Όλοι σχεδόν οι παράγοντες που  υπερδιπλασίασαν το ελληνικό χρέος τα τελευταία  τριάντα χρόνια και που συνεχώς ενισχύουν αενάως τη δυναμική του εξαιτίας  της ατολμίας στην προώθηση πραγματικών μεταρρυθμίσεων και της  σπατάλης εθνικών και κοινοτικών πόρων από ένα βαθύ κράτος δεν δικαιολογούν την υπεραισιόδοξη πρόβλεψη μελέτης του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), η οποία δόθηκε ση δημοσιότητα. Η μελέτη αυτή προβλέπει ευνοϊκή τάση του ελληνικού χρέους μέχρι το 2060, παρά την αύξησή του στη διάρκεια της πανδημίας και  στηρίζεται   σε ένα  βασικό σενάριο,  από το οποίο  προκύπτει ότι η χώρα μας  είναι η μόνη χώρα του διεθνούς αυτού οργανισμού, η οποία δεν χρειάζεται, λέει, να λάβει δημοσιονομικά μέτρα για να αποτρέψει μία αύξησή του! Ωστόσο, πρόκειται για σενάριο, που, όπως θα αναφέρω στη συνέχεια, είναι σχεδόν αντίθετο από ένα πρόσφατο αντίστοιχο της Τράπεζας της Ελλάδος.

Το αποτέλεσμα αυτό, όπως επισημαίνεται, οφείλεται εν μέρει στη… μείωση της δημόσιας συνταξιοδοτικής δαπάνης (!) μετά τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις και εν μέρει στο σχετικά… υψηλό αρχικό διαρθρωτικό πρωτογενές πλεόνασμα (!) της χώρας, ενώ μελέτες του ίδιου διεθνούς οργανισμού  παρουσιάζουν την Ελλάδα πρωταθλήτρια σε συνταξιοδοτική δαπάνη μεταξύ των 36 χωρών του!  Επίσης, σημειώνει ότι η δημοσιονομική πίεση λόγω των υψηλότερων δαπανών που θα κάνει η Ελλάδα στο μέλλον για τόκους του δημόσιου χρέους καθώς και λόγω των υψηλότερων δαπανών για υγειονομική περίθαλψη αντισταθμίζεται από τη μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης και άλλων παραγόντων που επηρεάζουν τη δυναμική του δημόσιου χρέους, ενώ μελέτες του ίδιου διεθνούς οργανισμού παρουσιάζουν τη χώρα μας τελευταία στον πίνακα των χωρών του με βάση τις δαπάνες υγείας και πρόνοιας!

Όμως, πέρα από τις επισημάνσεις αυτές, ακριβώς αυτοί  οι άλλοι παράγοντες (που δεν κατονομάζονται!), είναι που καθιστούν την αισιόδοξη αυτή πρόβλεψη επισφαλή, καθώς η δυναμική του ελληνικού χρέους επηρεάζεται  σημαντικά  από τη μεταβολή του ΑΕΠ, από  το πρωτογενές αποτέλεσμα (έλλειμμα ή πλεόνασμα), από τη μεταβολή του ΑΕΠ και των επιτοκίων και από  ύψος της ετήσιας  «προσαρμογής ελλείμματος – χρέους», όπως λέγεται επιστημονικώς, για παράδειγμα,  η ανάληψη, εκ μέρους του Δημοσίου, υποχρεώσεων των δημόσιων επιχειρήσεων και η διενέργεια δαπανών εκτός προϋπολογισμού, οι οποίες δεν επηρεάζουν το έλλειμμα, αυξάνουν απευθείας το χρέος, τα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις κλπ . Για να καταδειχθεί το μέγεθος της συμφοράς  που έχουν προκαλέσει στο χρέος αυτοί οι παράγοντες  υπενθυμίζω ότι κατά  περίοδο 1997 – 2001, η ανάληψη τέτοιων υποχρεώσεων αύξησε  τον λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ  σωρευτικά κατά   41 εκατοστιαίες μονάδες. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε και τη συμβολή στην αύξηση του χρέους κατά 22,2 εκατοστιαίες μονάδες και κατά 10,7 εκατοστιαίες μονάδες που προκάλεσαν οι ίδιοι παράγοντες  το 2011 και το 2019!

Αλλά, η πρόβλεψη του ΟΟΣΑ για μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης στη δεκαετία 2020-2030 στο 1,3% και στην περίοδο 2030-2060 στο 1,2% έναντι 1,3% και 1,1%, αντίστοιχα, για την οικονομία της Ευρωζώνης, δεν δικαιολογεί την παραπάνω αισιοδοξία για ευνοϊκή τάση του χρέους έως το 2060, καθώς υπολείπεται σαφώς  των παραδοχών της έκθεσης Πισσαρίδη για την ανάγκη εξασφάλισης  ρυθμών ανάπτυξης πάνω από 3,5%! Όσον αφορά στον άλλο παράγοντα που προσδιορίζει τη δυναμική του χρέους, δηλαδή τα επιτόκια, ο ΟΟΣΑ σημειώνει ότι στην περίπτωση που αυτά  αυξηθούν σημαντικά σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα, η δημοσιονομική πίεση από τις αυξημένες δαπάνες για τόκους θα είναι σημαντικά υψηλότερη στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες με υψηλό χρέος. «Μία μόνιμη αύξηση των παγκόσμιων επιτοκίων κατά μία ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το βασικό σενάριο θα αύξανε τη δημοσιονομική πίεση έως και κατά 1 με 1,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ στις χώρες του ΟΟΣΑ με τις υψηλότερες καθαρές θέσεις χρέους, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ιαπωνία», αναφέρει ο ΟΟΣΑ, ρίχνοντας  λίγο νερό στο κρασί της παραπάνω αισιόδοξης πρόβλεψης, το οποίο όμως μπορεί να γίνει «ξίδι», καθώς η επίδραση από τη μεταβολή του ΑΕΠ και τη μεταβολή των επιτοκίων υπήρξε καταθλιπτική στην αύξηση του χρέους σε όλη την περίοδο μετά το 2011, με εξαίρεση το 2019 και το 2021 (εκτιμήσεις), με ρεκόρ 19,2 εκατοστιαίες μονάδες το 2012  και 25,9 εκατοστιαίες μονάδες το 2020!

Συγκρατημένα  απαισιόδοξο το σενάριο της Τράπεζας της Ελλάδος

Όλες οι παραπάνω επισημάνσεις επιβεβαιώνονται από το βασικό σενάριο της Τράπεζας της Ελλάδος (το σενάριο ενσωματώνει τις επιπτώσεις της πανδημίας στα δημοσιονομικά μεγέθη και στην οικονομική δραστηριότητα),  για τη δυναμική του χρέους, το οποίο, όπως προανέφερα, είναι σχεδόν αντίθετο με εκείνο του ΟΟΣΑ.

Σύμφωνα με τις υποθέσεις του βασικού σεναρίου της Τράπεζας της  Ελλάδος, μολονότι η επίπτωση της υγειονομικής κρίσης στην οικονομική δραστηριότητα και τα επακόλουθα μέτρα δημοσιονομικής επέκτασης επέφεραν αύξηση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ το 2020, με καθοδική πορεία από το 2021, ωστόσο, θα παραμένει  σε υψηλότερα επίπεδα μεσοπρόθεσμα σε σχέση με τις προ της πανδημίας εκτιμήσεις. Επίσης, όπως σημειώνει η Τράπεζας της Ελλάδος στην έκθεσή της για το 2020, ακόμα κι αν γίνει  αποτελεσματική η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, η οποία θα διευρύνει τις αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας, και  σημαντική βελτίωση του κόστους αναχρηματοδότησης, η  επιστροφή του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ θα είναι εφικτή στην προ πανδημίας τροχιά του μετά από ορίζοντα 25ετίας, με περαιτέρω αποκλιμάκωση μετέπειτα, δηλαδή στο 180,5% του ΑΕΠ! Σημειώνω ότι ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας στην παραπάνω έκθεσή του (σελίδες 191-192) παρουσιάζει προβλέψεις για τους παράγοντες που επηρεάζουν τη δυναμική του χρέους στην Ελλάδα και κυρίως τις προϋποθέσεις για την εξασφάλιση της βιωσιμότητάς του, οι οποίες προειδοποιούν  για εγρήγορση και  όχι για χαζοχαρούμενο εφησυχασμό. Συγκεκριμένα, αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

«Οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου (ως ποσοστό του ΑΕΠ) αναμένεται να διατηρηθούν μεσοπρόθεσμα σε αρκετά υψηλότερες τιμές σε σχέση με το σενάριο προ πανδημίας, οριακά κοντά στο μεσοπρόθεσμο όριο του 15% του ΑΕΠ, γεγονός που αφήνει λιγοστά περιθώρια για δημοσιονομική χαλάρωση και ως εκ τούτου υπογραμμίζει την αναγκαιότητα διατήρησης του ευνοϊκού κλίματος των διεθνών αγορών προς την Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες παραμένουν εντός του μακροπρόθεσμου ορίου βιωσιμότητας 20% του ΑΕΠ και αναμένεται εντός 25ετίας να επιστρέψουν στο επίπεδο του σεναρίου προ πανδημίας και στη συνέχεια να αποκλιμακωθούν περαιτέρω (βλ. Διαγράμματα V.7 και V.8). Η ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους υπόκειται σε μεγάλες αβεβαιότητες, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της υγειονομικής κρίσης. Οι αρνητικές επισφάλειες σχετίζονται κυρίως με τα εξής:

α) Ενδεχόμενη καθυστέρηση του προγράμματος εμβολιασμών θα οδηγήσει σε παράταση της επιβολής περιοριστικών μέτρων, θα καθυστερήσει την ανάκαμψη και θα απαιτήσει επιπλέον μέτρα δημοσιονομικής επέκτασης, διευρύνοντας περαιτέρω το πρωτογενές έλλειμμα και αυξάνοντας το χρέος.

β) Πιθανή αντιστροφή των πολύ ευνοϊκών συνθηκών στις διεθνείς αγορές και απόσυρση της στήριξης των ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ μετά το τέλος του PEPP (για όσο διάστημα τα ελληνικά ομόλογα υπολείπονται της επενδυτικής βαθμίδας αξιολόγησης) ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά το κόστος αναχρηματοδότησης και να μετριάσουν ή και να αντιστρέψουν τη θετική συμβολή της διαφοράς μεταξύ έμμεσου επιτοκίου και ρυθμού ανάπτυξης (snowball effect).

γ) Μια πιο αργή ανάκαμψη της οικονομίας έναντι του βασικού σεναρίου ενδέχεται να δυσχεράνει την αποπληρωμή των αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων, των κρατικών δανείων και των δανείων υπό κρατική εγγύηση που έχουν χορηγηθεί για την ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, στο πλαίσιο των μέτρων στήριξης της οικονομίας.

δ) Κίνδυνοι θα μπορούσαν επίσης να προκύψουν και από μια νέα αύξηση του ήδη υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Αντιθέτως, θετική συμβολή στην ταχύτερη μείωση του χρέους έναντι του βασικού σεναρίου θα έχουν μια πιο εμπροσθοβαρής εκταμίευση των πόρων του NGEU και η αξιοποίηση πρόσθετων ευρωπαϊκών πόρων για τη χρηματοδότηση των υφιστάμενων μέτρων, σε συνδυασμό με τη διατήρηση ή ενδεχομένως την ενίσχυση της ιδιαιτέρως διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής. Παρά την αυξημένη αβεβαιότητα σχετικά με την πορεία της οικονομίας και τα δημοσιονομικά μεγέθη την περίοδο 2020-2022, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένουν περιορισμένοι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2030, λόγω της ευνοϊκής διάρθρωσης των αποπληρωμών, αλλά και της σύνθεσης του χρέους. Κατ’ επέκταση, η εκτιμώμενη αύξηση του λόγου του δημόσιου χρέους και των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών προς το ΑΕΠ δεν αναμένεται να υπονομεύσει τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους. Η εκτίμηση αυτή τελεί υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας είναι προσωρινού χαρακτήρα και η μακροοικονομική ισορροπία θα αποκατασταθεί σύντομα, ενώ διατηρείται υψηλό το ταμειακό απόθεμα ασφαλείας, ώστε να περιοριστεί το κόστος αναχρηματοδότησης των μεσομακροπρόθεσμων χρηματοδοτικών αναγκών…»

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Opinion