ελληνικό Δημόσιο παρέχει την κρατική εγγύηση στους ανώτερους τίτλους (senior notes) με πιστοληπτική διαβάθμιση ΒΒ- κατ’ ελάχιστον, και μέσω της ανάληψης αυτού του κινδύνου διευκολύνει καθοριστικά τις πωλήσεις των κόκκινων δανείων μέσω τιτλοποιήσεων. Ενδεικτικά, έχει ήδη επιτυχώς ολοκληρωθεί η συναλλαγή μέσω του Ηρακλή μίας συστημικής τράπεζας συνολικού ύψους δανείων περίπου 7 δισεκ. ευρώ έναντι παροχής εγγύησης 2,4 δισεκ. ευρώ, ενώ όταν ολοκληρωθούν και οι υπόλοιπες συναλλαγές, θα έχουν επιτευχθεί πωλήσεις δανείων 31 δισεκ. ευρώ με την παροχή εγγυήσεων ύψους 11,6 δισεκ. ευρώ.

Το αν αρκεί η όχι το εν λόγω σχέδιο εξαρτάται από τις πραγματικές ζημιές από την πανδημία -όταν αυτές εμφανιστούν, ιδίως μετά το πέρας της στήριξης κράτους και τραπεζών στους δανειολήπτες- αλλά και από την πρόοδο στην υλοποίηση των επιχειρηματικών πλάνων των τραπεζών. Όπως ανακοίνωσαν πρόσφατα οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, φιλοδοξούν να βρίσκονται σε μονοψήφιο δείκτη ΜΕΔ έως τα τέλη του τρέχοντος έτους ή στις αρχές του επόμενου. Ευχή όλων η συστημική λύση Ηρακλής να είναι επαρκής, ιδίως μετά την πρόσφατη παράταση που έλαβε για άλλους 18 μήνες με αντίστοιχη αύξηση του ύψους των κρατικών εγγυήσεων, και οι τράπεζές μας να πετύχουν την ταχύτερη δυνατή εξυγίανση του ισολογισμού τους με την επίτευξη δείκτη ΜΕΔ κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο (2,6% με στοιχεία 31.12.20).

Αναφορικά με την εταιρεία διαχείρισης στοιχείων του ενεργητικού (AMC), έχουμε καταθέσει από τα τέλη του προηγούμενου έτους την πρότασή μας στην ελληνική κυβέρνηση, η οποία έχει και την τελική ευθύνη των αποφάσεων για την υιοθέτηση οποιασδήποτε συστημικής λύσης για τα κόκκινα δάνεια. Ο λόγος για τον οποίο θεωρήσαμε αναγκαία την πρότασή μας είναι επειδή αντιμετωπίζει το πρόβλημα των ΜΕΔ ταυτόχρονα με αυτό του υψηλού ποσοστού της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης στα κεφάλαια των τραπεζών και με τον τρόπο αυτό αποτελεί τη βέλτιστη λύση για τον Έλληνα φορολογούμενο.

Είναι έτοιμα τα πιστωτικά ιδρύματα να διαδραματίσουν τον κρίσιμο ρόλο που τους αναλογεί στην αξιοποίηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης; Ποια είναι η ενδεδειγμένη συνταγή, προκειμένου να ανταποκριθούν με επιτυχία στην αποστολή τους;

Ο ρόλος των τραπεζών στην αξιοποίηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης θα είναι κομβικός. Και αυτό διότι οι τράπεζες θα κληθούν να αξιολογήσουν τη βιωσιμότητα των επενδυτικών έργων που θα χρηματοδοτηθούν από αυτούς τους πόρους και ακολούθως να συνδράμουν μέσω μόχλευσης στα περίπου 12,7 δισεκ. ευρώ δάνεια που προβλέπεται να χορηγηθούν για τη χρηματοδότηση ιδιωτικών έργων.

Εκτιμώ ότι οι τράπεζες έχουν αναδιοργανωθεί σε σημαντικό βαθμό τα τελευταία χρόνια, έχουν βελτιώσει σημαντικά τις δομές λειτουργίας τους και έχουν το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό και τις τεχνολογικές υποδομές για να αντεπεξέλθουν στον κρίσιμο αυτό ρόλο.

Ως ενδεδειγμένη συνταγή που με ρωτάτε θα έλεγα ότι αυτή είναι απλά η εφαρμογή των κανόνων εποπτείας. Δηλαδή η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης στη βάση αμιγώς τραπεζικών κριτηρίων. Και το πρόσφατο παρελθόν δείχνει ότι μπορούν να το κάνουν και να μοχλεύσουν με αξιόλογο βαθμό τους διαθέσιμους πόρους. Ενδεικτικά να αναφέρω ότι κατά τη διάρκεια του 2020, στο πρόγραμμα εγγυοδοσίας της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, οι τράπεζες μόχλευσαν τις διαθέσιμες εγγυήσεις κατά περίπου 3,1 φορές για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και κατά περίπου  4,2 φορές για τις μεγάλες επιχειρήσεις. Αν οι τάσεις αυτές ακολουθηθούν και στους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης εκτιμάται ότι η ελληνική οικονομία θα δεχθεί μία σημαντική ένεση χρηματοδότησης η οποία θα έχει προφανώς πολλαπλασιαστικά οφέλη, ιδίως δε αν λάβουμε υπόψη ότι οι πόροι προβλέπεται να κατευθυνθούν σε δυναμικούς τομείς στους οποίους ως χώρα έχουμε ανάγκη να αναπτύξουμε, δηλαδή την Πράσινη Ανάπτυξη, την Ψηφιακή Τεχνολογία, την Καινοτομία.

Eκτιμάτε ότι το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης είναι ικανό να αλλάξει το παραγωγικό υπόδειγμα της χώρας και να θεραπεύσει τις χρόνιες παθογένειες; Θα επιτευχθεί ο στόχος της εξωστρέφειας; Ποιες είναι οι προϋποθέσεις;

Η πανδημία του κορωνοϊού ανέκοψε την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την οδήγησε, το 2020, σε βαθιά ύφεση, αποπληθωρισμό, αναβολή επενδυτικών αποφάσεων, μείωση του εργατικού δυναμικού, επιδείνωση της δημοσιονομικής της θέσης και αύξηση του πιστωτικού κινδύνου που μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση, του υψηλού σε σχέση με τους ευρωπαίους εταίρους, αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων το 2021. Τα προβλήματα αυτά προστέθηκαν στις χρόνιες παθογένειες που αντιμετώπιζε η ελληνική οικονομία πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, δηλαδή τη διεύρυνση της απόκλισης έναντι του πυρήνα της ευρωζώνης, το μεγάλο επενδυτικό κενό, τη χαμηλή διαρθρωτική διεθνή ανταγωνιστικότητα, την υψηλή διαρθρωτική ανεργία, τον αργό ψηφιακό μετασχηματισμό, το υψηλό επίπεδο της φοροδιαφυγής, τη χαμηλή αποδοτικότητα του δημόσιου τομέα, την αργή απονομή της δικαιοσύνης και την προβλεπόμενη δημογραφική κάμψη λόγω της γήρανσης του πληθυσμού.

Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, που ανέρχονται σε 30,5 δισεκατομμύρια ευρώ και αφορούν επιχορηγήσεις και δάνεια για την περίοδο 2021-2026, είναι ζωτικής σημασίας για την αύξηση των επενδύσεων, τη βιώσιμη ανάκαμψη, την αντιμετώπιση των χρόνιων παθογενειών και την ενίσχυση της εξωστρέφειας της οικονομίας. Οι δράσεις που περιγράφονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΕΣΑΣ) και αφορούν την πράσινη μετάβαση, τον ψηφιακό μετασχηματισμό του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, την ενίσχυση της απασχόλησης, της κατάρτισης και της κοινωνικής συνοχής καθώς και την αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και ταυτίζονται με προτάσεις που κατά καιρούς έχει υποβάλλει η Τράπεζα της Ελλάδος μέσα από τις περιοδικές της εκθέσεις.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η πλήρης εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας μπορεί να αυξήσει το επίπεδο του πραγματικού ΑΕΠ κατά 6,9% έως το 2026. Αυτό συνεπάγεται θετική συμβολή στο ρυθμό ανάπτυξης του πραγματικού ΑΕΠ κατά περίπου 1,15 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο κάθε χρόνο για την περίοδο 2021-2026. Επιπλέον, οι ιδιωτικές επενδύσεις μπορούν να αυξηθούν κατά περίπου 20% το 2026 και η απασχόληση κατά 4%. Αυτό μεταφράζεται σε δημιουργία επιπλέον 180 έως 200 χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας έως το 2026 και σε διεύρυνση της φορολογικής βάσης οδηγώντας σε άνοδο του λόγου φορολογικών εσόδων προς ΑΕΠ κατά 2,8 ποσοστιαίες μονάδες το 2026. Ως αποτέλεσμα, βελτιώνεται το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης, δημιουργώντας έτσι πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο.

Οι συνολικές επιδράσεις του Σχεδίου στην οικονομία μπορούν να διαχωριστούν: (α) στην επίδραση των επιχορηγήσεων και των δανείων και (β) στην επίδραση των μεταρρυθμίσεων οι οποίες ενισχύουν τον ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντος, αυξάνουν το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό καθώς και τη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής. Ωστόσο, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις έχουν τη δυνατότητα να οδηγήσουν σε μόνιμη αύξηση της παραγωγικής ικανότητας και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Ειδικότερα, τα επίπεδα του πραγματικού ΑΕΠ και της απασχόλησης αναμένεται να αυξηθούν περίπου 6% και 4%, αντίστοιχα, σε βάθος 20ετίας. Ενώ και η φορολογική βάση αυξάνεται κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες σε μόνιμη βάση.

Οι εκτιμήσεις μας για τις επιπτώσεις των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην οικονομία θα πρέπει να εκληφθούν μόνο ως το κατώτατο όριο της επίδρασης των μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Αυτό οφείλεται στο ότι οι μεταρρυθμίσεις που αυξάνουν την αποτελεσματικότητα του δημοσίου τομέα μέσω της ψηφιοποίησης, που βελτιώνουν την ποιότητα της διακυβέρνησης, που ενισχύουν το κράτος δικαίου και την αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν. Σε κάθε περίπτωση όμως, η υλοποίησή τους αναμένεται να οδηγήσει σε πρόσθετη άνοδο του πραγματικού ΑΕΠ στη μακροχρόνια περίοδο.

Βασική προϋπόθεση για τα ανωτέρω είναι η αξιοποίηση του συνόλου της προβλεπόμενη χρηματοδότησης και η πλήρης εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που συνδέονται με το ΕΣΑΣ. Αναμφισβήτητα, η ποιότητα και η αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης είναι καθοριστικοί παράγοντες για την επιτυχή αξιοποίηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Στο πλαίσιο αυτό, η σύσταση στο Υπουργείο Οικονομικών της Ειδικής Υπηρεσίας Συντονισμού του Ταμείου Ανάκαμψης αποτελεί θετικό βήμα και θα συμβάλλει στον αποτελεσματικό σχεδιασμό και την παρακολούθηση της υλοποίησης των δράσεων του ΕΣΑΣ. Επιπλέον, η καλύτερη αξιοποίηση των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης και η κινητοποίηση πρόσθετων ιδιωτικών πόρων απαιτούν τη συμμετοχή εγχώριων εμπορικών τραπεζών, της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας και διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών (όπως η ΕΤΕπ) που έχουν την τεχνογνωσία όσον αφορά την επιλογή των πλέον αποδοτικών ιδιωτικών επενδυτικών σχεδίων. Παράλληλα, οι ελληνικές εταιρείες θα πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους μέσω συνεργασιών, εξαγορών και συγχωνεύσεων και να επεκτείνουν τις συνεργασίες τους με μεγάλες εταιρείες από το εξωτερικό προκειμένου να υλοποιήσουν φιλόδοξα επενδυτικά προγράμματα που θα μπορούν να χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης.

Tι κινδύνους εγκυμονούν για την Ελλάδα οι καθυστερήσεις στην εκταμίευση των κεφαλαίων του Ταμείου και σε ποιο βαθμό επηρεάζουν τις προβλέψεις για το φετινό ρυθμό ανάκαμψης;

Οι επενδυτικοί πόροι που αναμένεται να κινητοποιηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης την επόμενη εξαετία προσφέρουν μια μοναδική ευκαιρία για την Ελλάδα όχι μόνο να επουλώσει τις οικονομικές πληγές της πανδημίας, αλλά κυρίως να επιταχύνει και να ολοκληρώσει τον παραγωγικό, τεχνολογικό και θεσμικό μετασχηματισμό της. Η διαχείριση και βέλτιστη αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων και η υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων αποτελούν ίσως τη μεγαλύτερη πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει σήμερα η δημόσια διοίκηση.

Οποιαδήποτε καθυστέρηση στην εκταμίευση των κεφαλαίων από το Ταμείο Ανάκαμψης θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο την ανάκαμψη του ΑΕΠ και της απασχόλησης φέτος. Επίσης θα έκανε ακόμα πιο ασφυκτικό το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης των επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων, με πρόσθετες αρνητικές επιδράσεις μεσομακροπρόθεσμα. Ειδικά ο Ευρωπαϊκός Νότος που επλήγη σφοδρότερα από την κρίση της πανδημίας χρειάζεται επειγόντως αυτά τα κεφάλαια το συντομότερο δυνατόν. Συνεπώς είναι καθοριστικής σημασίας να αρθούν άμεσα τα εμπόδια που ετέθησαν από το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο όσον αφορά την έκδοση ευρωπαϊκού χρέους και να εγκριθεί από τα εθνικά κοινοβούλια η απόφαση για τους ιδίους πόρους της ΕΕ, ώστε να μπορέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να δανειστεί εγκαίρως τα κεφάλαια από τις αγορές.

To τελευταίο διάστημα εντείνονται οι ανησυχίες εξαιτίας της αύξησης των πληθωριστικών προσδοκιών. Είναι ορατός ο κίνδυνος τα πρωτοφανή μέτρα στήριξης να γυρίσουν τελικά «μπούμερανγκ» για την παγκόσμια οικονομία; Πώς πρέπει να προφυλαχθεί η Ελλάδα απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο;

Πράγματι οι προοπτικές ταχύτερης ανάκαμψης, καθώς προχωρούν οι εμβολιασμοί και αίρονται τα περιοριστικά μέτρα, σε συνδυασμό με την τόνωση της ζήτησης από τα πρωτοφανή μέτρα δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής παγκοσμίως, έχουν εντείνει τις πληθωριστικές προσδοκίες και τις ανησυχίες για μια απότομη αύξηση των επιτοκίων, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ με κίνδυνο διάχυσης στον υπόλοιπο κόσμο. Μολονότι η ενίσχυση του πληθωρισμού και η αύξηση των επιτοκίων ισορροπίας παραμένουν το ζητούμενο σε πολλές προηγμένες οικονομίες, μια υπερθέρμανση της οικονομικής δραστηριότητας και επίμονος πληθωρισμός σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από τους στόχους των κεντρικών τραπεζών, θα κινητοποιούσε τη συστολή της νομισματικής πολιτικής, αυξάνοντας το κόστος δανεισμού και εξυπηρέτησης του χρέους, και οδηγώντας πιθανώς σε χρηματοπιστωτική διαταραχή, κρίσεις δημοσίου χρέους και μεγάλο κύμα πτωχεύσεων στον ιδιωτικό τομέα.

Προς το παρόν ένας τέτοιος κίνδυνος είναι μάλλον απόμακρος. Η αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων φαίνεται ελεγχόμενη, και σε αρκετές περιπτώσεις όπως στη ζώνη του ευρώ συγκρατημένη. Ταυτόχρονα, η ανάγκη για συνέχιση της δημοσιονομικής και νομισματικής στήριξης παραμένει μεγάλη τόσο για την επανεκκίνηση των οικονομιών όσο και την αποφυγή μόνιμων επιπτώσεων από την κρίση της πανδημίας στο δυνητικό προϊόν.

Θα πρέπει ωστόσο να υπάρχει αυξημένη εγρήγορση από τους ασκούντες οικονομική πολιτική και ένα ξεκάθαρο σχέδιο επιστροφής στην κανονικότητα καθώς οι οικονομίες θα ανακάμπτουν. Μεγάλη σημασία έχει η ανεξαρτησία και η αξιοπιστία των κεντρικών τραπεζών, οι οποίες μπορούν και πρέπει να προλάβουν την πιθανότητα απότομης αύξησης του κόστους δανεισμού, είτε στο πλαίσιο των μη συμβατικών τους εργαλείων όπως τα προγράμματα αγοράς τίτλων, είτε με έγκαιρη και σαφή επικοινωνία των προθέσεών τους. Η αύξηση των επιτοκίων θα πρέπει να συμβαδίζει με την αύξηση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης.

Η Ελλάδα δεν μπορεί να επηρεάσει τις εξελίξεις στα παγκόσμια επιτόκια, λόγω του μικρού μεγέθους της οικονομίας της. Μπορεί όμως να θωρακιστεί με διάφορους τρόπους. Καταρχάς μπορεί να περιορίσει τον κίνδυνο που σχετίζεται με τη χώρα και συνεπώς το spread επί του επιτοκίου δανεισμού της, μέσω μεταρρυθμίσεων και μιας λελογισμένης μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής πολιτικής, η οποία θα διορθώσει τα μεγάλα πρωτογενή ελλείμματα που έχουμε σήμερα. Σημαντική είναι επίσης η άμεση και συνολική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η εφαρμογή του νέου πτωχευτικού κώδικα και η διευκόλυνση των ιδιωτών στην αποπληρωμή των χρεών τους, έτσι ώστε να έχουμε εξυγίανση του ιδιωτικού χρέους συνολικά και ενίσχυση της ανθεκτικότητας της οικονομίας σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς.

Διαβλέπετε τον κίνδυνο επιστροφής του «πολιτικού κινδύνου» στη χώρα μας;

Η χώρα  μας επηρεάζεται άμεσα από την εξέλιξη της παγκόσμιας και ειδικότερα της ευρωπαϊκής οικονομίας καθώς και από τους κινδύνους που επηρεάζουν την παγκόσμια οικονομία οι οποίοι συνδέονται με την μελλοντική πορεία της πανδημίας. Όπως προανέφερα, η πανδημία  δημιούργησε αρκετά νέα προβλήματα και επιδείνωσε πολλά από τα προβλήματα και τις προ-υπάρχουσες παθογένειες που αντιμετώπιζε η ελληνική οικονομία.

Ωστόσο, με το πέρας της πανδημίας και την άρση των μέτρων στήριξης η ελληνική οικονομία θα έχει να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο ενός αριθμού πτωχεύσεων μη βιώσιμων, μικρών κυρίως, επιχειρήσεων. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση της ανεργίας, σε δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων και σε αυξημένους δημοσιονομικούς κινδύνους εξαιτίας της κατάπτωσης κρατικών εγγυήσεων, της οριστικής διαγραφή χρεών προς το Δημόσιο και της εισοδηματικής στήριξης στους εργαζομένους. Τα παραπάνω θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τον χρηματοπιστωτικό τομέα και να επιβραδύνουν την επιστροφή στη δημοσιονομική ισορροπία. Παράλληλα, η χώρα μας αντιμετωπίζει κινδύνους που συνδέονται και με ενδεχόμενη συνέχιση ή και ένταση της γεωπολιτικής αστάθειας στη ΝΑ Μεσόγειο, λόγω της Τουρκίας.

Οι παραπάνω κίνδυνοι απαιτούν εγρήγορση και συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων της χώρας. Το ίδιο όμως απαιτεί και η μεγάλη ευκαιρία για τον παραγωγικό μετασχηματισμό της οικονομίας που ονομάζεται Ταμείο Ανάκαμψης. Η αίσθησή μου είναι ότι οι πολιτικές δυνάμεις, παρά τις όποιες διαφωνίες, θα δώσουν έμφαση στην επούλωση των πληγών της κρίσης και στην ανάκαμψη της οικονομίας παραμένοντας προσηλωμένες στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας.

Κύριε διοικητά, η επιτάχυνση των εμβολιασμών από τη μια πλευρά προδιαγράφει μια περισσότερο αισιόδοξη εικόνα για το μέλλον. Από την άλλη, υπάρχει πληθώρα αβεβαιοτήτων, όπως τις περιγράψατε αναλυτικά στην πρόσφατη έκθεσή σας. Ποιο πιστεύετε ότι θα είναι το τοπίο στην ελληνική αλλά κα την παγκόσμια οικονομία μετά την «αποσωλήνωση»;

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η πανδημία και η διατήρηση των περιοριστικών μέτρων είχαν ως αποτέλεσμα την κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας το πρώτο τρίμηνο του έτους. Ωστόσο, η επιτάχυνση των εμβολιασμών και η σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων αναμένεται να συμβάλλουν στην σταδιακή άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας από το β’ τρίμηνο του έτους. Επιπλέον, η προσδοκώμενη ανάκαμψη του τουρισμού και η αξιοποίηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης από το γ’ τρίμηνο του έτους καθώς και η διατήρηση των μέτρων στήριξης προβλέπεται να οδηγήσουν σε αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 4,2% το 2021 και κατά 4,8% το 2022.

Όσον αφορά την παγκόσμια οικονομία, σύμφωνα με τις πρόσφατες εκτιμήσεις του ΔΝΤ, μετά τη συρρίκνωση κατά 3,3% το 2020 αναμένεται να αναπτυχθεί με ρυθμό 6% το 2021 και 4,4% το 2022 εξαιτίας της δημοσιονομικής στήριξης σε μεγάλες ανεπτυγμένες οικονομίες, όπως οι ΗΠΑ, και της αναμενόμενης ταχύτερης ανάκαμψης το δεύτερο εξάμηνο του 2021 λόγω της επιτάχυνσης των εμβολιασμών. Ωστόσο,  οι περιορισμένες δυνατότητες των αναδυόμενων και αναπτυσσόμενων οικονομιών να λάβουν δημοσιονομικά μέτρα, λόγω έλλειψης του απαραίτητου δημοσιονομικού χώρου και αδυναμίας περαιτέρω δανεισμού, σε συνδυασμό με την άνιση πρόσβασή τους στα εμβόλια, αποτελούν τροχοπέδη για την ανάσχεση της υγειονομικής κρίσης και ενισχύουν το ενδεχόμενο μιας “μεγάλης απόκλισης” μεταξύ των χωρών, με αρνητικές επιπτώσεις για την ομαλή πορεία ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας.

Η εξάπλωση των μεταλλάξεων του κορωνοϊού, οι νέες καθυστερήσεις στο εμβολιαστικό πρόγραμμα που συνδέονται με ανησυχίες για πιθανές παρενέργειες των εμβολίων και οι επιπτώσεις τους στις οικονομικές και χρηματοοικονομικές συνθήκες εξακολουθούν να αποτελούν πηγές αβεβαιότητας και αυξημένου κινδύνου.

Την επαύριο της πανδημίας τα ζητήματα που θα απασχολήσουν την παγκόσμια και ελληνική οικονομία είναι: α) η αύξηση των πτωχεύσεων επιχειρήσεων και της ανεργίας και β) η διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων τόσο μεταξύ των χωρών όσο και μεταξύ νοικοκυριών στο εσωτερικό των χωρών. Σημειώνεται ότι οι νέοι, οι γυναίκες, οι εργαζόμενοι με σχετικά χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο και οι εργαζόμενοι στον ανεπίσημο τομέα της οικονομίας έχουν πληγεί περισσότερο με αποτέλεσμα την αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας, η οποία επιτείνεται και από την άνιση πρόσβαση στη σχολική εκπαίδευση λόγω του κλεισίματος των σχολείων.

Πρόσθετες προκλήσεις για τους υπεύθυνους χάραξης οικονομικής πολιτικής θα προκύψουν εξαιτίας του διογκούμενου λόγω πανδημίας ιδιωτικού και δημόσιου χρέους και η διαχείριση των κινδύνων που συνδέονται με την αυξανόμενη συχνότητα ακραίων καιρικών φαινομένων και των προκλήσεων που συνεπάγεται ο ψηφιακός μετασχηματισμός και η μετάβαση σε πράσινες τεχνολογίες.

Συνεπώς, παρά τις πολύ σημαντικές πρωτοβουλίες που έχουν αναληφθεί μέχρι στιγμής σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, απαιτείται περαιτέρω δράση. Οι νομισματικές, δημοσιονομικές και εποπτικές πολιτικές θα πρέπει να παραμείνουν διευκολυντικές έως ότου εδραιωθεί η ανάκαμψη της οικονομίας και η άρση των μέτρων στήριξης, όταν αποφασιστεί, θα πρέπει να γίνει με σταδιακό τρόπο.

Σε εθνικό επίπεδο, την περίοδο μετά την πανδημία, οι κύριοι άξονες της οικονομικής πολιτικής θα πρέπει να είναι: α) η υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, β) η οριστική και ολιστική αντιμετώπιση των ΜΕΔ και των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων προκειμένου να μπορεί το τραπεζικό σύστημα να χρηματοδοτήσει την πραγματική οικονομία, γ) η δημιουργία ενός διχτιού  ασφαλείας για τους εργαζόμενους που επλήγησαν από την κρίση με έμφαση στην εισοδηματική στήριξη και στην κατάρτιση για την επάνοδό τους στην αγορά εργασίας, δ) η γρήγορη απορρόφηση και αποτελεσματική αξιοποίηση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ 2021-2027 και ε) η σταδιακή αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας ώστε να διασφαλίζεται το αξιόχρεο της χώρας χωρίς να υπονομευθεί η ανάκαμψη.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο,  η κρίση υπογράμμισε την ανάγκη αναθεώρησης του συνολικού πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ σε ρεαλιστικότερη και πιο ευέλικτη κατεύθυνση, ώστε να γίνει αποτελεσματικότερο.  Πρωτίστως αναδεικνύεται η ανάγκη μεταρρύθμισης του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης ώστε να μην επιβραδυνθεί η ανάκαμψη της οικονομίας της ευρωζώνης. Αυτό περιλαμβάνει την απλοποίηση των δημοσιονομικών κανόνων, ώστε να γίνουν περισσότερο ευέλικτοι, ρεαλιστικοί και εύχρηστοι και να διασφαλίζουν ότι η δημοσιονομική πολιτική λειτουργεί αντικυκλικά. Μεγαλύτερη έμφαση θα πρέπει επίσης να δοθεί στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.  Επιπλέον, η κρίση ανέδειξε τη σημασία της περαιτέρω εμβάθυνσης της ΟΝΕ μέσω της μετατροπής του Ταμείου Ανάκαμψης σε έναν μόνιμο μηχανισμό μακροοικονομικής σταθεροποίησης και την επιτάχυνση της Τραπεζικής Ένωσης προκειμένου να διαρρηχθεί οριστικά η επιζήμια σύνδεση κυβερνήσεων και τραπεζών.

Τέλος, η ραγδαία εξάπλωση του κορωνοϊού κατέδειξε την έντονη διασύνδεση των χωρών και κατέστησε σαφές ότι η  ισχυρή διεθνής συνεργασία είναι ζωτικής σημασίας για την επίλυση ζητημάτων που αφορούν την παγκόσμια οικονομία. Η διεθνής κοινότητα πρέπει να συνεργαστεί για να περιοριστούν οι αρνητικές υγειονομικές και οικονομικές  επιπτώσεις για τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες προκειμένου να αποτραπεί μια απόκλιση του κατά κεφαλήν εισοδήματος. Αντίστοιχη συνεργασία θα πρέπει να επιδιωχθεί στις πολιτικές μετριασμού της κλιματικής αλλαγής, στις εμπορικές και τεχνολογικές εντάσεις και σε θέματα φορολογικής πολιτικής, για παράδειγμα στη βάση της πρότασης των ΗΠΑ για έναν ενιαίο ελάχιστο εταιρικό φορολογικό συντελεστή.

Κλείνοντας, ένα σχόλιό σας για την ψηφιακή επανέκδοση του Ο.Τ.

Ο Οικονομικός Ταχυδρόμος κουβαλάει μια βαριά παράδοση. Υπό τη φωτισμένη ηγεσία του Γιάννη Μαρίνου ήταν ένας φάρος καθαρής, καινοτόμου, ριζοσπαστικής, υπερβατικής για την εποχή της, γενναίας άποψης περί τα οικονομικά του τόπου. Πολλές φορές δέχθηκε κριτική γι’ αυτά που έγραφε. Δικαιώθηκε όμως. Σας εύχομαι κάθε επιτυχία και να συνεχίσετε στην ίδια κατεύθυνση.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Οικονομία